Η ημιτελής πρόζα
του Ντέιβιντ Φόστερ,
Υπήρξε σοφή
με έναν πολύ
Αμερικάνικο τρόπο
[…Η διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη που συνέταξαν οι καλοί μας Πατέρες, προβλέπει την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία στην υποβολή αιτήματος.
Και η ίδια αυτή διακήρυξη απαγορεύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την στέρηση της ζωής, της περιουσίας και της ελευθερίας κάθε πολίτη. Απαγορεύει την αυθαίρετη έρευνα, την σύλληψη δίχως στοιχεία. Επιβάλλει την δίκη ενός ενόχου με τον πιο αμερόληπτο τρόπο από το ανώτατο δικαστήριο.
Οι καλοί Πατέρες όμως δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Μα ούτε και ο Τζορτζ.
Και απομένει από εκείνα τα αρχαία χαρτιά μία και μοναδική ευκαιρία για τον καθένα μας. Για να φανεί πως η απόσταση και τα χρόνια δεν μπορούν να βλάψουν καμιά από τις καλύτερές μας ιδέες…]
Λέγεται πως οι Αμερικάνοι όταν πεθαίνουν ονειρεύονται για πάντα το Παρίσι. Αφήνουν πίσω τους τις βαριές βιομηχανίες, τις μεγαλουπόλεις, τα Μπρόντγουαιη με τα ασημένια ονόματα που όλο καταρρέουν γράμμα το γράμμα. Επειδή θα ήθελαν να σβήσουν τα ίχνη τους, συλλογίζονται σωρούς ακρυλικά χρώματα για το φόντο της ζωής τους. Έτσι κρύβονται και οι άλλοι ξεχνούν. Κρατούν στην καρδιά τους μια τρυφερή ανάμνηση του καλιφορνέζικου καλοκαιριού και αυτό ήταν. Ταξιδεύουν δίχως αποσκευές, ισορροπούν στις όχθες του ποταμού, ξεσταχιάζουν με τραυλίσματα και ήχους περιστρόφων. Και αν το όπλο στα χέρια τους χαλάσει, περιφέρονται τριγύρω από τα μνημεία και επαναλαμβάνουν τον ήχο του κλείστρου που θυμίζει σε όλα του τον ήχο ενός καλά συντηρημένου, επαναλαμβανόμενου πολυβόλου όπλου.
Οι Αμερικάνοι λέγεται πως έχουν ένα σημάδι στον λαιμό τους. Μια χρόνια νόσος τους κατατρέχει, κάνουν ότι περνά από το χέρι τους για να αντέξουν και να κρατήσουν όρθια την ανάσα τους. Κοιμούνται χρόνια ολόκληρα μονάχα για να μην αμαρτήσουν. Και όταν ξυπνούν, κοιτάζουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που ερωτεύεται ένας άνδρας . Η φωνή τους τότε τρομάζει τόσο που σπάει.
Όταν νιώθουν πως η ανάγκη τους μεγαλώνει, οργανώνουν πολεμικές επιδρομές. Πουλάνε τα πράγματά τους έξω στον δρόμο, μεθούν στα προάστια στο βάθος ενός μαγαζιού στο πουθενά της πολιτείας. Σαν γεννιούνται ονειρεύονται το φεγγάρι και έπειτα μαθαίνουν τα ονόματα των άστρων της σημαίας τους. Τριγυρνούν με θάρρος επάνω στον εξηκοστό έκτο δρόμο, φωτογραφίζονται πλάι σε αποστεωμένα κεφάλια ταύρων, μαρσάρουν επικίνδυνα, τα λάστιχά τους παίρνουν φωτιά. Διαθέτουν συνήθως χιλιάδες κυβικά εκατοστά στις μέσα τσέπες του παλτού τους. Γερνούν, φορώντας κατάμαυρες πλερέζες στο Άρλιγκτον και αλλού, καταδικάζουν την ελευθερία του λόγου, πυρπολούν την Μινεάπολις, στοιβάζονται στους διαδρόμους του εμπορικού κέντρου και όλα τα σηκώνουν. Έπειτα συλλαμβάνονται μες στις οδομαχίες, πυροβολούν για το κέφι τους. Κατά βάθος Φράνσις αυτοί οι Αμερικάνοι θυμίζουν τους καουμπόηδες που κρατούν μια άδεια θαλάμη μες στο όπλο τους και όσους αγαπούν το τυχαίο μες στο χρώμα. Ένας κάλυκας για όταν χρειαστεί, ο σπασμένος λαιμός ενός χαρταετού και οι ηλεκτρικές κιθάρες και τα ζήτω στον τελικό του Σούπερ Μπόουλ, για όταν χρειαστεί. Κατασκευάζουν λέιζερ όπλα, πεθαίνουν αβοήθητοι και τους υπηρέτες τους τούς φωνάζουν Καταλίνα, Ροντρίγκεζ, στήνουν εμπάργκο για το τίποτε, αποκλείουν νησιά, αποβιβάζονται με την μανία ενός αυτοκρατορικού στόλου, γκρεμίζουν τους δρόμους, μεταμορφώνονται στους τσιγγάνους που ικανοποιούν τα πλήθη με παράτολμα νούμερα και άγρια μάστανγκ. Χτίζουν τα σπίτια τους με ώριμη ξυλεία από το Όρεγκον, κάνουν τέχνη στο όνομα του Άρθουρ Μίλερ και δεν νοιάζονται παρά μόνο για το άγριο, εκεί έξω φεγγάρι. Ο τομέας του μηχανικού σηκώνει τείχη με παραδειγματική ευκολία. Κηρύσσουν όποτε το θελήσουν την ειρήνη στην 42η οδό, πιστεύουν και προσεύχονται στην εθνοφρουρά και στα κολλαρισμένα μανεκέν. Πασχίζουν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το αυριανό τους πρόσωπο, οι βιογραφίες τους θυμίζουν ακρωτηριασμένες λογοτεχνίες. Στα σκλαβοπάζαρα του Μισισιπή, ανάμεσα σε ατμόπλοια και όνειρα που παλιώνουν κεντάνε από την αρχή την σημαία του νότου. Διοργανώνουν μαραθώνιους δρόμους, ακρωτηριασμένη η Αμερική τους φτάνει στο τέρμα. Σφραγίζουν τις πόρτες του αυτοκινήτου τους με οξυγονοκόλληση, ντύνουν τις αδερφές τους με άγρια, κοντά σορτς, πνίγουν τα νιάτα τους μες στο μπέρμπον, στέκουν για πάντα πλάι στον άρρωστο θείο Σαμ, ξαναφέρνουν την Ρώμη στο προσκήνιο, με όλες τις καταστροφές και την νερένια της μοίρα. Γνωρίζουν απέξω τα ονόματα των καλύτερων προέδρων, πίνουν avant orange τα μεσημέρια και φτιάχνουν ονειροπαγίδες με παλιές, στρατιωτικές ταυτότητες. Μερικοί από αυτούς διατηρούν αναμνήσεις από την καμένη Σαϊγκόν και τις νύχτες χαιρετούν την σημαία τους με δάκρυα στα μάτια. Δίνουν στα παιδιά τους το όνομα Ενόλα, δεν κριτικάρουν ποτέ και ποτέ δεν διαπαιδαγωγούν τον ενθουσιασμό τους. Οι βετεράνοι τους θυμίζουν άνδρες που χαιρέτισαν κάποτε το σώμα. Οι καλύτεροι από αυτούς μοιάζουν με εξωτικά μαργαριτάρια. Επειδή οι ζωές τους έχουν να κάνουν με μια πλούσια και φθισική Αμερική και οι ζωές τους δεν διαθέτουν πια καμία λύση. Η τέχνη τους κουβαλά σπασμένα γυαλιά, την θεματολογία του Βελάσκεθ, μεθυσμένα αγροκτήματα, την κραυγή ολόκληρου του Τζάκσον, την κραυγή ολόκληρου του Σικάγο με τους σκληρούς χειμώνες του, ατέλειωτα χιλιόμετρα, γενιές χαμένες, την γέφυρα του Σαν Φρανσίσκο, πολεμικά βεστιάρια, τον Φράνσις στα διυλιστήρια των γκαλερί να μοιράζεται ανάμεσα στα τρίπτυχα. Και κάτι τελευταίο. Την ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ που πιάστηκε με ένα πλαστό εικοσαδόλλαρο και τώρα πετάει πλάι στους αρχαίους πατέρες, καθώς γύρω του, επάνω του, μέσα του ανεμίζουν απομεινάρια διαστημικών αποστολών και φλωρεντινών καρναβαλιών, γεμάτων κομφετί και τον μακρόσυρτο ήχο της κόρνας στα χέρια του πιο επιτήδειου στρατιώτη. Είμαι βέβαιος πως στην μνήμη του γράφονται ετούτη την στιγμή τα πιο τρυφερά τζαζ τραγούδια, ωστόσο με λίγη μουσική τα πράγματα δεν κατορθώνονται, όπως ακριβώς με μια σταγόνα δεν γεννιέται ένα ποτάμι. Την πιο κρίσιμη στιγμή ο γνήσιος Αμερικάνος το βάζει στα πόδια και αμύνεται περί πάτρις, με μια καλά ισορροπημένη δόση αλαζονείας, ασέλγειας και μεγαλοφυΐας. Στην Νέα Υόρκη, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο, κατοικούν θίασοι με αξιοσημείωτα, μπαρόκ φουστάνια και κιμονό σε στυλ Πολοναίζ, όπως εκείνα της Μαρίας Αντουανέτας. Σαν το θελήσουν οι πιο Αμερικάνοι από αυτούς παίζουν ένα θέατρο ολοκληρωτικό στις αυλές προβενσάλ σπιτιών. Η πλατεία τους σκοτεινή, η σκηνή τους θαρρείς ανοιχτή και οι ορχήστρες τους κρυμμένες πίσω από στρατιωτικά καμουφλάζ ,λόγους πατριωτικούς , πύρινους και τα εξαπτέρυγα της ωραίας και θρυλικής τους πολιτείας. Πλήρως μεταλλικοί επενδύτες σκεπάζουν χρόνια και ονόματα. Οι καλοί Αμερικάνοι ονειρεύονται πως σαν πεθαίνουν χαρίζουν το όνομά τους σε κάποια λεωφόρο. Πως τα τεράστια σπίτια τους ποτέ δεν ξεχνούν και πως μια μέρα η δική τους Αμερική που απόψε τρεμοπαίζει θα ξαναγίνει σπουδαία.
Ως τότε στέκουν στο μέσον ενός δρόμου και προσεύχονται, προσεύχονται με όλη τους την καρδιά κρατώντας πάντα ψηλά το ηθικό των τραγουδιών τους. Οι νύχτες τους είναι επικίνδυνες και όμορφες. Οι καλύτεροί τους στίχοι πλανώνται στον άνεμο και ψιθυρίζουν, σε όλες τις πολιτείες οι μοναχικές ψυχές προσεύχονται ξυπνώντας τα πιο αγαπημένα τραγούδια.
Αν με εγκαταλείψεις τώρα, θα πάρεις μαζί σου για πάντα το μεγαλύτερο κομμάτι μου,
Όχι, όχι, μην φύγεις,
Κορίτσι μου, το μόνο που θέλησα ποτέ μου είναι να σε έχω στο πλευρό μου,
Όχι μωρό μου, σε ικετεύω μην φύγεις,
Χρειάζομαι τόσο την δική σου αγάπη,
Ω, ναι,
Έχουμε διανύσει κιόλας τόσο δρόμο για να τα αφήσουμε τώρα όλα πίσω μας.
Το αφιερώνουν στην Αμερική και το όνειρό της το παλιό. Στον Νέο Κόσμο τους που γερνά με δυσκολία και ταχύτητα φωτός. Και που επιμένει να δίνει τον καλύτερο εαυτό του στην πλατεία Τάιμς με την λήξη ενός αιώνα. Στο κορίτσι της άλλης πλευράς του τοίχου που παλεύει νύχτες ολόκληρες τον εφιάλτη του κρακ. Και τα καταφέρνει θρηνώντας με όλη της την ψυχή, συγκρατώντας θερμή και αφοσιωμένη εντός της την ανάμνηση και τα ονόματα της Σάντρα Μπλατ, του Τροί Ντέιβις, του Τζορτζ Φλόυντ, της Τατιάνας Τζέφερσον. Που γεννά τελικά εύρωστα, αμερικανικά παιδιά και έχει πειστεί πως αν θέλει να τα καταφέρει, δεν φτάνουν μερικά αγήματα και μερικοί κούφιοι κανονιοβολισμοί στην σκιά λευκών ηρώων.
Α. Θ.