Όταν τον έλεγαν Ορέστη

Μαύρο πουλί τσακισμένο
σε τοίχους

[…Ο Τζόνυ Κας στις φυλακές του Σαν Κουεντίν. Τραγουδά για τραίνα και πιστολιές έξω από το Ρίνο. Μα κατά βάθος τραγουδά για τους δαιμονισμένους, με μια λυρική καρδιά πνιγμένη στο αμερικάνικο ουίσκι. Η μουσική του Κας ταιριάζει γάντι στον Ορέστη που «από τότε που σκότωσε κάποιον έχασε το όνομα και την ηλικία του». Λένε πως έχει τα χρόνια της βροχής. Κανείς δεν ξέρει, απλά καμιά φορά τύποι σαν τον Τ. Κας εμφανίζονται που λένε πως γνωρίζουν. Και εμείς οι διψασμένοι, ευτυχώς πιστεύουμε την ωραία πλάνη των τραγουδιών…]

Έχει ένα αεράκι στους δρόμους. Ένα αεράκι που του’λειψε όλα ετούτα τα χρόνια. Και αν όλα τα έχασε, και αν οι έρωτες δεν επέστρεψαν ποτέ, και αν οι φίλοι κύλησαν μες στα χρόνια όπως το νερό, κανείς δεν μπορεί να του πάρει εκείνο το αεράκι των δρόμων. Περπατά μες στο μεσημέρι, η σκιά του μεγαλώνει και άλλοτε πάλι σακατεμένη παλεύει μες στον χάρτινο κόσμο για να αντέξει. Κράτα γερά σκιά μου, μοναδικέ μου φίλε λέει μονάχος του και η αντηλιά τον πονάει στα μάτια. Δεν έχει πού να πάει και ας λένε πως οι δρόμοι όλοι είναι ανοιχτοί. Λένε ψέματα επειδή έτσι το συνηθίζει η ζωή εμπρός σε ότι ξεφτίζει και παλιώνει και ετοιμάζεται να πνιγεί μες στα άστρα. 

Το καφενείο φορά τα κυριακάτικά του. Οι γέροι, σαν τα ποιήματα που κανείς δεν διαβάζει, στέκουν ασάλευτοι. Μετρούν τον καιρό με τις χάντρες του κομπολογιού τους, στρέφουν το πρόσωπο όπως τα άλογα προς την μεριά του ηχείου που εξαπολύει κάθε μια ώρα τα τρομερά νέα. Τίποτε δεν τους τρομάζει, μονάχα εκείνος ο άγνωστος με το τριαντάφυλλο στο στήθος που περνά κάθε νύχτα έξω από το σπίτι τους και σφυρίζει έναν σκοπό όλο πίκρα και υπομονή. Σε λίγο θα φύγουν, ο καφετζής θα ζητήσει να πληρωθεί, θα κλείσει την τζαμένια πόρτα και θα πάρει τον δρόμο για το σπίτι. Δεν θα του δώσει καμιά σημασία, επειδή πάνω στο μέτωπό του γράφει την φράση σκοτωμένη μου ζωή. 

Θα πάρει τον δρόμο για την παλιά του γειτονιά. Θα περάσει ανάμεσα από τα σπίτια και εκείνα θα γείρουν με τις σκεπές τους, έτσι για να τον αποχαιρετήσουν. Ένας δυο που τον αναγνωρίζουν δεν του μιλάνε, μόνο θυμούνται στις εφημερίδες εκείνους τους φοβερούς τίτλους. Του κατάφερε δεκάδες μαχαιριές, έγκλημα πάθους, ανέκφραστος ο δράστης οδηγείται στις φυλακές, άγρια νύχτα πλάι στην θάλασσα. Κανείς δεν ρώτησε, κανείς δεν ήρθε να του πει κράτα γερά νεαρέ, με τα λάθη διορθώνεται πάντα η ζωή. Και έτσι επτά χρόνια και δύο μήνες είχε όλο τον καιρό να τα βρει με τον εαυτό του που πονά. Επτά χρόνια και δύο μήνες στο γκρίζο προαύλιο των φυλακών και πέρα οι πολιτείες, θάλασσες δίχως φώτα, κορίτσια που δουλεύουν επάνω στο σχήμα του φεγγαριού και τα ρέστα. Επτά χρόνια και δύο μήνες που στέρεψαν από φώτα τα σταυροδρόμια. 

Σε κάποιο σπίτι ουρλιάζει το ραδιόφωνο. Με ένα φτερό, τρελό, μοναδικό λέει ο τραγουδιστής με μια δόση ασυναγώνιστου λυρισμού. Τα ολόχρυσα παραθυράκια τρέμουν πέρα μακριά, καρφωμένα δεκάδες μέτρα πάνω από την καρδιά του. Δεν θέλει να συλλογιέται όσα χάθηκαν, όλα εκείνα τα νεκρά πράγματα, την σκιά του που σιγοσβήνει, τις βυθισμένες γειτονιές της πρώτης του νιότης. Είναι τόσα πολλά εκείνα που δαπανήθηκαν μες σε εκείνο το προαύλιο. 

Το σπίτι ρήμαξε. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και δίχως να ανάψει τα φώτα τριγυρνά μες στα σκοτεινά δωμάτια. Ένα αδειανό σπίτι μοιάζει με το πρόσωπο του αρρώστου που χάνει κάθε λίγο την θέλησή του ζωή. Αυτό θα ταίριαζε γάντι στην μάνα μου μα η φωνή του χτυπά στους έρημους τοίχους και ορμά στο πρόσωπό του με άγριο νεύμα. 

Αυτό είναι όλο. Τίποτε σημαντικό. Μονάχα, μαύρο πουλί τσακισμένο σε τοίχους, μονάχα, να φοβάμαι τους φίλους, καράβια δεμένα σε έρημα ντοκ. Παίρνει από το χέρι τις λύπες του. Επτά χρόνια και δύο μήνες, αυτό είναι όλο. Τις βάζει να καθίσουν πλάι του και εκείνες ησυχάζουν. 

Προτού φύγει, ακούει την φωνή του πατέρα στα αρχαία βάθη του σαλονιού. Μοιάζει με κάποιον προϊστορικό καπνιστή που έχει πια χάσει όλα τα στοιχήματα με την ζωή. Και αν σε ρημάξαν χίλια νυστέρια, του λέει και τον κοιτάζει με όλο το νόημα του κόσμου. Τα νύχια της παλιάς του ζωής του γδέρνουν την καρδιά, όμως πατέρα έχεις δίκιο και φεύγει με το σακατεμένο του πλοίο για άλλους ωκεανούς. Όχι, πόνος δεν είναι να κοιτάς τ’άδειο σκοτάδι της πόρτας. Αυτό είναι κάτι περισσότερο, μια αίσθηση διωγμένου χρόνου, κάτι που μυρίζει άγριο αφανισμό.

Έριξε τα μπουκάλια των παλιών φαρμάκων  που κύλησαν και πάνε και έφυγε για την πόλη. Η τελευταία, γεμάτη άγρια θηρία να κλαίνε πάνω από σιδερένιες παγίδες. Κανένας Θεός δεν ακούει το παράπονό του. Επτά χρόνια και δύο μήνες και ανάβει το τσιγάρο του πάνω στην κόχη του τοίχου, όπως έκανε παλιά. 

Τότε που τον έλεγαν Ορέστη και δεν είχε σκοτώσει κανέναν. Και η νύχτα να μυρίζει καπνισμένο λάδι , ανθρώπινη βιολογία και λαμπερό τέλος.

Α.Θ