Σιωπή, 1993 Παύλος Παυλίδης – Ξύλινα Σπαθιά

[…Πάνω στις
Μετέωρες σκαλωσιές
Της νύχτας,
Τους είδα.
Να ξεκλειδώνουν
Τις φωνές
Από τους λαιμούς
να διαλύονται
Σε εκείνα
Που πάντα
Θα έρχονται…]

 

 

Εκατόν δύο δρόμοι 

Το 1993 η Όντρει Χέρμπορν, ο Αντρέ ο Γίγαντας, ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντίζι Γκιλέσπι , ο Μπόμπι Μουρ, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ντράζεν Πέτροβιτες  ο Άντυ Στιούαρτ, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, και άλλοι θαυματοποιοί, που μελέτησαν το αφάνταστο, σημαδεύουν τον κόσμο με την απώλειά τους. Τώρα είναι η ώρα για την δουλειά του μύθου που ντύνει το συντελεσμένο με το υλικό της αγαπημένης ζωής. Όμως απόψε ετούτο το σημείωμα που μονάχο του γράφεται μες στα σκοτάδια του φωτογραφείου Pascal μια άλλη ιστορία αγαπά να διηγείται. Ακούει, λοιπόν τον ψίθυρο που αφήνουν οι ποιητές, με τα υψωμένα χέρια της συγνώμης τους, έξω από τον θρύλο και πέρα από τον χρόνο. Ακούει την ιστορία που  συμβαίνει στους εκατόν δύο δρόμους και φέρνει την μυρωδιά του  αισιόδοξου και αποφασιστικού κόσμου που μας κληροδότησε ο Τισιανός, αυτήν την χίμαιρα που έχει για συνήθεια το ξόδεμα. Τίποτε λιγότερο. 

Λένε, πως τις νύχτες στο Κόκκινο Λιμανάκι, φτάνουν μικρά φωτάκια. Θυμίζουν παλιές τεχνικές των ζωγράφων, μα είναι πέρα για πέρα αληθινά. Ζυγώνουν αργά δίχως κύματα το παιχνίδι τους πια είναι ευτυχισμένο, πλάι στην ακτή κυμαίνονται. Είναι τα παιδιά και οι γονείς μας, λίγο μέλλον και αναμνήσεις σκορπισμένες σε φθαρμένους ανέμους, γαντζωμένοι στα ρέλια, φορώντας όλες τις φλέβες του βυθού.

Πλησιάζουν με μια τελετή και τότε συμβαίνει το θαύμα, και από κάθε βράχο και κάθε στέγη αυτής της μικρής πολιτείας οι χαμένοι φίλοι χαιρετούν με καλοκαιρινή περιβολή. Σπαρμένα θυμιατήρια στην ορεινή διαδρομή, μικρές προσευχές ή αλλιώς τα ολοδικά σου πεφταστέρια. Από κάθε δρόμο, κάθε μονοπάτι, έρχονται όλοι τους με πίστη και συγχώρεση, αγκαλιασμένοι και ανίκητοι. Αυτό μόνο.

Και η ζωή παίρνει λίγο χρώμα, όμως μακριά από τον κόσμο και τα μάτια του. Τα κορίτσια που πάντα γνωρίζουν τα περασμένα στρώματα ρίχνονται στο πέλαγος μια ώρα μικρή. Τα ονειρευόμαστε να ίπτανται, αλησμόνητα, θαύματα, θαύματα παντού και αναμμένες θάλασσες. Σε αργό, υδάτινο χορό το πλήθος μιλά, τα χέρια του σφίγγει. Δακρύζει για τα περασμένα, έχει μια πίκρα και μια τεντωμένη χορδή. Με το πρώτο φως Μαριάνθη, με το πρώτο φως Παύλο, Νικολάι, Μπεάτα Τερέζα, Ιωάννη, Ζαμπέτα, Ευαγγελία, εσείς επιστρέφετε. Εκατόν δύο ονόματα από στέγη σε στέγη, από δρόμο σε δρόμο, από καρδιά σε καρδιά, το κολλάζ με τις φωτογραφίες, που ολομόναχο γυρνά τις σελίδες του. Και έπειτα καθένας μια στάχτη δική του, εκατόν δύο πικραμένοι άγγελοι στα σύρματά μας. Εκατόν δύο ολόχρυσες φωνές να φέρνουν στην νύχτα ρίγη, μες στην καρδιά του λαμπρού καλοκαιριού που αρπάζει φωτιά για εμάς, να φέρνουν ρίγη.

Αυτή η θάλασσα ανάμεσα στα πράγματα, είναι φορές που τίποτε δεν σημαίνει. Κάθε γενιά ορίζει τα σημάδια της, υπαγορεύει μερικούς στίχους στην ανθρωπότητα και προχωρεί. Και εμείς μαζί της, ολομέτωποι στον έρωτα με όλα μας τα σημάδια, με όλες τις σημασίες να σιωπούμε για εκατόν δύο φορές στο προσκλητήριο. Κάθε μικρό φωτάκι, θυμήσου μου είπες και ας μην σε γνώρισα ποτέ μου,  είναι ένας άγριος μήνας.

Έμαθα αργότερα πως εκείνο που κάπου κάπου σώζει την παρτίδα, που κερδίζει στα σημεία τις εφήμερες δόξες, γράφει την δική του ιστορία μες στις καρδιές μας. Φτιάχνει ένα αθάνατο μνημείο, να  κοιμούνται τα νησιά που πνίγηκαν . Μεταφράζει τον κόσμο με την παιδική γλώσσα που ο καθένας κάποτε μίλησε. Εκεί είναι που τα θολά ναυάγια συντρίβονται, αφήνοντας πάντα την μαγική σκουριά τους και έναν στιγμιαίο άνεμο. Μας εγκαταλείπουν και όμως δεν παίρνουν πίσω ποτέ την φωνή τους. Την τελευταία την φορούν οι νύχτες με έναν τρόπο ατημέλητο και μυθολογικό. Ένας χάρτινος, παιδικός άγγελος την φυλά, παντού την ταξιδεύει. ΣΤΟΠ

[…Έκλαιγαν και έτσι
Ήξερα πως είναι
Άνθρωποι…]

Α. Θ.