Woodstock 1969 | Κυνηγητικά φεγγάρια ή γράμμα στην Λούσι ντι

Αγαπητή Λούσι Ντι,

Πάει καιρός από τότε που σου ΄γραψα. Μην με κακολογείς, να με θυμάσαι Λούσι Ντι και όταν διαβάζεις κάτι δικό μου, να προσεύχεσαι, έστω θλιμμένα για να αντέξω την ζωή εδώ κάτω. Ω Λούσι Ντι, εδώ χρειάζεται πολλή ψυχή για να τα καταφέρεις. Όλα τα πράγματα και όλοι οι άνθρωποι κλείνουν ανάμεσά τους μια βαριά πόρτα. Περπατούν σαν σκύλοι και σαν πεταλούδες μες στον κόσμο τους Λούσι Ντι, παίρνοντας σβάρνα τα άδολα φεγγάρια. Το όνειρό μου βρίσκεται ακόμη σε καλά χέρια και έτσι δεν φοβάμαι τίποτε περισσότερο από τις ομορφιές αυτού του κόσμου. Άλλες φορές πάλι Λούσι, – με αφήνεις να σε λέω έτσι;-, άλλες φορές νιώθω εντός μου πως το φως μεταμορφώνεται σε αρπακτικό με άγρια δόντια και πικραίνομαι. Όμως μην λυπάσαι Λούσι, γρήγορα πνίγω τον εαυτό μου σε έξι δάχτυλα ουίσκι μες στην σκοτεινιά ενός τυχαίου μαγαζιού. Καμιά φορά, τα παιδιά του μαγαζιού με πλησιάζουν, ψιθυρίζουν με νόημα, «φίλε, αν θες να σκοτωθείς κάντο εκεί έξω.» Αργότερα θα φανούν εκείνοι του μπιλιάρδου που δεν ανέχονται τις παράξενες ιδέες μου για ένα κορίτσι με χείλη από φεγγαρόφωτο και ακτινωτές ρυτίδες του ήλιου. Άκου λέει! Με πετούν έξω, όμως έχω πάψει από καιρό Λούσι Ντι, να λογαριάζω τον άγριο καιρό. Ο άνεμος και η βροχή στέκουν πάντα με το μέρος μου. Κάπως κατεστραμμένος Λούσι Ντι, παίρνω τότε τους δρόμους, δίνοντας όρκους πως τούτη την φορά θα νοικοκυρευτώ. Πως θα μπορώ να σου στείλω κάμποσα δολάρια και την πίστη πως κάπου εκεί έξω σε περιμένει η αγάπη. Μα θέλει σοφά μάτια Λούσι Ντι και σοφά χέρια για να αρπάξεις την αγάπη, όταν περνά με γρήγορες τροχιές, διακοσμημένη χίλιους αφοπλισμούς και ανώφελα χαρακτηριστικά. Κατά βάθος, δεν είναι άλλο πράγμα από την καρδιά σου που χτυπά στους δρόμους όταν αγαπιέσαι και αγαπάς αυτό το ατημέλητο σύμπαν. Θα δεις Λούσι Ντι, στο επόμενο γράμμα μου θα σου στέλνω μπόλικα δολάρια για να αγοράσεις φουστάνια και ένα εισιτήριο Λούσι που θα σε φέρει ίσαμε εδώ. Ένα καλό παιδί Λούσι Ντι σε περιμένει κάπου εκεί έξω, κάποιος που έχει κάνει ειρήνη με τον εαυτό του. Ω ναι, σε περιμένει Λούσι Ντι κρυμμένος ανάμεσα σε ελαστικά, σίδερα και ποιήματα. Ω Λούσι Ντι, θυμήσου τα σοφά μάτια και πως εμείς οι άγγελοι, διαθέτουμε χιλιάδες εραστές.

Απόψε φθάνω σε μια μικρή πόλη κοντά στο Τέξας. Επιμένω, σχεδόν είμαι βέβαιος πως τώρα που σου γράφω, έχεις λυτά τα μαλλιά σου και ένα παιδί μπαίνει στην κάμαρη γράφοντας την πιο πένθιμη προσευχή σου. Έχει λιγοστούς κατοίκους, σκαρφαλωμένους σε θηριώδη κυβικά, με την σημαία του νότου σε πρώτο πλάνο. Οι άνθρωποι εδώ γυρεύουν μπελάδες Λούσι Ντι και δεν θυμούνται τα κορίτσια τους που λιώνουν έξω από έναν τηλεφωνικό θάλαμο στους εκατόν δύο δρόμους. Όχι , δεν νοιάζονται για αυτά τα κορίτσια και συχνά πιστεύουν πως πρόκειται για πέτρινες μορφές που ραγίζουν  κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.  Κάποια μέρα οι άνθρωποι της πόλης θα σταματήσουν στο πλάι του δρόμου. Πάνω από τα νερά που ταξιδεύουν σε δεκάδες υπόγεια ρεύματα, θα φροντίσουν, καθώς πάντα για το άγριο καθήκον τους. Λοιπόν Λούσι Ντι, μπορείς κιόλας να με φανταστείς λαμπερό εκκρεμές μες στην έναστρη, αμερικάνικη νύχτα. Οι σκιές θα παίρνουν την αλογίσια όψη τους, θα μακραίνουν και οι ζωές ανήμπορες να μαλακώσουν Λούσι Ντι θα κυλούν με φόντο τα επιβλητικά σπίτια σε στυλ προβενσάλ που γερνούν πιο γρήγορα από τις δεκαετίες Λούσι Ντι. Λοιπόν Λούσι Ντι, πρέπει να μπορείς να με φανταστείς να καίγομαι, τινάζοντας για πάντα από τα χέρια μου τα βαριά σφυριά της υπομονής που με έφεραν ως αυτόν τον νότο, ω ναι Λούσι Ντι, αυτά τα μονότονα αγριοπούλια που κάνουν κομμάτια την αξεδιάλυτη σκόνη κάθε καιρού. Θα είμαι ελεύθερος Λούσι  Ντι, ω ναι ελεύθερος τότε, με κάτι απότομο στην έκφραση και το χρονικό μου. Αντίο για απόψε Λούσι Ντι, αντίο.

Α.Θ