Μπαίγνιο

Πώς εκπληρώνει η μουσική τ΄ανθρώπινα μες στην αλόγιστη τρικυμία
Schubert, Trio No. 2,

Σονέτο 114

[Βασίλης Ρώτας

5/5/1889 – 30/5/1977]

Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές
Εγώ δε δέχομαι, δεν είναι η αγάπη αγάπη,
Που αλλάζει μ’ όλες του καιρού τις αλλαγές
Και ξεστρατάει με κάθε σκούντημα, σαν τόπι

Όχι! είναι ένα σημάδι αιώνιο σταθερό
Που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζει:
Του ναύτη το άστρο που, κι αν έχει μετρημό
Πόσο μακριά ‘ναι, δε μετριέται πόσο αξίζει

Δεν είν’ η αγάπη μπαίγνιο του καιρού,
Που αυτός θερίζει ροδομάγουλα και χείλια,
Η αγάπη δεν πηγαίνει με ώρες και με μίλια.

Γιατί θα βρει την άκρη, πάντα και παντού.
Αν τούτο είν’ πλάνη κι αποδειχνεται σ’εμέ
Ούτ’ έγραψα, ούτε αγάπησε άνθρωπος ποτέ.

Καθηγητής, στρατιώτης, στοργικός πατέρας, σημείο αναφοράς στην ελληνική μετάφραση και κορυφαίος του καιρού του. Μια μορφή παλαμική, ερευνητική, με στίχους που έγιναν μυθικά τραγούδια. Έψαξε και βρήκε μες στην καρδιά του τον πολυπόθητο ρυθμό. Κανείς δεν ξέρει αν στάθηκε όρθιος στο αγώνισμα, μήτε διαθέτει κάποια αξία ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ο χρόνος που τίποτε και κανείς δεν τον εξαπατά μπορεί μονάχα να πει την αλήθεια.

 Σημασία έχει η προσφορά του Βασίλη Ρώτα στα ελληνικά γράμματα. Σε μια εποχή μετεωρισμών, ο ίδιος στάθηκε στο ύψος της μεγάλης δραματουργίας και σύστησε στο εγχώριο κοινό πρωτοφανέρωτες ιδέες. Συνδύασε την δημοτική ποίηση με τα ερεθίσματα του καιρού του, παραστάθηκε στην θεατρική παιδεία και προσέφερε στήριγμα πνευματικό σε άνυδρους καιρούς.

Τον φαντάζομαι μες στο αιώνιο καλοκαίρι του να παλεύει με ένα σονέτο. Πότε χάνει , πότε κερδίζει μερικά μέτρα, άλλοτε οι γραμμές του σκορπίζουν πάνω στις παρτιτούρες. Κανείς δεν κάνει πίσω. Θα πρέπει κανείς να υποταχθεί με ευθύτητα στα πράγματα, αν θέλει δική του να κάνει την παρτίδα. Όμως και πάλι, καθώς διαβάζει την μια στροφή μετά την άλλη, του ΄ρχονται δάκρυα. Γιατί νιώθει πως έχει μια αξία για όλους μας κοινή, η τρομερή λέξη μπαίγνιον.

Ω απέραντη σιωπή, λοιπόν  που σαν ομίχλη πλανιέσαι παντού τριγύρω  και εσύ παγωνιά, λήθη που όλα τα καις. Για πάντα ξαστοχήσατε μάθετέ το. Τον Βασίλη Ρώτα θα τον «βρει η ποίηση» το μακρινό 1977. Γι΄αυτόν θα μιλούν για πάντα οι  «έμποροι της Βενετίας» και οι θεατρικοί Άμλετ που ξαναζούν την πολύκροτη τραγωδία τους, με τρόπο δικό τους παντοτινό. Ο Βασίλης Ρώτας μετέφρασε πρωτίστως ήθη.

Τον φέρνω στο νου μου καθώς μεταφράζει τις τρομερές στιγμές του Πρόσπερου που μεθά από γνώση. Θα μπορούσε να λέγεται Φάουστ και εκείνη που αγαπά Μαργαρίτα, μια αιμοστάλαχτη καρδιά και την ίδια στιγμή, ένα ιδεώδες. Τον φέρνω στο νου μου καθώς παλεύει με την σαιξπηρική Θύελλα, δοκιμάζοντας να υποτάξει στην ελληνική το άγριο εκείνο θηρίο των γραμμάτων, με το όνομα Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Θα χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την ανθρωπιά του και όλα τα ιδανικά που μπορούν και αφηγούνται τις ανθρώπινες κορυφές έξω από τον χρόνο, μες στα πλαίσια του μεγάλου έργου και του χρήσιμου.

Α.Θ