English Lady

Τραγούδια, φωνές που υψώθηκαν σαν προσευχές, που κλείστηκαν σε βινύλια και κυκλοφόρησαν από νεανικούς, ραδιοφωνικούς σταθμούς του τότε και του σήμερα. Μελωδίες που ακούσαμε, τζιν που λερώσαμε με σοκολάτες και καπνό, ρεφραίν που στάθηκαν αγκάθια στις καρδιές μας πέρασαν από ετούτη την στήλη. Ανάμεσα σε εκείνα και σε εμάς, μια αθώα φιλία, γεμάτη από μια γοητεία που θα παραμείνει ανέπαφη όσα χρόνια και αν περάσουν. Οι ψυχές ξέρουν και πάντα θα ευγνωμονούν τα τραγούδια. Ακόμη και εκείνα που μετρούν τον καιρό ή όσα για πάντα λησμονήθηκαν ή πάλι μιλούν για πράγματα αδύνατα, σαν την ηλικία μιας Αγγλίδας καθώς πρέπει κυρίας που στην πραγματικότητα παραμένει ένα κορίτσι αποφασισμένο να αγαπήσει και ίσως, αν είναι τυχερή να αγαπηθεί.

 

Το πάρτι τέλειωσε πριν το ξημέρωμα. Παντού έβρισκες κορμιά μπερδεμένα, αδειανά μπουκάλια, κομφετί, γόβες και μισογεμάτα ποτήρια. Η  βελόνα χάραζε τον δίσκο αφήνοντας μια βαθιά αυλακιά που ισοδυναμεί με την απόλυτη καταστροφή για το βινύλιο. Μια κοπέλα χόρευε ολομόναχη έξω στον κήπο. Δεν της είπε κανείς για την παγωνιά και εκείνη δεν έδωσε σημασία. Μια μπάλα ντισκοτέκ στριφογυρνά ακόμη πάνω από τα κεφάλια μας. Αφήνει στους τοίχους σκιές και στρας και κανέναν δεν εντυπωσιάζει πια.

Ένας νεαρός ναύτης σε ολόσωμο πορτραίτο τον κοιτάζει αδιάφορα από τον βορινό τοίχο. Άραγε να πνίγηκε σε κάποιο ναυάγιο ή να ήταν γεμιστής όλμων; Ποιος το ξέρει αν χτυπήθηκε από βλήματα εχθρικών αεροσκαφών, τόσο νέος, τόσο νέος αλήθεια; Κάποια τέτοια μοίρα τον οδήγησε στον καμβά που στολίζει τον βορινό τοίχο ή πάλι υπήρξε εραστής του ανεκπλήρωτου. Δεν έχει τίποτε να του πει και έτσι επιστρέφει στον σκοπό του. Με κόπο και θαυμαστές ασκήσεις ισορροπίας που φανερώνουν ένα άλλο ταλέντο του, αποφεύγει τα μπερδεμένα σώματα, χάνει και κερδίζει το μυαλό του καθώς όλα στριφογυρίζουν μαζί με εκείνη την μπάλα ντισκοτέκ. Σε λίγα μέτρα τον περιμένει η μαρμάρινη σκάλα, γεμάτη από μεθυσμένους φοιτητές και φιλόδοξες στάρλετ που ονειρεύονται και χαμογελούν όλο σαγήνη. Που σκύβουν πλάι στον λαιμό σου για να σου ψιθυρίσουν ένα υπέροχο μυστικό. Όλα τα παίρνει η μουσική τότε.

Κατεβαίνει την σκάλα όπως ένας σαιξπηρικός βασιλιάς που όλα τα έχει χάσει. Παραμένει ανυποψίαστος μέχρι το κορίτσι του κήπου να ξανακάνει την εμφάνισή του. Τα βήματά της καθοδηγούν εκατονταετίες ήχων, πάνω της πέφτουν όλα τα αναμμένα λαμπιόνια της γειτονιάς. Στον ζωολογικό κήπο, εκεί έξω μπορείς να διακρίνεις πλαστικούς Άγιοι Βασίληδες, ελάφια με χαμογελαστά πρόσωπα, έλκηθρα από αφρολέξ, καρφωμένα θαρρείς από κάποιο λάθος στην σκεπή ενός σπιτιού. Ένας άνεμος  σαρώνει τους δρόμους και τα κλαδιά των στολισμένων δέντρων, τα bow windows με χιονισμένα περβάζια σημαίνουν τόση ερημιά και τόση αγάπη τριγύρω που σχεδόν πληγώνουν την καρδιά του. Τώρα κοιτάζει το κορίτσι που χορεύει, χορεύει κάτω από τις στάχτες του πρωινού.

Δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Και όμως κάποτε θα κυνηγήσεις τις τελευταίες λάμψεις του ήλιου ώσπου το ακριβό γυαλί της νιότης σου να ξεθωριάσει. Και όμως, κάποτε θα γίνεις μια καθώς πρέπει Αγγλίδα κυρία μιας κάποιας ηλικίας. Στον νεαρό που σε κερνά θα πεις με συνωμοτικό ύφος, «δεν θα το πίστευες αν σου ‘λεγα πως είμαι εβδομήντα χρονών». «Αποκλείεται!» θα είναι η μόνη απάντηση που θα μπορέσει να δώσει.

Τώρα ξεμακραίνει. Αφήνει πίσω του εκείνο το σπίτι και τραβάει ίσια προς την λεωφόρο που ζωντανεύει. Πίσω του προβάλλει σαν το άστρο της Βηθλεέμ ο matrix προορισμός ενός νυσταγμένου λεωφορείου. Και όσο ταξιδεύει θυμάται εκείνο το κορίτσι που χόρεψε μες στον πρωινό χιονιά σε μια πολιτεία ζωγραφισμένη από τον Ρέμπραντ. Απέναντί του μια κατάκοπη εργάτρια της τοπικής βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας. Μοιάζει πολύ με κάποια που ήξερε, συλλογιέται ώσπου στο τζάμι του λεωφορείου καθρεφτίζεται το πρόσωπο του κοριτσιού, μερικές τέλειες γραμμές σε ακουαρέλες και ανίκητη μοναξιά. Μοιάζει τόσο με το κορίτσι που χόρεψε κάτω από το χιονισμένο στερέωμα. Μοιάζει με ένα σβησμένο άστρο που δεν δείχνει πια κανέναν δρόμο.

Όσο για εκείνον, το τζάμι του λεωφορείου που θολώνει όπως η ζωή εκεί έξω, λέει πάντα την αλήθεια. Ανάμεσα στα μάτια του μια ρυτίδα κάνει την διαφορά για εκείνον και για εκείνη που έχει σημαδευτεί από την βαριά δουλειά, εκείνη που κάποτε υπήρξε κομμάτι μιας λαμπρής σκηνογραφίας, με δείπνα και βασιλιάδες και σταρ και ξέφρενες πτήσεις από το Λονδίνο στην Νέα Υόρκη και το Κάπρι.Ίσως τίποτε από όλα αυτά να μην έγινε στα αλήθεια, μα κάποτε όλα ήταν για μια στιγμή τόσο πιθανά.

Η πόλη ξημερώνει. Και η μέρα ξεκινά όπως ένα ποίημα. Με έναν κόμπο στον λαιμό, με έναν νεογέννητο Θεό και μια αίσθηση νοσταλγίας και ενοχής, με μια εκκωφαντική και αξεπέραστη απουσία. Πόσος καιρός πάει άραγε από εκείνο το πάρτι, αναρωτιέται καθώς στον ορίζοντα προβάλλει η υψικάμινος της βαριάς βιομηχανίας, μοναδικό απομεινάρι της επανάστασης που έφθασε στο τέλος της.

Α.Θ