Ωδή στο αναπάντεχο

με αφορμή την τελευταία έξοδο του Νότη Μαυρουδή,
που πάντα νέος,
δίνεται απλόχερα
σε ένα λυπητερό
πρελούδιο

Γιατί ξυπνάς τόσο νωρίς;

Το αναπάντεχο ίσως φθάνει σε εμάς, το σκέφτηκες ποτέ;

Έχω καιρό ως αύριο; Νυστάζω. 

Θα μου πει, υποθέτω.

Έπειτα στάθηκε στο μικρό μπαλκονάκι της κουζίνας. Έβλεπε κατευθείαν σε ένα διασωθέν, αστικό πάρκο. Μόνο που έτσι περίκλειστο καθώς ήταν παρέμενε κρυφό για την πλατιά, ανθρώπινη μάζα εκεί έξω. Ήταν κάτι σαν την αυλή του οδοντιατρείου του αδικοχαμένου Γεωργίου Β. Μακρή. Ένας κόσμος αποκλεισμένος, μια νησίδα κάτω από το μπαλκονάκι της κουζίνας. Τα πουλιά της νύχτας ακόμη πετούσαν, μαζί με τους ήχους των λεωφορείων και την μοτοσικλέτα που χάνεται σε μια άπειρη λεωφόρο, που δίνει το στίγμα της μετά από καιρό ξανά. Κάθε τόσο άναβε ένα φως, ένα μαργαριταρένιο δόντι μες στο σκοτεινό στόμα της νύχτας. Ένας άρρωστος, ένα κορίτσι σε απόγνωση, ο εργάτης της πρωινής βάρδιας που δεν αναρωτιέται για τίποτε και έτσι πειθήνια εκτελεί το σχέδιο που έχει η ζωή για εκείνον. 

Μα υπάρχει και το αναπάντεχο. Πώς να το αγνοήσει κανείς; Κάνει την εμφάνισή του όταν τίποτε δεν προϊδεάζει για το φινάλε που γράφεται. Εισβάλλει από το τηλέφωνο, με το γράμμα που αφήνει ο ταχυδρόμος στην χαραμάδα της πόρτας, με έναν βιαστικό χτύπο στην πόρτα, με ένα πιο δυνατά παρακαλώ που αποκαλύπτει ένας προς ένα τα γεγονότα. Όσα αλλάζουν για πάντα την ζωή μας, όσα παίρνουν μακριά μας τα πρόσωπα που αγαπήσαμε, όσα φανερώνουν εμπόδια που στήνει η μοίρα εμπρός μας, πλάθοντας από τον ανθρώπινο μόχθο τις καλύτερες ιστορίες ομορφιάς. Καμιά φορά το κουβαλούμε επάνω μας, σαν ένα αβάσταχτο γήρας πέφτει πάνω στους ώμους μας, μια αγωνία που μας παρασέρνει ως την απόγνωση. Το αποδίδουμε στην κακή συνήθεια, σε μια περιστασιακή ανάμνηση, σε ένα σαθρό επιχείρημα την στιγμή που γνωρίζουμε πως με κάθε μας κίνηση, τινάζουμε τις τροχαλίες της μοίρας. Αυτό είναι το βάρος που δεν μας εγκαταλείπει στιγμή, ο λόγος για τον οποίο δεν φορούμε σαν ρούχο δικό μας την ομορφιά αυτού εδώ του κόσμου. Δεν το θέλουμε, μας κυβερνά μια αταβιστική μελαγχολία. Βλέπετε, το πεπρωμένο είναι δεμένο επάνω μας με κάτι άσπαστες αλυσίδες και εμείς μετακινούμε τις πιθανότητες προς την μια ή την άλλη πλευρά. Κάπως έτσι αυτό το φως που ανάβει στο απέναντι ρετιρέ, αυτό το αδικαιολόγητο φως που κάνει κουρέλια όλη την προσπάθεια της νύχτας, είναι κάτι το αναπάντεχο. Κανείς δεν περιμένει πως θα συμβεί, τίποτε δεν δικαιολογεί αυτό το φως. Και όμως ανάβει ολομόναχο σε μια αποφασιστική χειρονομία που αν κάποιος δοκίμαζε να την μεταφράσει σε στίχο θα περιείχε εντός του μια γενναία ποσότητα σαρκασμού που κυλά στο αίμα αυτού του φανταστικού ποιήματος. Είναι αναπάντεχο συμβαίνει ξαφνικά με ένα νεύμα, με μια κίνηση μηχανική. Οι κολασμένοι της παράγκας που κατοικούν την πιο σκληρή ζωή, όπως στα μυθιστορήματα των αρχών του αιώνα, έτσι και τώρα πάντα προσμένουν το αναπάντεχο. Η ζωή τους έχει διδάξει μερικούς απαραβίαστους κανόνες, μα εσείς και εγώ δεν ξέρουμε τίποτε από όλα αυτά. Μονάχα απομένουμε μάρτυρες ξαφνικοί και αθέλητοι όπως οι βράχοι, τα σίδερα και ο αγέρας που συνεχίζουν αδιάφορα να υπακούν στον μονότονο ρυθμό της ζωής τους. Το αναπάντεχο μοιάζει με μία δύναμη που έχει την ικανότητα να λυγίζει την ανθρώπινη δύναμη. Αυτό ακριβώς έγραψε ο Αρθούρος Ρεμπώ πριν από χρόνια, όταν ακόμη υπήρξε το φοβερό, παιδικό αίνιγμα του Παρισιού. Και κάπου αλλού, στις ρεματιές κάποιος ψιθύρισε πλάι στην πηγή με το τρεχούμενο νερό, ο κόσμος είναι δενδρί και εμείς τ’οπωρικό του, κι ο χάρος που είναι τρυγητής μαζεύει τον καρπό του. 

Τι απομένει λοιπόν; Υπάρχει κάποιος τρόπος να μας προστατεύσει από το αναπάντεχο; Ίσως όχι. Μα όλες οι σχολές διδάξανε πως η σωστή προετοιμασία συνιστά το κλειδί για την ώρα που το αναπάντεχο θα απαιτήσει με όρους ποιητικούς το μεγάλο μας ναι και το μεγάλο μας όχι, την καρδιά μας την ίδια. Υπάρχει ίσως ακόμη μια λύση, ένας βαθμός αντίστασης κρυμμένος στην ίδια την πνευματική φύση του ανθρώπου, σε αυτό το είδος της ζωτικής δύναμης που περιέγραψε ο Καρλάιλ πως κατοικεί μες στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια μα ετούτη είναι η αλήθεια πως φαντάζει η μόνη αξιόπιστη δύναμή μας, την στιγμή που κάθε δύναμη και ομορφιά, που κάθε πλούτος φαντάζει μάταιος και ω ναι, θείε Ράσκιν, είχες τόσο δίκιο όταν έλεγες πως υπάρχουν λόγοι που η Βενετία, η Ρώμη και η Καρχηδόνα γινήκανε στάχτες έτσι αναπάντεχα.

Λοιπόν, φάνηκε;, τον ρώτησε αγουροξυπνημένη.

Όχι δεν φάνηκε ακόμη, τίποτε, αποκρίθηκε γελώντας πίσω από τους καπνούς. 

Αυτό είναι το κακό με το αναπάντεχο, δεν δίνει κανένα σήμα. Λένε πως φοβάται εκείνους που το προσμένουν. 

Ειδικά αυτούς με ύφος χαρακτήρων σπαγγέτι γουέστερν και φόντο τον ακάλυπτο, του είπε όλο πονηριά. 

Γελάσαν και οι δυο τους και έπειτα μες στα σεντόνια βρήκαν τον έρωτα. Αναπάντεχα.

Α.Θ