Πειραματικοί σταθμοί
Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο;
Θέλει πολύ κόπο για να ξεχωρίσεις την φωνή της υπαλλήλου, ωστόσο, αν στα σχέδιά σου περιλαμβάνεται ένα μακρινό ταξίδι, είσαι υποχρεωμένος να περάσεις από τον έλεγχό της. Και στα αλήθεια, θα πρέπει κανείς να γνωρίζει ποιον δρόμο θέλει να πάρει και την ώρα της αναχώρησης και ένα σωρό λεπτομέρειες που σε μια άλλη περίσταση θα αποτελούσαν ορολογίες μιας άχρηστης εσπεράντο. Η υπάλληλος απαιτεί κοφτές απαντήσεις. Και τα ταξίδια θέλουν τις ψυχές κατεστραμμένες, έτοιμες να γίνουν φωτιές, σχήματα και χρόνος. Αλλιώς, πώς να γεννηθούν οι απαλές αστραπές που στο πουθενά μας διώχνουν.
Λοιπόν κύριε;, συνεχίζει η υπάλληλος. Και πίσω ένα τεράστιο χρονικό από τους καλύτερους μας φίλους, τις πιο λαμπρές ιδέες, τους πιο σιωπηρούς θανάτους μας.
Έχετε ξεχάσει που θέλετε να πάτε;, ρωτάει εκείνη και θα ήταν ένα μικρό ψέμα αν σας έλεγα πως η απελπισμένη της φωνή, από τα βάθη του γυάλινου διαχωριστικού, δεν έκανε κομμάτια την καρδιά μου. Και εκείνη την περσινή αποφασιστικότητα που εδώ, στον χώρο τράνζιτ του σταθμού των τραίνων διέφυγε απόψε για πάντα της προσοχής μου. Και χάθηκε μιμούμενη τις ανθρώπινες πράξεις, χάθηκε για πάντα, όπως μυθολογίες, γυμνά βιβλικά και σαθρές αλληγορίες.
Χρειάζεστε εισιτήρια για το μαγικό λεωφορείο;, συνέχισε να ρωτά η ωραιοτάτη δεσποινίς μέσα από τον μικρό της κόσμο. Ξέρετε, τώρα πια κανείς επιβιβάζεται όταν καταβάλει το αναγκαίο κόμιστρο. Πίσω στον προθάλαμο ένα μυθιστόρημα από άπειρες, ανθρώπινες σελίδες εκτυλίσσεται με τον αργόσυρτο ρυθμό του είδους. Οι μορφές όσων ταξιδεύουν μοιάζουν βγαλμένες από το μακρινό 1985. Σε μια άκρη δυο φίλοι θυμίζουν λονδρέζικη μπάντα και στην απέναντι πλευρά η Μαρία της Ελασσόνας με όλα της τα υπάρχοντα γερνά μονάχη της. Ο νεαρός στρατιώτης γεμάτος δύναμη, νιάτα και ηρωισμό πίνει την Αθήνα μέσα από το σωσμένο του τσιγάρο. Ο νεαρός στρατιώτης φαντάζει χάρτινος δράκος με όλα του τα φανάρια απελπιστικά σβηστά, μέλος μιας φανταστικής μεραρχίας. Κάποιος άλλος θυμίζει τον ζωγράφο Σαγκάλ, επειδή στέκει κάτω από τα φώτα του σταθμού και επειδή από στιγμή σε στιγμή, μέσα από τις παλάμες του θα ξυπνήσουν, -θα δεις-, τα θαύματα ενός υπαίθριου θεάτρου. Υπάρχουν και άλλοι, μια Αγγλίδα ντυμένη πρόχειρα τα αστραφτερά σαρίκια της, ένα άλλο κορίτσι, πιστό ομοίωμα της Τζόσι Μπηλς, ένας κατάξανθος άγγελος, μια μικρή Σιμόν Σινιορέ, ο ποιητής με το πρόσωπο βιολί, αναθεματισμένος για πάντα, ο νεαρός Μπολιβάρ, μισός τραγούδι, μισός ουρλιαχτό από το μακρινό 1985. Ο ποιητής πεθαίνει, το τραίνο από στιγμή σε στιγμή θα βρίσκεται στον σταθμό, όλος ετούτος ο κόσμος θα απομείνει μια πλησμονή στην άκρη των ματιών.
Θα ψωνιστώ, και κάποιο βράδυ,
ότι έχω μέσα μου για σένα θα το σβήσω,
Είναι μονόδρομος ο δρόμος που΄χεις πάρει
και δεν σε βλέπω να γυρίζεις πίσω,
Είναι μονόδρομος ο δρόμος που΄χεις πάρει
και δεν σε βλέπω να γυρίζεις πίσω,
Τώρα πιάνει το τραγούδι του ο τρεμάμενος νεαρός, που πνίγηκε στην σκόνη. Οι νότες του πληγώνουν τα δάχτυλα, οι χορδές του σπάνε, οι χορδές του χτυπούν με έναν ανθρώπινο, νικημένο παλμό. Ως το πρωί συλλογιέμαι πως για πάντα θα έχει χαθεί και έτσι σκύβω με προφύλαξη και σεβασμό να ακούσω το φοβερό του τραγούδι.
Το 1985 κυλά δίχως τον Όρσον που περνά στην σφαίρα των αιώνιων πραγμάτων. Το 1985 ξοδεύεται δίχως τίποτε να αλλάξει για τα παιδιά που κολυμπούν στο φως και έκτοτε θα χρωστούν την ύπαρξή τους στον Ίταλο Καλβίνο. Φθάνουν και άλλοι, περισσότεροι, σε λίγο ο σταθμός δεν θα χωρά όλο αυτό το πλήθος που κατεβαίνει από χιλιάδες, άλλους δρόμους. Αλιείς εραστές, πέτρινα φόντα, η Αθήνα που ξεσταχιάζει στις πλατείες, ντυμένη τα μαύρα της φουστάνια, τρελή και ξέπνοη, ζητιάνα ψυχή με αρχαία χέρια και ρυθμούς δωρικούς. Στα κιγκλιδώματα κρεμιούνται τα παιδιά που διαθέτουν μορφές και σχήματα από χαρτί πεπιεσμένο και φθινοπωρινή υγρασία. Φωνάζουν συνθήματα, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, δεν γνωρίζω αν τελικά όσο και αν σε θέλω μπορώ δίπλα σου να μένω. Πίσω μου, παντού, γύρω μου πετούν τα μπλουζ του έρωτα. Μια ολόκληρη φυλή από αποσυρμένους ανθρώπους συναντιέται, συναλλάσσεται, βρίζει, ασχημονεί, χτυπά με γροθιές τα απαγορεύεται, ο σταθμάρχης γυρεύει τα εισιτήρια. Τίποτε δεν ζητά από εμένα και τους φίλους μου, επειδή όπως λέει οι ποιητές δεν είναι άλλο από ψιθύρους. Στα ραδιόφωνα παίζουν διαρκώς την είδηση για το Χέιζελ. Μερικοί οπαδοί, λένε καταπλακώθηκαν, μια πόλη χαμένη κάτω από τις λάσπες στους πρόποδες ενός κολομβιανού ηφαιστείου, το τραίνο που εισέρχεται στον σταθμό. Εκείνοι που έπαιζαν τόση ώρα το σιωπηρό παιχνίδι της νύχτας, τώρα ανασηκώνονται από τις θέσεις τους, κάποιοι αγκαλιάζονται , από μια βαλίτσα ανεμίζουν μερικές δαντέλες και κολλαρισμένοι γιακάδες. Και όμως, υπάρχουν κάτι βουλιαγμένοι φάροι στο βάθος του μαγαζιού που από τίποτε δεν συγκινούνται. Τους λούζει ένα κόκκινο, κινέζικο φως. Οι άνθρωποι του σιδεράδικου που τέτοια ώρα αρχίζουν την βάρδιά τους περνούν ανάμεσά τους και χάνονται στην άλλη πλευρά της αστικής ταπετσαρίας. Όταν θα αρχίζουν να χτυπούν με ορμή το υλικό τους, τότε και μόνο τότε, θα γίνουν και εκείνοι κάτι από το ωραίο χρονικό της καινούριας μέρας. Πάνω στο μεταλλικό τραπέζι έχουν σχηματιστεί μικρές φλέβες νερού, ποιος ξέρει τι δάχτυλα κάποτε τις ακολούθησαν. Κανέναν δεν ρωτώ, κάθε ζωή θα πρέπει να κρίνεται με τους δικούς της όρους, τις δικές της προϋποθέσεις.
Τελευταία ανακοίνωση, αναχώρηση αμαξοστοιχίας, παρακαλώ επιβιβαστείτε εγκαίρως, φωνάζει ο σταθμάρχης. Στο βάθος ξυπνούν οι στρατώνες και εγώ που τραβώ σε αντίθετες κατευθύνσεις στέκω και θαυμάζω εκείνη την μικρή που για το τίποτε ψωνίζεται σε μια άκρη. Θυμίζει, δίχως αμφιβολία την Αν Μπάξτερ, ένα γνήσιο, αμερικανικό κορίτσι που εδώ και μερικά χρόνια ταξιδεύει για την ολόχρυση Καλιφόρνια. Θα αδειάσει ο σταθμός, θα δεις, κάποιος λέει και έχει τα χέρια του τυφλά. Πιο πέρα λάμπει ένας μικρός επιτάφιος για τους ανθρώπους της νύχτας και εγώ αφήνω πίσω μου τα φώτα της πολιτείας. Δίνομαι στους ατσαλένιους δρόμους, έχω ξεχάσει πια πού ακριβώς θέλω να πάω. Με οδηγούν όλα εκείνα που σημαδεύουν τις κολασμένες ψυχές. Τα βλέφαρά μου κλειστά και οι πεταλούδες όλες νεκρές τριγύρω. Το γόητρό μαρμαρένιο και άχρηστο, στις φλέβες μου κυλά μια αναπαυτική ζωή. Και αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω. Το ΄85 φαντάζει νύφη βαλμένη στην θέση της, ένα πουδραρισμένο, ολόλευκο είδωλο που μου πονά τις φλέβες.
ΣΤΟΠ.
Α. Θ.