Οι πουκαμίσες

[…Τι παράξενο, αυτό το πρόσωπο το έχω ξαναδεί
να τριγυρνά έξω από την πόρτα μου,
σαν το γεράκι που μετράει το θήραμά του,
σαν τις νύχτες που προσμένουν
με αγωνία το ξημέρωμα…]

Grace Jones
I’ve Seen That Face Before (Libertango)

Όταν έφθασε η σειρά του, στάθηκε εμπρός στην επιτροπή. Έδειξε τα χαρτιά του, φανέρωσε τον εαυτό του. Μέχρι τότε λογάριαζε τους ανθρώπους της επιτροπής σαν κάτι ιδεώδες και απόκοσμο. Πως έχουν αποκτήσει την σοφία να ρυθμίζουν την ζωή από μια ευγενική χορηγία της θείας χάριτος. Μα εκεί, εμπρός τους ένιωσε πως τίποτε το αξιόλογο δεν συνιστούν και πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής καθώς λένε πόρτας. Ο πρόεδρος εκφώνησε ένα σύντομο λόγο για την κοινωνική διάσταση του έργου τους. Έπειτα απαρίθμησε μερικά νούμερα. Τρεις χιλιάδες παντελόνια, είκοσι χιλιάδες πουκάμισα, δεκαεπτά χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια και πάνω από πενήντα χιλιάδες ασπρόρουχα προορίζονται διά την στήριξη των απόρων, όσων έπαιξαν και έχασαν εκεί έξω. Αυτές οι χιλιάδες των πραγμάτων συνιστούν μια βεβαιότητα πως οι αρχές νοιάζονται για την ζωή που παλεύει εκεί έξω. Να μνημονεύετε την ηγεσία είπε ο πρόεδρος και σφράγισε το παραχωρητήριο.

Έπειτα μερικές κυρίες που περίμεναν κοντά στην έξοδο του εκκλησιαστικού μεγάρου, πάντα χαμογελαστές με την θεία ευλογία πάνω από τις τέλειες κουπ τους και τις πουκαμίσες τους σφιχτά κλειδωμένες όπως και τα πρόσωπά τους, του παρέδωσαν τρεις τσάντες ρούχα και ένα καρβέλι ψωμί. Έπειτα του έδειξαν τον δρόμο και εκείνος περνώντας μέσα από τις τάξεις, ούτε μια ματιά δεν έριξε. Μόνο χάθηκε στα στενά της πόλης που παγώνουν. Τραβούσε ξανά για την συνηθισμένη του ζωή, αυτήν που κρατιέται από το τίποτε, ολότελα περιφρονημένη σαν το λιθάρι του Οβριού, αυτό το κατώτατο στρώμα ασβεστολιθικού πετρώματος. Μες στο παράπηγμα του ακούμπησε τα αποφόρια και έριξε μια ματιά στον μολυβένιο ουρανό που ακόμη ένα μερίδιο του ανήκει. Φαντάστηκε το πλήθος της πολιτείας που σπρώχνει, τσακίζεται, σκοντάφτει, θυμώνει και πεθαίνει και αισθάνθηκε κάπως τυχερός που δεν χρειάζεται να πολεμήσει.

Το ολόλευκο πουκάμισο με τον καθώς πρέπει γιακά του φάνηκε κατάλληλο για την περίσταση. Δεν είχε φορέσει εδώ και χρόνια ένα καινούριο πουκάμισο και απέμεινε για μια στιγμή ακίνητος αφήνοντας το ρούχο να τον φορέσει, να βολευτεί επάνω του. Είναι ένα άγριο ζώο, συλλογίστηκε και θα πρέπει να υποκύψει αν δεν θέλει να τον κατασπαράξει, εκεί μες στο παράπηγμα της ζωής του. Διάλεξε και ένα παντελόνι και έπειτα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη που είχε ραγίσει μα έκανε ακόμη καλά την δουλειά του. Ήτο καιρός, καθώς λένε στα μυθιστορήματα να μοιάσει και εκείνος με όλους τους συνηθισμένους, τους καθώς πρέπει ανθρώπους.

Ήταν ευχαριστημένος όταν έξω ακούστηκε ένας ξαφνικός άνεμος. Σφύριξε μέσα από τις τρύπες του παλιού Δεκέμβρη που ακόμη κρατούν. Ανησύχησε και κοίταξε έξω, είδε τον ουρανό που είχε κρεμάσει σαν πελώρια πινιάτα, έτοιμη να προσφέρει τα δώρα της. Σφάλισε καλά τα παράθυρα και επέστρεψε στην φιγούρα του καθρέφτη. Θυμήθηκε εκείνη την φράση – ο τίτλος του βιβλίου είχε ξεχαστεί για πάντα. «Τα κοστούμια να είναι μεταξωτά, όχι τσέτια για να παραπέμπουν σε εικόνες ζωγραφικής». Όχι δεν είναι υφασμάτινα τα ρούχα του μα είναι καθώς πρέπει, προσεγμένα με ζωντανά τα χρώματά τους, ρούχα για καθώς πρέπει ανθρώπους σε έναν καθώς πρέπει κόσμο, με καθώς πρέπει επιτροπές και καθώς πρέπει σκοπούς.

Πίσω του φάνηκε μια φιγούρα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία μα καθώς ο άνεμος θέριευε εκεί έξω η όψη της γινόταν πιο ξεκάθαρη, όλο και πιο ξεκάθαρη. Φορούσε μια γκρίζα στολή, σαν των φυλακισμένων και από τους ώμους της σηκώνονταν ρίζες φυτών. Τα μαλλιά εκείνου του άνδρα ήταν ανακατωμένα και τα γένια του αξύριστα, πάνε χρόνια. Κρατούσε μια μαραμένη ανθοδέσμη και κάθε τόσο από το μπορ του έπεφταν σαν καταρράχτες τα χώματα.

Ποιος είσαι, ρώτησε πνιγμένος στον πανικό. Αυτά τα ρούχα που φοράς κάποτε άνηκαν σε μένα. Διαθέτουν το σχήμα του κορμιού μου, την μυρωδιά του, κάπου στον αγκώνα το κάτασπρο πουκάμισο φέρει έναν λεκέ από το ξοδεμένο αίμα. Αν κοιτάξεις προσεκτικά θα το ιδείς. Είναι αδύνατο να καθαριστεί πια, είναι ένα σημάδι σαν αυτό που έχει κανείς στον μέσα κόσμο των χεριών του ή πλάι στο φρύδι.

Η φωνή του ήταν βαριά, έπεφτε σαν σίδερο, από τα μαβιά του χείλη κρεμόταν μια μπαλάντα. Ο αέρας περνούσε μέσα από το κορμί του και το ‘κανε να ανεμίζει σαν σημαία, σαν το λευκό σεντόνι που ξέμεινε στα σχοινιά και τώρα παίρνει σχήματα ενός ζωντανού πράγματος.

Κανείς δεν πρέπει να φορά τα ρούχα ενός πεθαμένου του είπε η φιγούρα και μεμιάς άνοιξαν όλα τα παράθυρα, η πόρτα, το παράπηγμα πήρε να τρέμει ώσπου σαρώθηκε για πάντα. Μόνον ο καθρέφτης βρέθηκε άθικτος από τις αρχές. Απ’εκείνον δεν βρέθηκε τίποτε, μονάχα το καλό του το πουκάμισο με τον παλιό λεκέ του. Οι αρχές περισυνέλλεξαν τα ρούχα που είχαν απομείνει στις τσάντες και τα παρέδωσαν στην επιτροπή. Εκείνη έδωσε εντολή για μια μικρή δέηση εις μνήμην και έπειτα συνέχισε το θεάρεστο έργο της.

Το πλήθος συνέχισε να προσέρχεται. Ώσπου εμπρός στην επιτροπή στάθηκε μια φιγούρα με γκρίζα στολή σαν των φυλακισμένων. Από το μπορ της έπεφταν καταρράχτες τα χώματα, τα χείλη της φθινοπωρινά με μια μπαλάντα κρεμασμένη.

Δεν πρέπει να φορά κανείς τα ρούχα των πεθαμένων είπε και χαμογέλασε με νόημα καθώς ο άνεμος σάρωνε το μέρος και οι καθώς πρέπει κυρίες με χαλασμένες τις κουπ τους προσεύχονταν τώρα, με τις πουκαμίσες τους σκισμένες και τα στήθη τους ξέσκεπα.

Α.Θ