Ράινερ Μαρία Ρίλκε | Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε

 

Θὰ πρέπει νὰ ἤμουν δώδεκα, τὸ πολὺ δεκατριῶν χρονῶν. Ὁ πατέρας μου μὲ εἶχε πάρει μαζί του στὸ Οὔρνεκλόστερ.Δὲν ξέρω τί τὸν παρακίνησε νὰ θέλει νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸνπεθερό του. Οἱ δύο ἄνδρες εἶχαν νὰ ἰδωθοῦν πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε ἡ μητέρα μου, ἄλλωστε ὁ πατέρας μου δὲν εἶχε πάει ποτὲ στὸν παλιὸ πύργο, ὅπου εἶχε ἀποσυρθεῖ ὁ κόμης Μπράε. Δὲν ξαναεῖδα ποτὲ ἐκεῖνο τὸ παράξενο σπίτι, μιὰ καὶ ὅταν πέθανε ὁ παππούς μου πέρασεσὲ ξένα χέρια. Ὅταν τὸ ἀνακαλῶ στὶς παιδικὰ ἐπεξεργασμένες ἀναμνήσεις μου, δὲν ἀντικρίζω κάποιο κτίριο·βρίσκεται κατακερματισμένο μέσα μου·ἐδῶ ἕνας χῶρος, ἐκεῖ ἕνας χῶρος, ἐδῶ ἕνα τμῆμα διαδρόμου, ποὺ δὲν συνδέει αὐτοὺς τοὺς δύο χώρους, ἀλλὰ παραμένει ἕνα ξεχωριστὸ ἀπόσπασμα. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι ὅλα σκόρπια μέσα μου —τὰ δωμάτια, οἱ σκάλες ποὺ κατέβαιναν μὲ περισσὴ ἀκρίβεια, καθὼς καὶ ἄλλες στενές, στριφογυριστὲς σκάλες, ποὺ προχωροῦσες στὸ σκοτάδι τους ὅπως τὸ αἷμα στὶς φλέβες·οἱ κάμαρες τῶν πυργίσκων, τὰ μπαλκόνια ποὺ κρέμονταν ψηλά, τὰ ἀπροσδόκητα ὑπερῶα ποὺ τὰ πλησίαζες μέσα ἀπὸ μικρὲς πορτοῦλες: ὅλα αὐτὰ βρίσκονται ἀκόμα μέσα μου καὶ δὲν θὰ πάψουν ποτὲ νὰ βρίσκονται ἐκεῖ. Λὲς καὶ ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ γκρεμίστηκε ἐντός μου καὶ ἔγινε χίλια κομμάτια φτάνοντας στὸν πυθμένα.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς στὴν καρδιά μου ἔχει διαφυλαχθεῖ ἀκέραιη μόνο ἐκείνη ἡ αἴθουσα ὅπου συγκεντρωνόμασταν κάθε ἀπόγευμα στὶς ἑφτὰ γιὰ νὰ πάρουμε τὸ γεῦμα. Δὲν εἶδα ποτὲ αὐτὸν τὸ χῶρο στὸ φῶς τῆς ἡμέραςκαὶ δὲν θυμᾶμαι κὰν ἂν εἶχε παράθυρα καὶ πρὸς τὰ ποῦ ἔβλεπαν. Ὅταν ἔμπαινε ἐκεῖ μέσα ἡ οἰκογένεια, ἔκαιγαν τὰ κεριὰ μέσα στὰ βαριὰ κηροπήγια καὶ σὲ λίγα λεπτὰ ξεχνοῦσες τί ὥρα ἦταν καὶ τί εἶχες δεῖ ὅταν βρισκόσουν ἔξω. Αὐτὸς ὁ ψηλός, θολωτός, ἂν θυμᾶμαι καλά, χῶρος ἦταν ἰσχυρότερος ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα. Μὲ τὸ ὅλο καὶ σκοτεινότερο ὕψος του, μὲ τὶς ἀνεξιχνίαστες γωνίες του, ἀπομυζοῦσε ὅλες τὶς εἰκόνες ἀπὸ μέσα σου, χωρὶς νὰ ἀφήνει κάτι ἄλλο συγκεκριμένο στὴ θέση τους. Ὅταν βρισκόσουν ἐκεῖ, ἔνιωθες διαλυμένος· χωρὶς βούληση, χωρὶς συνείδηση, χωρὶς χαρά. Θυμᾶμαι ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξοντωτικὴ κατάσταση μοῦ προξενοῦσε κάτι σὰν ἀδιαθεσία, ἕνα εἶδος ναυτίας, ποὺ τὸ ξεπερνοῦσα τεντώνοντας τὴν κνήμη μου, ἕως ὅτου ἄγγιζαμὲ τὸ πόδι μου τὸ γόνατο τοῦ πατέρα μου ποὺ καθόταν ἀπέναντι. Πολὺ ἀργότερα σκέφτηκα πὼς ἐκεῖνος ἔδειχνε νὰ νιώθει, ἢ τουλάχιστον νὰ ἀνέχεται αὐτὴν τὴν ἀλλόκοτη συμπεριφορά, ἂν καὶ μεταξύ μας ὑπῆρχε μιὰ ψυχρὴ σχέση ποὺ δὲν δικαιολογοῦσε τέτοιου εἴδους φερσίματα. Αὐτὸ τὸ ἁπαλὸ ἄγγιγμα, ὡστόσο, μοῦ ἔδινε τὴ δύναμη νὰ ἀντέχω ἐκεῖνα τὰ ἀτελείωτα γεύματα. Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες μαρτυρικῆς ὑπομονῆς, εἶχα συνηθίσει, μὲ τὴ σχεδὸν ἀπεριόριστη προσαρμοστικότητα ἑνὸς παιδιοῦ, τόσο πολὺ ἐκεῖνες τὶς δυσάρεστες συναντήσεις, ποὺ δὲν χρειαζόμουν πιὰ καμιὰ προσπάθεια γιὰ νὰ μπορέσω νὰπαραμείνω στὸ τραπέζι δύο ὁλόκληρες ὧρες·τώρα μάλιστα κυλοῦσαν σχετικὰ γρήγορα, γιατὶ ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν παρατήρηση τῶν παρισταμένων.
Ὁ παππούς μου ἔλεγε «ἡ οἰκογένεια», καὶ ἄκουγα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὸν τὸν ἐντελῶς αὐθαίρετο χαρακτηρισμό. Γιατὶ ἂν καὶ αὐτοὶ οἱ τέσσερις ἄνθρω ποι εἶχαν μακρινὲς συγγενικὲς σχέσεις, μὲ κανέναν τρόπο δὲν ταίριαζαν μεταξύ τους. Ὁ θεῖος, ποὺ καθόταν δίπλα μου, ἦταν ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας, τοῦ ὁποίου τὸ σκληρό, καμένο πρόσωπο εἶχε μερικοὺς μαύρους λεκέδες, πού, ἀπ’ ὅ,τι ἔμαθα, εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ ἔκρηξη πυρίτιδας·μεμψίμοιρος καὶ malkontent, εἶχε παραιτηθεῖ ἀπὸ ταγματάρχης καὶ τώρα ἔκανε ἀλχημιστικὰ πειράματα σὲ ἕναν ἄγνωστο σ’ ἐμένα χῶρο τοῦ πύργου·ἀπ’ ὅ,τι ἄκουσα νὰ λένε οἱ ὑπηρέτες, βρισκόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ μιὰ φυλακὴ γιὰ βαρυποινίτες, ἀπ’ ὅπου τοῦ ἔστελναν μία ἢ δύο φορὲς τὸ χρόνο πτώματα, μὲ τὰ ὁποῖα κλεινόταν ὁλόκληρα μερόνυχτα καὶ τὰ τεμάχιζε ἢ τὰ παρασκεύαζε χρησιμοποιώντας μυστηριώδεις μεθόδους, οὕτως ὥστε νὰ μὴ σαπίζουν. Ἀπέναντί του ἦταν ἡ θέση τῆς δεσποινίδος Ματίλντε Μπράε.Ἦταν ἕνα ἄτομο ἀκαθορίστου ἡλικίας, μιὰ μακρινὴ ἐξαδέλφη τῆς μητέρας μου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ξέραμε ἀπολύτως τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι διατηροῦσε συχνὴἀλληλογραφία μὲ ἕναν Αὐστριακὸ πνευματιστή, τὸν βαρόνο Νόλντε, στὸν ὁποῖο ἦταν ἀφοσιωμένη σὲ τέτοιο βαθμό,ποὺ δὲν ἔκανε τὴν παραμικρὴ κίνηση χωρὶς νὰ ἔχει πάρειτὴν ἔγκριση, ἢ μᾶλλον τὴν εὐλογία του. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ὑπερβολικὰ παχιά, μὲ μιὰ μαλακιά, νωθρὴ πλησμονή,ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μοιάζει τρόπον τινὰσὰν νὰ ἦταν ἄτσαλα χυμένη μέσα στὰ φαρδιά, ἀνοιχτόχρωμα ροῦχα της·οἱ κινήσεις της ἦταν κουρασμένες καὶ ἀκαθόριστες καὶ τὰ μάτια της ἔτρεχαν διαρκῶς. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὑπῆρχε κάτισ’ αὐτὴν ποὺ μοῦ θύμιζε τὴ λεπτεπίλεπτη, τρυφερή μου μητέρα.

 

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε – Κίχλη, 2018
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης