Λυπάμαι από
την ερήμωση
Νιζίνσκι
Σκονισμένα πικάπ
Η Άννα έβαλε έναν δίσκο στο πικάπ και κύλησε μαύρη σκιά στο βάθος του διαδρόμου. Η Άννα διαθέτει εκείνο που λέμε σπάνια ομορφιά, όμως το πιο σπουδαίο επάνω της δεν είναι άλλο από τον απόκοσμο εαυτό της. Βλέμμα και σώμα χαμένα σε άγνωστα νερά, ξαφνική ριπή καθώς μεταθέτει τον εαυτό της από την κουζίνα στο κενό των έξι, τρομερών ορόφων. Συχνά συλλογίζεται, εμάς θα μας αναζητήσουν στα δέντρα, στο μέλλον θα σκάβουν τούφες τούφες τον ουρανό. Η Άννα δεν γελά, για την ακρίβεια δεν νιώθει σχεδόν τίποτε δίχως τα μιλιγκράμ της. Η Άννα πεθαίνει όπως αρμόζει σε όλα τα παλιά και αναντικατάστατα πράγματα.
Αυτό το τραγούδι, φώναξε καθώς περνούσε κάτω από τα φώτα, για να αφανιστεί ξανά, πασχίζοντας να χάσει για πάντα τον έλεγχο, πρωτοπαίχτηκε το 1979. Εγώ δεν υπήρχα τότε, ούτε και εσύ, όμως οι Joy Division, μια λαμπρή και σκονισμένη ταξιαρχία της χαράς, φάνηκε στην καρδιά της πολιτείας. Ένας κόκκινος πολύποδας που αναστάτωσε τις ζωές μας. Όλα τα κορίτσια αγαπούσαν μέχρι θανάτου τον Ίαν και συχνά ταξίδευαν μες στους κοιτώνες τους, αγγίζοντας όσα άγγιζε, μιλώντας την δική του γλώσσα, ρουφώντας την δίνη του καιρού.
Έπειτα ο άνεμος που κουβαλά βροχή περνά και αφήνει ένα μυστικό στις άκρες στα παράθυρα. Η κόχη του καιρού τροχίζει την ψυχή της Άννας που επαναλαμβάνει την τελετή ταξιδεύοντας σε κύματα μιλιγκράμ. Καλό ταξίδι Άννα. Ντυμένη σαν πεταλούδα αφηγείται την ιστορία του τραγουδιού. Σε λίγο δεν θα ακούγεται τίποτε. Πάνε μέρες που έχουμε κλειστεί μες στα σπίτια. Όλα σφραγίστηκαν, άνθρωποι, σπίτια, ζωές. Καλό ταξίδι Άννα.
Όλα κινούνται με μια υπέροχη ταχύτητα,
Ο έλεγχος κινδυνεύει να χαθεί,
Το δέκατο πάτωμα και
Οι σκάλες πίσω σου
Δεν είναι κανενός πατρίδα
Η Άννα λέει. Το 1979 η Τεχεράνη περνά στο νέο καθεστώς. Ο Χομεϊνί επιστρέφει κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, χιλιάδες Αμερικάνοι, Άννα καλύτερα να κόψεις τώρα, όσο αστράφτεις ακόμη νιάτα και ιδιαιτερότητες, Άννα κοίταξε τον εαυτό σου. Όμως εκείνη λέει, ο Σιντ πέφτει νεκρός στην μοκέτα ενός σκονισμένου δωματίου, άγνωστη λεωφόρο της Νέας Υόρκης σκέπασε το σώμα του Σιντ με χορδές από μια έξαλλη, βερολινέζικη βραδιά. Το Voyager, ένα σπουδαίο διαστημόπλοιο περνά ξυστά από τον πλανήτη Δία και παραχωρεί δικαίωμα στα άστρα να προφέρουν την άγνωστη γλώσσα της μοίρας μας. Μόνο σε αυτά και η Άννα ρίχνει κομμάτια γυαλί στις φλέβες της, στα αλήθεια η Άννα διαθέτει έναν κόσμο όλο χαραγματιές, σκέψου Άννα, μια σειρά από ολοκαίνουριες, καλοκαιρινές μέρες Άννα. Εντός της φέγγει το επικίνδυνο άστρο του Σείριου.
Όμως η Άννα λέει, κάποιος από την άλλη άκρη του κόσμου αλλάζει την μουσική και μερικές επαναστάσεις κερδίζουν έδαφος, ίσως τελικά κερδίσουν όλοι εκείνοι οι ήρωες που αφήνουν αντίλαλο πάνω στις πυκνές κορυφές. Ο Αλέξης, η Δανάη, η Ελένη θα ήταν τόσο ευτυχισμένοι σήμερα, αφηγούμενοι εκείνη την ωραία παρέλαση προς τον ουρανό μες στην ολόχρυση Ουάσιγκτον, όλοι οι έρωτες ελεύθεροι στους διαδρόμους των σπιτιών, Αλέξη, Δανάη, Ελένη, κύριε Μιλκ. Η Άννα χάνει για λίγο τον εαυτό της, σαν να αναχωρούν τα μάτια της, μέσα της σέρνονται σκουπίδια από ένα περασμένο καρναβάλι, λυτή από τον χρόνο και τις ραγδαίες ταχύτητες που πεθαίνεις Άννα, κάθε απόγευμα περισσότερο Άννα, κάθε βράδυ θειαφένιες συνειδήσεις, τα ακριβά σου κοσμήματα Άννα και η μαρτυρία των μιλιγκράμ.
Τι σημαίνει για σένα, τι για μένα,
Τι αν σε κοιτάζω, αν την κοιτάζω,
Δεν έχει παρηγοριά στους φίλους,
Ποιος μπορεί να μιλήσει πια,
Ποιος γυρεύει δίκιο τώρα,
Το πνεύμα είναι η καινούρια αίσθηση
Που κερδίζει το έδαφος,
Κάποτε θα ξέρεις,
Σχεδόν φανταστική και διάφανη η Άννα φθάνει από έναν άγνωστο δρόμο. Καλώς ήλθες Άννα. Το πρόσωπό της διαθέτει την γλύκα ενός πολύ προσωπικού κόσμου. Όμως η Άννα λέει, μια ζωή αναλογεί στον καθένα μας, μικρά, κόκκινα βιβλιάρια στον άνεμο, σαν αποφοίτηση από τα ολοσκότεινα έδρανα, σπουδαίες πλατείες. Κάποιος στο Δουβλίνο πληρώνει το τίμημα του παλιού, καλού νόμου, παγωμένα έδρανα στο πρώτο φως της μέρας, ο πρόεδρος που χαιρετά έξω από το αεροπλάνο του, εμφύλιοι στην Ροδεσία και τα κοπάδια των λαών που διασχίζουν την έρημο κάτω από το άγρυπνό βλέμμα των καθεστωτικών. Η Άννα ταράζεται σαν χαρταετός, κερδίζει και χάνει την σημασία της, ένας μικρός καθρέφτης στην κορυφή του βουνού, δίχως πανοπλίες ή στάλες ζωής ή ένα κλειδί στα σπασμένα της χέρια. Όμως η Άννα λέει, πεθύμησα ένα ξέφρενο ταξίδι με το τραίνο, ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές, έτσι που όλο το πρόσωπό μου να ντυθεί ένα χρώμα, με ταχύτητες υπερηχητικές η Άννα καταστρέφεται τραγικά, ο επίλογός της συνιστά την τελευταία παράγραφο ενός έθνους.
Όμως η Άννα λέει ο βόμβος της πόλης με κούρασε, χιλιάδες μιλιγκράμ τρέχουν υπόγεια ρεύματα εντός της, σκληρές αυλακιές, μια Παρθένος με κατάμαυρο πρόσωπο και τα αμυγδαλωτά μάτια ενός νεαρού ηλεκτρονικού Τηλέμαχου. Όμως η Άννα λέει, ποιος νοιάζεται πια για το ΄79 και ακούγεται ταυτόχρονα από κάθε εξώστη, κάθε δωμάτιο η φωνή του εκφωνητή που ανακοινώνει νούμερα. Η ζωή μας που φτιάχτηκε από λεπτουργημένα σύρματα τώρα κρέμεται από μια ευαίσθητη κλωστή. Οι άνθρωποι του υφαντουργείου γνωρίζουν τι σημαίνει κοινωνική απόσταση και αυτοαπομόνωση. Η Άννα κλαίει μες στο δωμάτιό της. Και εκείνη γνωρίζει πόσο σκληρή είναι η ζωή για όσους ζουν καθώς πνεύματα θεατρικά, με καθημερινές τελετές αποχαιρετισμού και άγνωστα πελάγη από μιλιγκράμ Άννα.
Το μήνυμα λέει Άννα, οι δρόμοι θα αποκοιμηθούν και σήμερα λευκοί και ατσάλινοι Άννα, μπορείς να κλάψεις ακίνητη Άννα, να ουρλιάξεις.
Ο Τζόζεφ Μένγκελε πεθαίνει σαν σήμερα το ΄79 καθώς κολυμπά στα ανοιχτά της Μπαρτιέγκα. Τι μοναχικός θάνατος, δεν νομίζεις;
Το 1979 γίνεται ξανά στάχτες και η Άννα χορεύει στις πεδιάδες κάτω από άγνωστες μουσικές, κυνηγώντας το φεγγάρι Άννα. Εδώ δεν έχει πια αέρα. Την φωνή της δεν την ξανάκουσα ποτέ.
Α. Θ.