Λύκε λύκε είσαι ένας άγγελος

Πάντα στο μικρόφωνο η Αρλέτα,
σαν φωνή από ένα μακρινό αστέρι
να γλιστράει στις χαραμάδες μου.

Ήταν δώδεκα η ώρα σαν βγήκα από την φωλιά μου. Ξημερώματα Δευτέρας και έντονη σιωπή. Περπάτησα κάπως επιφυλακτικά, κάπως συγκρατημένα, σαν να με περίμενε κάπου εκεί έξω ο κίνδυνος, ο κίνδυνος.

Δεν ερχόταν ψυχή από πουθενά, ώστε λοιπόν η πολιτεία έχει αδειάσει, όπως το ‘παν οι Καζαμίες. Δεν θα πρέπει να φοβάμαι μια και δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω να με φοβίσει, έξω από την σιωπή. Μα αυτήν την τελευταία την ξέρω καλά και έχω αναπτύξει με τον καιρό μηχανισμούς αντίστασης. Κάτι σαν τυπωμένη αντιπληροφόρηση μες σε δύσκολους καιρούς κάτω στα υπόγεια με τους ρημαγμένους πομποδέκτες.

Και τότε φάνηκε. Κρατούσε μια κιθάρα και όλο τον κόσμο αγαπούσε. Θα μου πείτε αυτό το δεύτερο πώς το ξέρω. Μα είχε την κατάφαση πάνω στο πρόσωπό του, στα πόδια του γυρόφερναν τα πλάσματα της νύχτας. Μου είπε πως δεν είχε τραγουδήσει εδώ και καιρό. Μου πρότεινε δίχως επιβάρυνση καμιά να μου αφιερώσει ένα τραγουδάκι. Οπισθοχώρησα ένα δυο βήματα που σε συνθήκες αληθινού πολέμου σημαίνει την υποχώρηση του ηττημένου. Του εξήγησα πως δεν κάνω κέφι τα τραγούδια, του είπα πως σε λίγες ώρες δουλεύω, πως ένα τραγούδι μες στο κυριακάτικο βράδυ είναι ουρανός δίχως φεγγάρι. Αυτές τις λέξεις χρησιμοποίησα ακριβώς, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα.

Σαν να πειράχτηκε έκανε να φύγει μα τον συμπόνεσα. Ίσως εμένα τον ίδιο πάνω από όλα που έμενα πάλι μονάχος. Δεν είναι κόσμος αυτός αν φοβάται ένα τόσο δα τραγουδάκι. Του φώναξα μα δεν έστρεψε ούτε στιγμή το βλέμμα του. Είχε πάρει τον δρόμο για την πολιτεία, βάλθηκαν να τον κάνω να επιστρέψει, είπα εγώ τα τραγούδια που είχε σκοπό να μου πει. Και εκεί μες στην βαθιά την νύχτα και την ερημιά πήρα να χορεύω σαν ραγισμένος αρλεκίνος περίεργους ήχους, καμωμένους στα ερτζιανά του μυαλού μου. Μα δεν έστρεψε ποτέ το βλέμμα του. Τόσο πολύ πειράχτηκε, λοιπόν, τόσο πολύ;

Τότε κάθισα και έκλαψα πικρά που τον αρνήθηκα. Μια φορά άλλωστε αρκεί, τα άλλα είναι για τις παραβολές και τις περσικές αφηγήσεις. Ξεπούλησα όλο μου τον εαυτό και αγόρασα μοναξιά, είναι τόσο φτηνή στον καιρό μας. Ο άλλος έφευγε μαζί με το όνειρό μου, μαζί με την ανθρωπιά μου και εγώ έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής , με την βαθιά και ανείπωτη ελπίδα πως ένα πουλί θα σταθεί επάνω στο κεφάλι μου και αμέσως θα στεφθώ βασιλιάς ενός απομακρυσμένου κράτους με πυργοδέσποινες και βρόχινα σύννεφα να το καταπίνουν μαζί με την οδοντωτή οροσειρά πέρα μακριά. Γέλασα με τον εαυτό μου που έδωσα τόση σημασία στην διάταξη του βουνού στα απέναντι. Μα αμέσως συνήλθα και ένιωσα σπουδαίος τόσο ώστε να αποφασίσω πως το πρωί, κάποιο πρωί θα καλέσω την υπηρεσία Δασών και Ορεινών όγκων και θα τους πως ναι, θα αναλάβω την χαρτογράφηση της ζωής μου.

Να’μαι πάλι παραμονές Δευτέρας, να ρίχνω τα χαρτιά για να δω τι τάχα με περιμένει εκεί έξω. Μα τι χαρά! Πλάι στο παράθυρο, με περιμένει ο άγγελος που αρνήθηκα κάτω στον δρόμο. Γρατζουνάει με τα νύχια την κιθάρα του, και την καρδιά μου γρατζουνάει. Όλα θα πάνε καλά, λέω μέσα μου μα είμαι ψεύτης, ψεύτης, ψεύτης.

Στην τηλεόραση συνεντεύξεις, θαυμάσιοι άνθρωποι, έλα άγγελε να δεις. Μα όσο και του φωνάζω δεν δίνει σημασία και μελαγχολεί εμπρός στο παράθυρο. Του λέω να έρθει να δει μα τον έχει πιάσει το παράπονο και όλο κλαίει. Τον ρωτάω τι έχει και εκείνος ανάβει το αμπαζούρ με τον αχνό φωτισμό που επιστρατεύω νύχτες εικονιστικές. Έχει μεγάλα δόντια και άγρια χέρια, η γενειάδα του είναι λερωμένη, στο μπλου τζιν του σοκολάτα και καπνοί. Και τότε, για μια και μόνη φορά είπε κάτι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

«Τώρα πια δεν έχουν χώρο για εμένα τα παραμύθια. Το δάσος κάηκε και η γιαγιά του κοριτσιού που είχε τον κεντρικό ρόλο κλέφτηκε με το επέκεινα. Η μικρή έχει μεγαλώσει, φορεί πάλι κόκκινα ρούχα και συχνάζει σε κακόφημα στέκια. Για αυτό σου λέω άσε με να παίξω με την κιθάρα μου ένα μικρό τραγουδάκι. Νιώθω πως η ζωή μου θα χαθεί αν δεν τραγουδήσω».

Κοίταξα τον άγγελό μου. Έξω πήρε να βρέχει. Του είπα, είμαστε όλοι μπερδεμένοι και έβαλα καφέ. Θα ξαγρυπνήσουμε μαζί και ίσαμε το πρωί. Στην πραγματικότητα δεν κοιτούσα πουθενά, κουλουριασμένος έμενα από τον πόνο του αδειανού σκοταδιού που φυτρώνει μια τέτοια ώρα, στις γωνιές των τοίχων, πίσω από τις κλειστές πόρτες, στα σταματημένα ρολόγια του κόσμου.

Α.Θ