Δεν μπορώ να βασιστώ σε όσα λες

Εργάκι με πικρό τέλος
και
την μουσική υπόκρουση
του
Henry Mancini
που αγκαλιάζει κάθε ιστορία αγάπης
όπως η σκιά,
ή μια παλιά καλή φίλη

«Προλαβαίνουμε για ακόμη μια περιπέτεια; Θα μπορούσε να περιμένει, βρε αδερφέ, η Δευτέρα λίγο περισσότερο πριν έρθει. Όχι πως δεν θέλουμε να προχωρήσει ο καιρός, μα, ξέρετε, τα κυριακάτικα όνειρα γίνονται κάπως πικρά, δίχως μια στάλα αγάπης ή μια ένδειξη παρηγοριάς».
.
(Αυτά τα λόγια τα λέει ο αφηγητής. Έπειτα πέφτει σκοτάδι στην σκηνή και οι σκιές των φροντιστών τακτοποιούν τα σκηνικά. Κάποιος καρφώνει ένα φεγγάρι. Τι τέλος του μαρτυρικό, απόψε στην σκηνή σταυρώνουν το ψεύτικο φεγγάρι, κάποιος λέει και γελά ευχαριστημένος. Ο αφηγητής δεν θα εμφανιστεί ποτέ ξανά. Αδικαιολογήτως απών από την σκηνή της ζωής μας αυτός ο τόσο προσωπικός ρόλος.)

Από την στέγη πέφτει με θόρυβο το παραβάν των εξοχών. Τοπία του μεσογειακού νότου με απλόχερη ομορφιά, αυτό είναι όλο. Ζευγάρι, μια νεαρή κοπέλα και ένας άνδρας, φιγούρες ταιριαστές. Σαν να’ρχονται από το σκοτάδι φθάνουν καθαρότερες οι μορφές τους μες στο κιαροσκούρο της σκηνής. Είναι ντυμένοι καθημερινά, σαν όλους τους ταξιδιώτες εκεί έξω που παίρνουν τα μέσα και καταπίνουν ευτυχισμένοι το ένα σύνορο μετά το άλλο. Είναι φριχτό για εκείνους που αγαπούν το ταξίδι κάθε είδους μονιμότητα. Μια ροπή μυστική τούς επιβάλλει το ταξίδι που επαναλαμβάνεται και η ουσία του παραμένει ακέραια όπως την συνέλαβε ο ποιητής.

Το κορίτσι έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που θαρρείς πως την εντάσσουν από πλευράς μόδας σε μια ολοζώντανη επιρροή της Τσινετσιτά. Όσο για τον νεαρό παραμένει ένας ακέραιος, αμερικανικός τύπος με γρήγορο σκεπτικό, ετοιμόλογος, φορτωμένος ό,τι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο σε ένα μακρύ οδοιπορικό. Οι δυο τους σταματούν στο ξέφωτο του δρόμου. Όλα τα υπόλοιπα παραμένουν βυθισμένα στο κιαροσκούρο.

Κορίτσι: Πότε φτάνουμε; Δεν ορίζω πια τα πόδια μου. Αλήθεια στο λέω! (κάνει δυο φιγούρες παλιάτσου και οι δυο τους γελούν.)

Αγόρι: Θέλουμε σίγουρα δυο ώρες. Πάνω, κάτω δηλαδή.

Κορίτσι: Πάνω ή κάτω;

Αγόρι: Νομίζω πως γελάς μαζί μου. Βρες κάπως αλλιώς να περάσεις την ώρα σου.

Κορίτσι: Μοιάζεις τόσο διαθέσιμος!

Αγόρι: Θα μπορούσα να εξαφανιστώ, ξέρεις.

Κορίτσι: Είσαι βαρετός. Το ξέρεις πως δεν μπορώ να βασιστώ σε όσα λες.

(Συνεχίζουν να περπατούν τώρα που πέφτει το δειλινό. Αυτός ο κόσμος τους ταιριάζει, όλα τους ανήκουν είναι βέβαιο. Ίσως να πρόκειται για τους δυο πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

Τώρα πέφτει αργά το σκοτάδι στην σκηνή, όσο περπατούν. Όταν το φως επανέρχεται, οι δυο τους εμφανώς γερασμένοι βρίσκονται στην ίδια εξοχή, την κάπως πιο σκοτεινή και ίσως φθινοπωρινή. Η αγάπη τους έχει μπει στην χειμωνιάτικη εποχή της πια και το ξέρουν.)

Κυρία μιας κάποιας ηλικίας: Τι καλά που θα ‘ταν να μπορούσαμε να φύγουμε λίγες μέρες. Θυμάσαι;

Κύριος με απλανές βλέμμα: Ναι, θα ήταν καλά για λίγες μέρες.

Κυρία μιας κάποιας ηλικίας: Δεν μοιάζεις να το λες με την καρδιά σου.

Κύριος με απλανές βλέμμα: Ω, το λέω με όση καρδιά μου απομένει.

Κυρία μιας κάποιας ηλικίας: Τότε, τι λες; Ίσως σήμερα το απόγευμα; Σαν πέσει ο ήλιος;

Κύριος με απλανές βλέμμα, τώρα πια δακρυσμένο: Σήμερα το απόγευμα, σύμφωνοι. Σαν πέσει ο ήλιος.

Κυρία μιας κάποιας ηλικίας: Το ξέρεις πως δεν μπορώ να βασιστώ σε όσα λες.

Κύριος με απλανές βλέμμα: Τρέμω να το παραδεχτώ και ούτε το φαντάστηκα ποτέ πως θα το πω, μα είναι αλήθεια. Δεν μπορείς να βασιστείς σε όσα λέω, όχι δεν το μπορείς.

(Μα ο κύριος τώρα παγωμένος, γερμένος στην πολυθρόνα του με την θέα ενός μεσογειακού οικισμού, μαθαίνει επιτέλους τι σόι πράγμα είναι αυτή η αιωνιότητα. Θα είναι σκληρή μια τέτοια υπόθεση, δίχως εκείνη σκέφτεται. Εκείνη με κλειστά τα μάτια ονειρεύεται.

Κυρία μιας κάποιας ηλικίας μα τώρα νεότατη, ίδια με το κορίτσια της Τσινετσιτά: Πρώτα ίσως στην Ρώμη, δεν περνάει στιγμή που να μην ταιριάζω με εκείνα εκεί τα ερείπια. Και έπειτα…(αραδιάζει μέρη, τόπους, πόλεις, ωκεανούς.)

Αργό σκοτάδι στην σκηνή όπου οι δυο τους απομένουν φιγούρες ανάμεσα στους καπνούς και τα φθινοπωρινά φύλλα.

Φυσικά δίχως το μουσικό χαλί του Henry Mancini αυτό το εργάκι θα είχε παραμείνει αδιάφορο, μια αδειανή ιστορία από τα σενάρια που πλάθει η ζωή εκεί έξω. Η μουσική εισβάλει από τα ηχεία και αποχαιρετά τους μελαγχολικούς θεατές μιας Κυριακής.)

Α.Θ