Δύο πρώτου

Στο τέλος η κιθάρα σολάρει και ο front man ουρλιάζει με στυλ.
Είναι ο βασιλιάς σαύρα, ένας γέρο σαμάνος σαν τον Ουώλτ Ουίτμαν .
Καλή χρονιά με καλές μουσικές που δεν παλιώνουν, ω ναι, ποτέ.

 

Καμιά φορά σκέφτομαι πώς να νιώθει εκείνη η ημερομηνία που καταδικάστηκε σε αιώνια αδιαφορία. Ίσως και άλλες να είχαν την ίδια τύχη μα η περίπτωση της δεύτερης μέρας του Γενάρη συνιστά μια φριχτή και τραγική κατάληξη. Τα φώτα έχουν σβήσει, τα στρας κυλάνε κάτω στα νερά του δρόμου, οι πλατείες ερήμωσαν. Φυσικά μπορεί κάποια στιγμή να συμβεί κάποια  επανάσταση αλλά αυτά τα πράγματα, ξέρετε,  καταπνίγονται στις μέρες μας. Ο άγραφος νόμος του χρόνου βλέπετε και η δύο του Γενάρη κυλά αδιάφορα, την παρασέρνει το απέραντο ημερολόγιο που περιμένει να διασκεδάσει μαζί μας.

Τα φώτα, λοιπόν έχουν σβήσει, κάτι τελευταίοι ξενύχτηδες επιστρέφουν εδώ και εκεί, είναι κομμάτια ή καλύτερα και πιο ποιητικά, ναυάγια, τίποτε περισσότερο. Στις βιτρίνες ανάβουν γελαστοί Άι Βασίληδες. Το ψέμα με αναμμένη γενειάδα, όχι σαν του γέρο Ουώλτ Ουίτμαν που λατρεύει ανεμιστή την μουσική των Απαλάχιων, όχι σαν αυτή, μα πλαστική από κατάλοιπα pvc και ένα κοντό σκουφί με ραφές που ανάβουν σαν να τις έχουν πυρπολήσει και κατάμαυρα μποτίνια. Δεν χιονίζει καθόλου μα ο γέρος παίζει με τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο του. Έπειτα ένα καραβάκι, ένα πιο μεγάλο τρικάταρτο καράβι με μια γοργόνα στην πλώρη του, έπειτα ένα κορίτσι σε στυλ Κάλλας δίχως την φωνή και ένα πιο κλασσικό δεντράκι με κόκκινους αναμμένους λαμπτήρες και το άστρο της Βηθλεέμ που τρεμοπαίζει, maraviglioso.

Ποιος θυμάται την δεύτερη μέρα του χρόνου; Ποιος της δίνει σημασία, αφού έρχεται δεύτερη; Θυμίζει τις Κυριακές που βραδιάζει νωρίς και κάτι μας πονά. Είναι που δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, όσο η γοργόνα βάζει πλώρη για το όνειρο που σπάζει σαν παλιό σερβίτσιο. Το παράπονο της δεύτερης μέρας του Γενάρη είναι αθώο και ανθρώπινο.

Γιατί να μου δώσεις αυτόν τον άχαρο ρόλο; Θα μπορούσες να με κάνεις την δεκαέξι ή την είκοσι τρεις του Γενάρη. Είκοσι τρεις μέρες από την αλλαγή του χρόνου είναι ένας λογικός χρόνος και το πράγμα θα έχει ξεχαστεί. Έτσι και εγώ θα μπορώ να σταθώ ανάμεσα στις άλλες αδιάφορες ημερομηνίες δίχως το βάρος της συνείδησης μιας αδικημένης μέρας. Νομίζω ότι η κατάσταση αυτή με αδικεί και θα ήθελα να παραπονεθώ μα οι υπάλληλοι στα ημερολόγια μου λένε πως έχουν όλα κανονιστεί και καμιά αλλαγή δεν επιτρέπεται, έτσι μου λένε. Θα ήθελα μια απάντηση.

Μα η αλήθεια είναι πως η δεύτερη μέρα του χρόνου παλεύει μάταια. Η θέση της δεν θα αλλάξει. Σαν θλιβερή επανάληψη μες στους αιώνες θα παραμένει άχαρη και αδιάφορη, μια δυνατή αντίθεση στις γιορτινές φιέστες. Το γήπεδο έχει αδειάσει και κάτι λίγοι από τα ψηλά διαζώματα περιμένουν τα φώτα να σβήσουν και ανεμίζουν και εκείνοι όπως οι σημαίες των κλαμπ, ω ναι. Η δεύτερη μέρα δεν περιλαμβάνει τίποτε. Κανένα ραντεβού, καμιά εργασία, τίποτε προκαθορισμένο και έκτακτο, τα τηλέφωνα στα γραφεία δεν χτυπάνε, κανείς δεν επιθυμεί να μιλήσει επαγγελματικά με κανέναν.

Είναι μέρες αγάπης. Λάμπει στο πρόσωπο του κόσμου μες στην παλιά tv τύπου λαμπτήρων που παίζει αδιάκοπα στα μετόπισθεν του Αγίου. Του τύπου με την γενειάδα που ανάβει σαν πυροτέχνημα και τα κατάμαυρα μποτίνια; Καμιά φορά φοβάμαι πως κάτι θα μου συμβεί και θα ξεχάσω τα πάντα όπως και αυτήν την ιστορία. Ένας θεός ξέρει από τι κρατιέμαι.

Όσο για την αγάπη, την βλέπεις απλόχερα στα χαμογελαστά πρόσωπα των αμάχων που κυνηγούν την σκιά της ειρήνης πάνω στις γραμμές των συνόρων, στις ανθρωπιστικές κρίσεις που μαίνονται όπως χθες και όπως μεθαύριο, στις φυλακές του κόσμου που βράζουν από παράπονο, στα παιδιά της εγκατάλειψης και τα άλλα που χορεύουν για είκοσι δολάρια στην άκρη του δρόμου και είναι γυναίκες πριν την ώρα τους. Παχύδερμα φροντίζουν για όλα αυτά. Την βλέπεις την αγάπη να σταλάζει στην επίσημη γραμμή της διεθνούς ναυσιπλοΐας που διέρχεται με όλες τις ηλικίες και όλες τις τιμές από τα νερά του Αιγαίου. Εσύ κοιμάσαι τότε και ονειρεύεσαι πως είσαι σπουδαίος ζωγράφος και πως το κορίτσι των ονείρων σου είπε το ναι, ναι, ναι, όσες φορές τα παιδιά στα καταφύγια αρνούνται το όνομα και την ρίζα τους. Η αγάπη ξεπλένει τα τανκ που σωπαίνουν για όσα είδα και άκουσαν, εκείνες τις μέρες.

Όλα αυτά την δεύτερη μέρα του χρόνου, όταν η σελήνη, σαν κάθε άλλο βράδυ αγάπησε έναν πλανεμένο, ω ναι, αστέρι και εκείνο γίνηκε κομμάτια σε ένα ξαφνικό bing bang φιλί, ακριβώς την ώρα που γυρνούν οι τροχαλίες του χρόνου, στιγμές μεγαλειώδεις, γεμάτες ησυχία και την σκέψη για τα πάντα.

Θα ήταν λοιπόν σπουδαίο αν κανείς έγραφε ένα καλό μπλουζ σκοπό για όλα αυτά και αν κανείς όριζε πως κάθε χρόνο στις δύο του Γενάρη η ανθρωπότητα θα γιορτάζει για όλες τις αδιάφορες μέρες που ωστόσο γράφουν και αυτές την ιστορία τους και ας μην το ξέρουμε. Εμείς είμαστε οι μεθυσμένοι, απλοί κομπάρσοι που τραβούμε τον ανήφορο της δεύτερης μέρας του Γενάρη. Αυτό είμαστε.

Α.Θ