Η ζωή είναι μικρή φόρμα – Depeche Mode, Free Love.

οι πιο φιλόδοξοί μας στόχοι
γίνονται τραγούδια.
Να λένε πάντα
για το ακατόρθωτο
που μας συναρπάζει,
Μπράιαν

 

Ποιος ξέρει πού διάολο βρήκε το καπάκι από το φέρετρο. Το ακούμπησε όρθιο πάνω στις πέτρες της μάντρας που σηματοδοτούν την ανθρώπινη ιδιοκτησία. Εξαιρετική δουλειά, από ανθεκτικό ξύλο, που έχει την ηλικία του Θεού όπως γράφει στην διαφημιστική μπροσούρα των Σκοτ και Υιοί. Ο γέρο Σκοτ θα του το χάρισε, με σιγουριά. Άλλωστε ποιος πουλά σήμερα καπάκια δίχως την υπόλοιπη κατασκευή. Ο Μπράιν του το ζήτησε και εκείνος συμφώνησε από το βάθος του σπηλαιώδους μαγαζιού λίγο έξω από την πόλη. Ίσως στα πλαίσια μιας έκπτωσης πρώτης τάξεως για έναν καλό πελάτη. Ο Μπράιαν έθαψε σε έξι μήνες τρεις αγαπημένους του ανθρώπους. Τώρα νιώθει ολομόναχος. Και έτσι αποφάσισε να θάψει τον εαυτό του μαζί με αυτό το σπίτι. Τα παράτησε όλα. Κλείδωσε την μπροστινή πόρτα, έσβησε όλα τα φανάρια στους κήπους, άναψε το κερί της υπομονής και το στερέωσε στον κηροστάτη. Αυτό και τίποτε άλλο. Όλα αποτελούσαν στοιχεία μιας μεταφοράς που σημαίνει θλίψη, θλίψη, θλίψη. Την υπόλοιπη δουλειά αναλαμβάνει ο καλός τεχνίτης χρόνος. Ο Μπράιαν αισθάνεται πως δεν έχει θέση μες στην μητρόπολη. Κάθε βράδυ προσεύχεται να λιγοστέψει η ζωή εντός του. Κάθε βράδυ έχει την κρυφή ελπίδα πως πεθαίνει αναπάντεχα, ήσυχα και ειρηνικά σαν μια απόκριση στην βαθύτερή του επιθυμία. Αν υπάρχει Θεός σε αυτά τα μέρη, δεν θα τον περιφρονήσει.

Μπράιαν, Μπράιαν, ακούστηκε από κάτω στον δρόμο. Μέσα του κάτι σκίρτησε μα αρνήθηκε να σαλέψει από την θέση του. Μπράιαν, μια φωνή κοριτσίστικη ερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του κόσμου. Μέσα του πάλευε, έβρισκε χιλιάδες δικαιολογίες για το μεγάλο του όχι, το σώμα του αποκτούσε ξαφνικά ζωή και το ρεύμα τον διαπερνούσε. Μπράιαν, εμένα δεν με σταματάει μια κλειδωνιά. Ακούστηκαν βήματα στον κήπο, τα πουλιά φτερούγισαν, ένας γηραιός γάτος νιαούρισε και άλλαξε ελαφριά την θέση του. Την είδε μέσα από το παράθυρο. Πίσω της ο πόλεμος έδειχνε τα δόντια του κάθε βράδυ. Ερχόταν στο όνειρο πίσω από το χαμόγελό της και του ´λεγε τραγούδια πρωινών περιπόλων, όσο τραβούσαν για τις γραμμές του εχθρού. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Μπράιαν είχε χάσει τα πάντα σε εκείνο τον πόλεμο, το ακρωτηριασμένο του χέρι κάθε βράδυ άνθιζε και του ´πνιγε το πρόσωπο. Ήταν ξεκάθαρο πως παιδιά σαν τον Μπράιαν πνίγονται σε έξι δάκτυλα ουίσκι ή γλιστράνε από την κορυφή του καθεδρικού δίχως να αφήσουν πίσω τους κανένα ίχνος, κανέναν υπαινιγμό, κανένα επιχείρημα. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Μπράιαν είχε συναντήσει ξανά την αγάπη και είχε μια δεύτερη ευκαιρία.

Κοίταξε από το παράθυρό του. Ξανά, σαν σκηνή σε επανάληψη. Τον κυρίευσε μια αδικαιολόγητη οργή και με γρήγορες δρασκελιές κατηφόρισε στον κήπο και πήρε να καταστρέφει τα νεαρά βλαστάρια, χαράκωνε τα δέντρα για να πεθάνουν, έσφιγγε το χώμα και ούρλιαζε πελεκώντας τον κόσμο γύρω του.

Μπράιαν, τώρα που είναι όλα πεθαμένα – κοίταξε τι έκανες εδώ γύρω Μπράιαν, είσαι απαίσιος – τώρα λοιπόν, που δεν έχεις τίποτε να χάσεις, τι λες, θα μπορούσες να με συνοδέψεις στην λειτουργία του Εσπερινού; Ο πατέρας δεν νιώθει καλά και αν με ρωτήσεις προτιμώ το γρήγορο βάδισμα, τις έξυπνες συζητήσεις, μια παράκαμψη αδοκίμαστη. Τι λες; Μπράιαν, δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε, μονάχα την ίδια την λειτουργία, αν αργήσεις και άλλο. Και φυσικά δεν εννοώ να με συνοδεύσεις με αυτά εδώ τα ρούχα! Θα προτιμούσα ένα γκρίζο κοστούμι και κάπως φροντισμένο κολάρο. Μαζί μου, όλα θα τελειώσουν.

Μου λείπει ένα ολόκληρο χέρι, είπε ο Μπράιαν, καλύτερα ψιθύρισε, με την ατολμία μικρού παιδιού.

Αυτό δεν πρέπει να είναι δικαιολογία για να μην ντυθείς Μπράιαν. Επιμένω, γκρίζο κοστούμι και βιάσου Μπράιαν, δεν θα περιμένω μια ζωή.

Τινάχτηκε από το όνειρο. Εμπρός του κάπνιζε το κερί της υπομονής. Η τελευταία σώθηκε πια. Τα πρόσωπα στις κορνίζες έλειπαν για πάντα. Το χολ είχε παραδοθεί στον κόσμο των σκιών και όλα είχαν το χρώμα της απογευματινής θάλασσας όταν πέφτει το φως. Τώρα πια ήξερε. Σηκώθηκε, ξεκλείδωσε την πόρτα και τις γωνιές του προσώπου του, φόρεσε το γκρίζο του κοστούμι και προχώρησε στον καθεδρικό. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν και χαμογελούσαν, όσο ο Μπράιαν περπατούσε στην πόλη, μοιράζοντας δωρεάν αγάπη, δίχως παράξενα αγγίγματα και ύποπτες δεσμεύεις, μονάχα δωρεάν αγάπη. Για μια στιγμή φάνηκε ο πόλεμος. Το επικίνδυνο αεράκι φύσηξε στο πρόσωπό του. Τα ‘χασε και ίσως να δείλιασε. Ναι, δείλιασε και σκέφτηκε πως πρέπει να πεθάνει εκείνη ακριβώς την στιγμή, πως είναι προδότης, ένας τιποτένιος. Ένιωσε έναν πόνο στην πλευρά που είχε χάσει το χέρι του. Χιλιάδες θραύσματα τακτοποίησαν ιστούς και κόκαλα σε δέκα το πολύ δευτερόλεπτα. Αγκάλιασε τον εαυτό του μα δεν βρήκε τίποτε εκεί. Και αμέσως θυμήθηκε πόσο αγαπούσε αυτό το χαμένο χέρι. Αυτό το χαμένο μέλος του είναι ο έρωτας που πίστεψε πως δεν μπορεί να επιστρέψει ποτέ. Και όμως εκείνος, βρίσκεται εδώ, περισσότερο από ποτέ, το χαμένο του χέρι μοιάζει με τον αποχαιρετισμό ενός χαμένου εαυτού.

Εμπρός Μπράιαν, εδώ είναι ο δρόμος, και ας γίνει ξεκάθαρο Μπράιαν πως η αγάπη τώρα πια είναι δωρεάν. Τρέχω φοβισμένος Μπράιαν, όπως και εσύ, μα βρίσκομαι απόψε εδώ, σήμερα , τώρα, για να σου προσφέρω μια άδολη αγάπη.

Και ο πόλεμος; Στο φόντο, που κάνει τον Μπράιαν να δειλιάζει σε κάθε του βήμα; Ο πόλεμος στο φόντο, το επικίνδυνο αεράκι στις λεύκες; Ο Μπράιαν σταματά. Ένα κορίτσι στον απέναντι δρόμο τον κοιτάζει και χαμογελά. Μες στο πλήθος την ακούει να του λέει, ξέρω από πού έρχεσαι, ξέρω πως υποφέρεις. Και ήταν τότε στο φόντο πίσω της που άναψαν κόκκινες λέξεις. Η ζωή είναι μικρή φόρμα, δεν χωρά τον πόλεμο. Και αυτή ήταν η απάντηση στην θολή, ακίνητη ζωή του Μπράιαν μετά τον πόλεμο.

Όλα αυτά συνέβησαν σε κάποια σπουδαία μητρόπολη του κόσμου, πάνω στις πολύχρωμες ζωοφόρους των εργατικών κατοικιών, εκεί που γράφονται πάντα ιστορίες όπως του Μπράιαν και της δίχως οφειλή αγάπης του μπορεί να βρει κανείς χνάρια. Σε ατμόσφαιρα θλίψης, με μια γεύση στυμμένου λεμονιού και αργοκίνητα κομβόι, εκεί που ιδιωτεύει η ανθρώπινη ερημιά και η χειμωνιάτικη εποχή μας, ο Μπράιαν βρίσκει τον εαυτό του. Ταξιδεύει διαγράφοντας κύκλους, ένας μαγεμένος χορευτής, αυτό μόνο. Πίσω του, γύρω του, παντού, στίχοι των Depeche Mode. 2001, τόσο μακριά κιόλας.

Αντίο Μπράιαν, όπου και αν βρίσκεσαι, όπου και αν γυρεύεις το χαμένο σου χέρι, την μισή σου αγκαλιά.

Α.Θ