Το Κληροδότημα

Prélude & Fugue No. 2
en Do mineur,
BWV 847 : Prélude

 

Ιστορία σε ντο ύφεση

Η κούκλα έκανε μια κίνηση εμπρός. Όλο το δωμάτιο μύριζε καμφορά και μόνον πλάι στο τραπέζι με την πρωτόγονα σκαλιστή επιφάνεια, υπήρχε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κόλλας. Τριγύρω μπορούσες να δεις λογιών κουρέλια, γαλάζια, κόκκινα και καφετιά, κίτρινα σαν καναρίνια που από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθούν λες και θα τραγουδήσουν. Μα για ποιον, για ποιον. 

Ο ηλικιωμένος κληρικός, ο πασάς και ο αυστριακός καγκελάριος, η γλυκιά Πένυ περίμενε ένα σου νεύμα για να ξεχυθεί στον χορό. Πάλι ο γέρος μα ερωτευμένος παράφορα με μια μικρή που προσμένει δίπλα με κατάξανθα μαλλιά πιο ζωντανή από τούτη εδώ την αποθήκη. Το λοιπόν, αυτό που είχε να αντιμετωπίσει ήταν το γεγονός πως υπήρξε κληρονόμος ενός παλιού κουκλοθέατρου. Αυτό δεν το φαντάστηκε ποτέ όταν συνομιλούσε κάπως αμήχανα είναι η αλήθεια με τον κύριο Χ. Που διεκπεραιώνει παρόμοιες εργασίες και αναγνώσεις διαθηκών. Διέθετε ορισμένες βασικές γνώσεις θεάτρου και έτσι αναγνώρισε μες στο σκονισμένο, κέρινο πλήθος τον ντοτόρε, τον capitano και τον bravo που στην πραγματικότητα συνιστούν ένα και το αυτό πρόσωπο. Πιο πέρα οι φαγάδες και οι πονηροί δούλοι που αναλαμβάνουν εύκολες δουλειές για πενιχρές αμοιβές, οι ρουφιάνες και οι μεσίτριες. Προφανώς επρόκειτο για ένα παράρτημα της comedia de l’art που ένας Θεός ξέρει πώς είχε κατορθώσει να ξεγλιστρήσει από την βέβαιη φθορά του χρόνου. Καμιά φορά σκέφτομαι πως υπάρχουν κάτι δευτερεύουσες σκηνές που του ξεφεύγουν. Μπορείτε να το παρατηρήσετε σε κάτι περιπτώσεις ανθρώπων ξεχασμένων και σπιτιών που προϋπάρχουν στην συνείδησή μας και καταντούν το σημείο μας το πιο σταθερό. Μία τέτοια σκηνή ήταν και ετούτη εδώ, κληροδότημα με αγάπη, σεβασμό και καρτερία για τα μεγάλα και τα ευγενή που μπορεί κανείς να πράξει. Χάρτινοι πλάτανοι και άλλοι βαμμένοι, χορογραφίες στο σκοτάδι που ξαναβλέπουν το φως και σε λίγο θα πάρουν και πάλι ζωή ολοκληρώνοντας εκείνο τον σιωπηλό κόσμο που προσδοκούσε μια ανάφλεξη. Και αυτήν φρόντισα να την δώσω εγώ. Φρόντισα να αποκατασταθεί το ηλεκτρικό και με την βοήθεια μιας ντόπιας συγύρισα αυτόν τον τρυφερό, κρυμμένο κόσμο. Και μόνον τότε αντίκρισα όλα τα πρόσωπα του δράματος στις θέσεις τους, να προσδοκούν ένα μου νεύμα για να σαλέψουν. Ένας μηχανικός κόσμος που περιμένει να ζωντανέψει, όλο επινοητικότητα και το θαύμα του παραμυθιού που μπορεί και ζωντανεύει μες στην σκηνή. Αυτά είναι πράγματα που η φύση αδυνατεί μα η τέχνη, ή αλλιώς η ανθρώπινη φαντασία μπορεί και πραγματώνει. Παρατήρησα τα πρόσωπά τους. Όλες οι κούκλες είχαν δυο έκπληκτα μάτια, σαν εκείνα του Σαγκάλο που περνά στην αιωνιότητα, ο πιο πανηγυρικός από τους ζωγράφους, ταγμένος στο πλευρό της χαράς και τις μορφές που κυματίζουν καθώς οι χειριστές εκτελούν λεπτομερείς συναλλαγές στην σκιά ή και πάλι στο φως, στο όρυγμα του ονείρου που αφήνουν δυο μπορντό κουρτινάκια και κατάμαυρη κλωστή δεμένη. Θα μπορούσα αν το ήθελα να στρεφόμουν σε έργα ακόμη πιο ονειρικά, που αφήνουν να νικήσει το μεγαλείο της ανθρώπινης καρδιάς. Όλα ετούτα θα μου χρειαστούν, τα παλιά αντικείμενα που πέρα από την φθορά κουβαλούν την περιπέτεια αυτού εδώ του θιάσου. Οι χειριστές σκαρφαλωμένοι, κάτω ο φροντιστής φροντίζει για το μαγνάδι του καπνού, οι άλλοι ζωγραφίζουν πίσω στην αυλή σε τελάρα ένα απολύτως σαιξπηρικό σχήμα για τα σύννεφα, ο πιανίστας συνεχίζει, περνά από τα πρελούδια στις φούγκες και έπειτα κατηφορίζει έξαλλος τις κλίμακες, όσο εκείνος εκεί ο κόσμος πότε χάνεται και πάλι επιστρέφει με μια θαυμάσια και απροσδόκητη προβολή. Τι καταδικασμένα πλάσματα εκείνες οι μαριονέτες στα πάνω ράφια, κομπάρσοι των αιώνων σε μόνιμη αργία αφού κανείς δεν τους χρειάστηκε. Και έπειτα λεπτό σχοινί και τόπια με σύρμα ψιλό σκουριάζουν στις γωνιές κάτω από το υπόστεγο της αυλής. Παντού μορφές θαυμάσιες, ένας ολόκληρος θίασος, μια παρέα βγαλμένη από το βιβλίο των επαγγελμάτων, μια απολιθωμένη ευτυχία. Πείτε μου Γκινιόλ πώς τα βγάζετε πέρα με τους στρατοκόπους; Μα έχω το ραβδί μου την Πολτσινέλλα! Και από κάτω χειροκρότημα και ο φροντιστής χτυπάει τα πιατίνια, βοή από τα ζώα που τρέχουν, τα τελάρα έρχονται και φεύγουν, πότε μια εξοχή και άλλοτε ένα σκοτεινό παλάτσο και μια βίλα με πανέμορφες ζωγραφιές κοριτσιών και δωμάτια αναγεννησιακά που δεν θα ζήσουν ποτέ ξανά. Φέρτε το τελάρο με τους φωσφορισμούς, είναι το φινάλε, εσείς εκεί επάνω τα καταφέρνετε; Και τα φύλλα, μεγάλες πράσινες φυλλωσιές να σκεπάζουν τον γάμο της πριγκίπισσας με τον αξιωματικό της. Εμπρός λοιπόν, με αισθησιασμό! 

Έδωσα εντολή όλα να πουληθούν. Κράτησα μονάχα εκείνο τον αρλεκίνο που μου μοιάζει με μαδριγάλι λυπητερό και δεν θα μπορούσα να τον αποχωριστώ. Κυρίως από φόβο, καθώς ένας αρλεκίνος ολομόναχος στην Νέα Υόρκη μπορεί να αποτελέσει κάτι τόσο παράταιρο, μια φάρσα, έναν τρόπο να αγαπά κανείς που δεν έχει πια καμιά πέραση, κάτι σαν τις μπαλάντες και τα βουκολικά τραγούδια. Μπορεί κάλλιστα αν το θελήσει να βρει μια θέση στην ζωγραφιά της Μόνα στο αλησμόνητο αφήγημα του Κουβανού Ρεϊνάλντο Αρένας ή στο μουσαμά του Ραμπελαί. Μα ως τότε τα βιολετιά του μάτια που είναι έτοιμα να πεθάνουν θα με κοιτάζουν όλο γλαφυρότητα από την μεριά του ραφιού με το τρεμάμενο βάζο. Ο αρλεκίνος μοιάζει με ένα αθώο παιδάκι μες σε έναν κόσμο καλλιεργημένων μεγάλων. Δεν θα μπορούσε να αντέξει ούτε μια μέρα σε έναν κουρσάρικο κόσμο. 

Καμιά φορά έρχονται στον ύπνο μου εκείνες οι κούκλες. Μοιάζουν με ψηλούς, ανθρώπινους πύργους και έπειτα σχηματίζουν μια μεγάλη γενίκευση, ένα άθροισμα. Εκεί το όνειρο τελειώνει και εγώ στρέφομαι όλο απόγνωση στην φαντασία του αρλεκίνου με την σιωπή του προφήτη ή του μεγάλου άνδρα που κρύβεται πίσω από ένα τρεμάμενο βάζο.

Α.Θ