Pixel

Δυο ιστορίες
για
τον Βίλι και εσένα
και
ένα τραγούδι
για τον κόσμο
που
αλλάζει
δίχως εσένα

Το διαμερισματάκι βρίσκεται κάπου στο κέντρο. Είναι παλιό με ένα σωρό ιδιοτροπίες. Μα είναι το διαμερισματάκι της και από τις πολεμίστρες της κουζίνας καταστρώνει τις γραμμές της άμυνάς της. Εκεί λαμβάνει χώρα αυτό το αθεράπευτο ρομάντζο που δεν εντάσσεται σε καμιά δημιουργική γραφή. Αντιθέτως, το μόνο που απομένει είναι ο αγώνας να σταθείς με αξιοπρέπεια στον αγώνα με τον εαυτό σου. Όσο για τον Βίλι, τουλάχιστον απόψε, συνιστά μια παράπλευρη απώλεια μες στην βιογραφία της. Μια απώλεια που δεν αναλογίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα.

Στην οθόνη σκόρπιες πληροφορίες για τον Βίλι Μπραντ που παίρνει από το χέρι την Γερμανία για να σφραγίσει μια άλλη εποχή για την Ευρώπη των Εθνών. Κάπως βαρύ το θέμα, την ώρα που το σαββατόβραδο κυλά σαν νερό κάτω στην πόλη. Όλα μοιάζουν ξέγνοιαστα Βίλι πια. Έξω κρατιέται το καλοκαίρι με τα δόντια. Είναι βέβαιο πως θα νικηθεί όμως χάρη σε αυτήν την ιδιοτροπία μας χαρίζονται μερικές νύχτες ιδανικές και ανεπανάληπτες.

Σβήνει τα χιλιάδες πίξελ που την κρατούν ζωντανή. Διαλέγει το καλύτερό της φουστάνι, το πιο ζεστό της όνειρο. Στο ραδιόφωνο παίζει τραγούδια όλο νόημα. Κάπου στο μέσον τους μια βαθιά φωνή επαναλαμβάνει στίχους από τα ρεφραίν. Το διαμερισματάκι της πετά στα σύννεφα. Βίλι δεν άντεχα άλλο μαζί σου, κάθε μέρα σαν σήμερα, και εγώ με τρελά μαλλιά που ξεχύνομαι στην πόλη. Η άνοιξη είναι το φόρτε μου, σκέφτεται καθώς βαδίζει πλάι στο πλήθος, στα ζευγάρια που τώρα αγαπιούνται παράφορα, στους φίλους που γελούν και μιλούν συνωμοτικά, καπνίζουν συνωμοτικά, σφίγγουν τα χέρια συνωμοτικά, σαν να γνωρίζουν μόνο εκείνοι τι βαθύ πράγμα είναι το σκοτάδι της κλειστής πόρτας που κάνει κομμάτια ο φίλος.

Και η Χιονάτη του Σαββατόβραδου ξεχύνεται στην πόλη. Όλα της ψιθυρίζουν μυστικά που δεν υπάρχουν σε κανένα ρεπερτόριο. Η πόλη, ένα παράξενο παιδί δυο χιλιάδων χρόνων της κλείνει το μάτι τρυφερά. Μια Χιονάτη, τόσο ρομαντική και ατίθαση, με σταρένια μαλλιά, μεγαλωμένη μες στους χειμώνες. Η πέμπτη διάσταση, στην πίστα της νύχτας, να καίγεται από τον τραγικό της αισθησιασμό. Ένα μικρό κορίτσι σε έναν μεγάλο κόσμο που ψάχνει κάποιον για να αγαπήσει. Έτσι δεν είναι Μέριλιν;

Η καλύτερη στιγμή της τα χιλιάδες πίξελ που σβήνουν. Και η ίδια στην λεωφόρο, μες στα φώτα με το καλύτερό της φουστάνι και το καλύτερο της όνειρο. Συγνώμη Βίλι που δεν ρωτώ για σένα. Μα πρέπει να ζήσω, πρέπει να ζήσω.

Στο μεταξύ η ώρα περνά και εκείνη αναρωτιέται τι τάχα σημαίνει η Ρόμι για εκείνη.

Σε μια γωνιά φυλάς τα πιο πολύτιμα πράγματα. Αποκόμματα εφημερίδων, αγάπες, απώλειες και αποχαιρετισμούς. Όταν κάποτε επιστρέφεις σε όλα αυτά τα πράγματα, – γιατί πάντα επιστρέφεις – βάζεις στο ραδιόφωνο τα αγαπημένα σου τραγούδια. Εκείνες τις ώρες μπορείς να είσαι εκείνο που δεν μπόρεσες ποτέ. Με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και τα σημάδια από την δαγκωματιά στην καρδιά. Ένα κουτί από μπισκότα, όπως εκείνα τα μεταλλικά που σήμερα εκπροσωπούν μια άλλη, χαμένη εποχή. Ένα κλεισμένο μπουκάλι γεμάτο μηνύματα για τον εαυτό σου. Το φθαρμένο νόμισμα, μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, το απόκομμα ενός εισιτηρίου, ένα αφισέτο, ο σουγιάς, το τριαντάφυλλο που σταμάτησε να ονειρεύεται. Όλα είναι εκεί. Στο φόντο το ρεφραίν που αγάπησες περισσότερο. Συλλογιέσαι πως τα τραγούδια δεν κουράζονται ποτέ, πως δεν βλέπουν το φεγγάρι που έρχεται. Σκέφτεσαι πως τα τραγούδια έχουν μια άλλη ηλικία, θυμίζουν προσωπογραφίες κυριών όπως η Μαντάμ Μαξ και η Αταλά.

Εσύ προτιμάς την Ρόμι Σνάιντερ στην γαλλική εξοχή, ερωτευμένη όσο ποτέ, να σφραγίζει παράθυρα, έρωτες και βιβλία. Την προτιμάς καθώς μαθαίνει να αγαπιέται, καθώς δανείζει λίγη από την κάτωχρη, σπασμένη της ομορφιά στο φάντασμα της μουσικής. Γύρω σου πετάνε οι καλύτερες στιγμές, βλέμματα που ποτέ δεν φιλήθηκαν. Έξω πέφτει μια βροχή και κάπως έτσι Κλαρίσε γράφεται το τέλος για τα σύννεφα. Εσύ, το μικρό σου διαμερισματάκι, μερικά βιβλία και αθεράπευτη μοναξιά. Αδιαπραγμάτευτα σαββατόβραδα, κορίτσια που σε ξέχασαν, τηλέφωνα που δεν χτυπούν. Και η απόσταση που χτίζεται με τις απουσίες, που κάποτε περνά μέσα από την ζωή σου. Τότε είναι που ξεχνάς, το κουτί σκουριάζει, όλα πεθαίνουν σιγανά. Μες στο κουτί φυλάς σκόρπιες στιγμές και είναι η καλύτερη απάντηση σε εκείνους που ισχυρίζονται πως η υπόθεση χρόνος είναι από πάντα χαμένη. Δεν έχουν ιδέα για το μεταλλικό σου κουτί με μια ιδέα σκουριάς. Μοιάζει με εκείνη του Γιάννη Βαρβέρη που φθάνει ως εδώ με πιανιστικά σινιάλα και που πάντα θυμάσαι. Στο φιλμ της ζωής σου, κλοουνερί, ίντριγκες, ερωτικά και αιματόβρεχτα παρολίγο επεισόδια, τα κορίτσια του αββά Πρεβώ, τυλιγμένα σε ανένδοτη αθωότητα. Η ζωή σου που αναβοσβήνει εκεί έξω, τίτλοι στις ρεκλάμες του Σαββάτου, μπουλβαντιέ με ήπια χαμόγελα που περνούν γοργά όπως ο δίχως ορόσημα χρόνος.

Εσύ δεν μπορείς να αποφύγεις την Ρόμι και την ενδημική της ομορφιά. Και όλο ρωτάς τα χιλιάδες πίξελ σου πού τάχα να βρίσκεται εκείνο το παρεκκλήσι της επιθυμίας. Κρύβεις το μεταλλικό κουτί στην φωλιά του και για όλη την υπόλοιπη νύχτα είσαι δυο άνθρωποι, τίποτε λιγότερο. Πρέπει να του δίνεις από αυτό εδώ το διαμερισματάκι.

Α.Θ