Ντάνιελ

Ο Robert de Diable φαντάζει η καλύτερη περίπτωση, πάει να πει πως ταιριάζει γάντι στην ψυχοσύνθεση του Ντάνιελ. Κυρίως επειδή αντιμετωπίστηκε με την πιο κατάφωρη περιφρόνηση από τον κοινωνικό περίγυρο μέχρι να κερδίσει απόψε το δικαίωμα επάνω στην ίδια του την ζωή. Ο de Diable υπήρξε ήρωας, ένα πρόσωπο μυθικό που πρωτοφανερώθηκε τον μακρινό 12ο αιώνα σε μια πρώιμη, γαλλική φιλολογία.

Η κοινωνική κατά κόσμον ζωή περιλαμβάνει αρκετές περιστάσεις. Άλλες χαρούμενες και άλλες θλιβερές συγκυρίες που όμως υπακούν σε αυστηρές και τυπικές συνήθειες. Έτσι είναι η ζωή και δεν μπορεί σε τίποτε να διαφέρει σε μια πολύβουη πολιτεία. Ακολουθεί τους αυστηρούς ρυθμούς και έπειτα προχωρεί δίχως ποτέ να κοιτάξει πίσω. Οι μικρές, στριμωγμένες ζωές ξανακυλούν στις φαντασιώσεις τους μέχρι την επόμενη φορά που με μια αφορμή κοινωνικού χαρακτήρα θα ξαναβρεθούν στο προαύλιο ενός ναού ή κάτω από τα κυπαρίσσια του παρακείμενου κοιμητηρίου.  Θα χρειαστούν λίγες μέρες προτού κανείς αφήσει πίσω του τον θαυμάσιο χορό ενός νιόπαντρου ζευγαριού ή προτού πάψει να ακούει μες στην σιγαλιά τις φτυαριές που σφραγίζουν το πέρασμα στην άλλη πλευρά. Μονάχα λίγες μέρες και ο φόβος του θανάτου θα σβήσει μες στις καινούριες γνωριμίες, τις σπουδαίες επιτυχίες, τον αγώνα της επιβίωσης  που λευκαίνει το φοβερό καμίνι της ζωής.

Ο Ντάνιελ έφυγε πριν λίγες μέρες. Ήταν πια σκιά του εαυτού του, με ένα παλιό αμπέχονο και τα κομματιασμένα του πόδια. Περνούσε τις μέρες του στο παράθυρο του σπιτιού του, ακριβώς πάνω από την λεωφόρο. Μονάχα αργά την νύχτα κατηφόριζε με δυσκολία στον έρημο δρόμο. Μιλούσε μια στάλα με τα κορίτσια που κρατούν με νύχια και με δόντια το πόστο τους, περνούσε εμπρός από τις μαρκίζες που διαφημίζουν την φτηνή πορνογραφία, στεκόταν προσοχή χαιρετώντας μεθυσμένα την αστερόεσσα που δεν ανεμίζει πίσω από την φωτισμένη βιτρίνα της λεωφόρου. 

Όχι δίχως κόπο θα φτάσει στην παμπ που διανυκτερεύει, θα παραγγείλει το ποτό του και θα γίνει κομμάτια, πάντα στην ίδια θέση, πλάι στο τζάμι, μια ανάσα από τα κόκκινα κορίτσια που προσπαθούν να ζήσουν, που σαν επιστρέφουν σε βρώμικα δώματα υπόσχονται μες στο όνειρό τους πως μια μέρα θα καταφέρουν όπως οι κινηματογραφικές Θέλμα και Λουίζ. Μα έπειτα, σαν ξυπνούν μες στην ανυπόφορη παλιατσαρία της φτωχικής τους ζωής, όλα τα ξεχνούν και φορούν πιο έντονο από ποτέ το μακιγιάζ τους. Καμιά φορά παίρνουν μέρος σε οντισιόν για αμφίβολα, θεατρικά έργα. Και όταν δεν τα καταφέρνουν πιάνουν την θέση τους και πάλι στην λεωφόρο, αφήνοντας το όνειρό τους σε μια άκρη να ξεφτίζει.

Ο Ντάνιελ έφυγε πριν από λίγες μέρες. Θα ήταν μεθυσμένος για να μην διακρίνει τα νωθρά φώτα του λεωφορείου που ερχόταν από το βάθος του δρόμου. Ίσως πάλι να το ξεχώρισε και να συλλογίστηκε πως αφού οι ναπάλμ και η ζούγκλα δεν κατόρθωσαν να κάνουν την δουλειά,  αυτό το λεωφορείο που τραβά ανυποψίαστο για το δρομολόγιό του μπορεί να είναι μια κάποια λύση. Και έτσι, οι μάρτυρες λένε πως ο Ντάνιελ έσπρωξε τους τροχούς από το καροτσάκι του και την κρίσιμη στιγμή, όταν πια δεν θα υπήρχε καμιά πιθανότητα να φρενάρει το βαρύ όχημα, πετάχτηκε στην μέση του δρόμου. Ένας τρομερός θόρυβος και ο Ντάνιελ, ένας σακάτης βετεράνος με καρδιά μικρού παιδιού έγραψε την τελευταία λέξη στην δική του, προσωπική ιστορία. Κάπως έτσι η ζωή του Ντάνιελ που θα έπρεπε να είναι ένα παραμύθι, στάθηκε ένας κρυφός αποχαιρετισμός δίχως νοσταλγία. Ο ιατρός που εξέτασε την σωρό του δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες. Ο Ντάνιελ είχε κιόλας γίνει ένα άστρο, τραβώντας πια ευτυχισμένος για την αιωνιότητα. Θα τον περιμένουν οι παλιοί του σύντροφοι, με τα μάρλμπορο πακέτα τους στα κράνη και την πετσοκομμένη ελπίδα για μια επιστροφή. 

Η στρατονομία που ήρθε αφαίρεσε από τον Ντάνιελ τα παράσημα που είχε καρφιτσωμένα στην θέση της καρδιάς. Ένας επιλοχίας χαιρέτησε στρατιωτικά και μια τρομπέτα έσκισε τον ουρανό της πόλης, ολότελα παράταιρη στην αθωότητά της με τούτη την ατμόσφαιρα που χρωματίζεται από το βλέμμα των κοριτσιών του δρόμου. Δημοσία δαπάνη ορίστηκε στα πλαίσια της ανταποδοτικής πολιτικής που είχε σχεδιαστεί για να στηριχτούν οι διαλυμένοι επιζώντες από το Βιετνάμ. Στρατιωτικό κοιμητήριο, έγραφε το κηδειόχαρτο που καρφιτσώθηκε στον πίνακα ανακοινώσεων του συλλόγου βετεράνων. Όσοι βρέθηκαν εκείνη την στιγμή στο καπνισμένο σαλονάκι του συλλόγου έβγαλαν τα κασκέτα τους και στάθηκαν προσοχή. Κάποτε θα έρθει και η δική τους σειρά, ίσως να φταίξει η έξη τους στο ποτό, ίσως ένα διαλυμένο συκώτι, ίσως πάλι μερικές στοχευμένες μαχαιριές στο αδιέξοδο για μια χούφτα δολάρια. Κανείς δεν ξέρει μα για τώρα οφείλουν να βγάλουν τα κασκέτα τους και για μια στιγμή να λησμονήσουν τις συμφορές που γεμίζουν την αδειανή ζωή τους.

Τον Ντάνιελ κουβαλούν μερικά γερά παιδιά από την εταιρία ενταφιασμού της στρατιωτικής υπηρεσίας. Φορούν συγκεκριμένες στολές και μια μαύρη, τόσο πένθιμη Θεέ μου κορδέλα στο μπράτσο τους. Η μπάντα που προηγείται αριθμεί πέντε μέλη. Κυρίως βιολιστές, έναν τυμπανιστή και έναν μαέστρο που προπορεύεται. Φορά λευκά γάντια και δίνει τον ρυθμό στους υπόλοιπους. Το γραφείο κρατά ότι έχει στην κατοχή του ο νεκρός και κλέβει τα παράσημα. Στο τέλος κάθε μήνα το γραφείο στέλνει μια γενναία ποσότητα μεταλλίων για επεξεργασία. Πίσω ακολουθούν μερικοί επαγγελματίες κομπάρσοι, στέκουν εκεί από το πρωί και προσμένουν να φανεί ο νεκρός. Πέντε δολάρια ο καθένας και η πομπή ξεκινάει από την πύλη του κοιμητηρίου. Μερικές γυναίκες κλαίνε μα ο Ντάνιελ δεν μπορεί να τις ακούσει για να πει με εκείνον τον χαρακτηριστικό του τρόπο, πως ο Θεός υπάρχει για να καταλήξει σε λίγες, αποχαιρετιστήριες λέξεις και μια αδειανή υπόσχεση, τίποτε άλλο.

Τώρα ο Ντάνιελ οδηγείται στην τελευταία του κατοικία όσο οι στρατιώτες πυροβολούν προς τιμήν του στον ουρανό της πόλης. Οι άνθρωποι της πομπής εκτελούν τις τελευταίες πινελιές του ρόλου τους. Περνούν και ρίχνουν μια χούφτα χώμα, εισπράττουν τα πέντε δολάρια τους και φεύγουν για το κοντινό μπαρ. Όλα λοιπόν σαρώθηκαν από τους εμπόρους, σκέφτεται κανείς και έπειτα αναλογίζεται το μελαγχολικό πεπρωμένο του ανθρώπου.

 Κάποιος ζήτησε να πει δυο λόγια. Δεν συνηθίζεται μα για χάρη του Ντάνιελ θα μπορούσε να επιτραπεί μια μικρή κατάχρηση του χρόνου. Αυτός που πρόκειται να μιλήσει είναι στα αλήθεια λυπημένος και κάθε τόσο ένας μαργαριταρένιος καταρράχτης πέφτει πάνω στο πρόσωπό του. Ξεκινάει την ομιλία του μα κάθε τόσο κάτι σαν συγκρατημένο χαμόγελο περνά από το πρόσωπό του. Ελάχιστοι βεβαίως το διέκριναν καθώς σε τέτοιες περιστάσεις δεν τολμά κανείς να κοιτάξει στα μάτια την ύστατη σιωπή εκείνου που φεύγει.

«Ο Ντάνιελ υπήρξε ένας πιστός και αγαπημένος φίλος. Φορούσε τα παράσημά του, έλεγε νοστιμιές στα κορίτσια του πόστου, έπινε πίσω από την βιτρίνα, μια ανάσα από την πόλη που γερνάει μαζί του. Τα δικά του δάκρυα, μαζί με άλλα χιλιάδες συνθέτουν σήμερα ένα τραγούδι για εκείνες τις μέρες. Μα οι κλήροι τέτοιων αγίων, όπως ο Ντάνιελ,  τελειώνουν πάντα με βάσανα και συγχώρεση. Κανείς δεν το ξέρει μα ο Ντάνιελ αγαπούσε τις ζωγραφιές και τις προσευχές και οι τελευταίες πάντοτε έβγαιναν μέσα από την ψυχή του. Αυτός ήταν ο Ντάνιελ που σήμερα μας ξεγέλασε φίλοι μου, ναι μας ξεγέλασε. 

Ήταν τότε που κάθε κουβέντα διακόπηκε. Οι παρευρισκόμενοι κοιτάχτηκαν με απορία και ο ιερέας πήρε να διαβάζει μια προσευχή για τις χαμένες ψυχές, κοιτάζοντας τον ομιλητή με την σοβαρότητα ενός προφήτη. Βλέπετε αυτό το ίχνος ψηλά στον ουρανό; Είμαι βέβαιος πως ανήκει στο αεροσκάφος που παίρνει τον Ντάνιελ σε ένα καλύτερο μέρος. Αν προσέξετε θα τον διακρίνετε να μας αποχαιρετά. Δεν φορά τα παράσημα του, δεν τα χρειάζεται. Ο Ντάνιελ, – ποτέ σας δεν το μάθατε – αγόρασε ένα εισιτήριο για την Σεβίλλια και γίνηκε καπνός. Τώρα είναι ένα κόκκινο φως πάνω από τα κεφάλια μας και όλο ταξιδεύει. Ο Ντάνιελ δίχως τίποτε να αλλάξει από την περασμένη του ζωή, θυμήθηκε πως κάπου κάπου όλοι μας είμαστε άνθρωποι. Και πέταξε μακριά μας αφήνοντας πίσω του την βραδινή παγωνιά και τον καπνό. Καλό σου ταξίδι Ντάνιελ, θα τα πούμε ξανά ανάμεσα στις ζωντανές ροδακινιές, κάτω από την ποιητική στέγη που ξεπλένει η βίαιη, απαρατήρητη σελήνη. 

Κανείς δεν χειροκρότησε. Ένας δυο έγνεψαν στο αεροσκάφος που αφήνει το ίχνος του. Ένα μικρό παιδί φώναξε πως κατόρθωσε να διακρίνει τον Ντάνιελ στο κάθισμά του, ευτυχισμένο όσο ποτέ, έχοντας βάλει ένα τέρμα σε όλες αυτές τις ανακωχές που επιβάλλει η ζωή. Είναι ο Ντάνιελ, το αγόρι της μπαλάντας και η ιστορία απόψε του επιστρέφει τα χρόνια της νιότης του, θα μπορούσε να σχολιάσει εκείνο το παιδί αν δεν ήταν τόσο μα τόσο αθώο κάτω από τα κυπαρίσσια του παλιού κοιμητηρίου.

Α.Θ