Ταπ, ταπ, ταπ

Ο κύριος Bojangles είναι ένα αμερικάνικο τραγούδι της κάντρι μουσικής που γράφτηκε και ηχογραφήθηκε από τον Τζεφ Γουόκερ, το 1968. Μιλά για τον κύριο Bojangles που κάποτε φυλακίστηκε για κάποιον αδιάφορο λόγο. Εκεί, μες στο κελί της πρόσκαιρης κράτησής τους, ο κύριος Bojangles τους έδειξε έναν ξέφρενο χορό που ψηλώνει τις καρδιές όταν διστάζουν από λύπη, φόβο και πάθος. 

Μια κάμερα στημένη μες στο ευρύχωρο δωμάτιο. Γυμνοί τοίχοι και σαραβαλιασμένα όνειρα, τίποτε άλλο, άγρια στερητικά σύνδρομα και το ουρλιαχτό «αθώος, αθώος» από εκείνους που φιλοξενούνται για πρώτη φορά. Μια παρέα νεαρών στέκει εμπρός από την κάμερα. Το παράθυρο πίσω τους ρίχνει μια ιδέα φως στο ολοσκότεινο, ευρύχωρο δωμάτιο. Μα έτσι ήταν πάντα λιγοστό το φως, στο σωφρονιστικό κατάστημα της Νέας Ορλεάνης. Όλο υγρά όνειρα και το επίμονο ουρλιαχτό όπως σκυλί επάνω στον οίστρο ή το προαίσθημα μιας καταστροφής, κανείς δεν ξέρει από τι σόι υλικό είναι φτιαγμένο το σωφρονιστικό κατάστημα της Νέας Ορλεάνης. Τα παλικάρια φορούν μονάχα μπλου τζιν και μοιάζουν με λιωμένα παγωτά, έτσι θλιμμένα που στέκουν, όλο αθωότητα, μα…Ένας από αυτούς μιλά, οι φρουροί χτυπάνε τα γκλοπ τους στους μηρούς, έτσι, σαν υπενθύμιση προς τα παλικάρια που δεν σταματούν να ρίχνουν μια ματιά στους φρουρούς που κάθε τόσο αγριεύουν, λένε ένα όνομα, ας πούμε κάτι σαν «Ντεξ, μπες στην θέση σου, θυμήσου μετά να πούμε δυο κουβέντες» ή «Λόντι, τέρμα η πουτίγκα για μια εβδομάδα αν δεν μάθεις να φέρεσαι». Τα παιδιά μιλούν, κάθε τόσο σιδερένιες σφυριές μεσημεριού πέφτουν πάνω στο κατάστημα και κάθε τόσο ένα δάκρυ γλιστρά από μια κόχη. Εμπρός παλικάρια, κουράγιο, ω, ναι, η ζωή παλικάρια μου θέλει κουράγιο, πάει να πει δες την ζωή σου από μέσα προς τα έξω, φίλε.

Νεαρός Άνδρας: (πάντα αυτός μιλά και οι άλλοι συμπληρώνουν, όπως τα χρόνια επαληθεύουν τους χειρότερους φόβους μας. Ας είναι, θέλει θάρρος η ζωή παλικάρια μου.) Η υγρασία μας σκοτώνει, κάθε πρωί ξυπνάμε με τα σημάδια από τα άγρια νύχια της. Μερικοί από εμάς τρελαινόμαστε, ο ποταμός εκεί έξω μας καλεί. Και το φως είναι λιγοστό. Και όμως υπάρχουν μερικοί από εμάς που ζωγραφίζουμε μονάχα με το φως του φεγγαριού, ένα τρελό ασήμι, δεν κάνει φίλε μου. 

Όλοι μαζί: Τρελό ασήμι, δεν κάνει.

Νεαρός Άνδρας: Βρισκόμαστε μονάχα δυο φορές την εβδομάδα, σφίγγουμε τα χέρια σαν να είμαστε ταξιδιώτες σε καλοκαιρινά πλοία της γραμμής που όλο επιμένουν στο ίδιο δρομολόγιο. Μάρτυς μου ο Θεός πως όταν βρισκόμαστε η καρδιά μας χτυπά σαν των σχολιαρόπαιδων εμπρός στην καινούρια συγκυρία. Οι φύλακες μας κοιτούν επίμονα, βάζουν τις φωνές και σκορπάμε σαν κοπάδι πουλιών μετά την πιστολιά. 

Όλοι μαζί: Ναι, σαν κοπάδι πουλιών, μετά την πιστολιά. (όλοι μαζί κάνουν τον ήχο του πυροβολισμού και πέφτουν ο ένας στον άλλον, παριστάνοντας τους πυροβολημένους που πέφτουν ένδοξα, μα…)

Νεαρός Άνδρας: (μελαγχολικά, λίγο μακρύτερα από τους άλλους. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι γονατισμένοι, κάποιοι καπνίζουν, οι φύλακες γέρνουν στους τοίχους και στηρίζονται. Όπως στα φιλμ που ο ήρωας ακουμπά την πλάτη στο κάρο και αγναντεύει το πεπρωμένο του. ) Και είναι πάλι εκείνη η ιστορία. Με τον κύριο Bonjagles που μας έφτιαχνε το κέφι μα πάνε δυο μέρες που τον παραχώσανε. Δυο μέτρα είναι τόσο λίγα για την ψυχή του κυρίου Bojangles που σαν τον έπιανε το παράπονό του, χόρευε ξέφρενα μες στο υγρό του κελί. Και εμείς ακούγαμε και λέγαμε, δώστου κύριε Bojangles, τα πας περίφημα. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία και έπειτα με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα κάγκελα να μας αφηγείται παραμύθια της πόλης, τίποτε αληθινό. Μα για αυτό το τελευταίο, αγαπήσαμε τόσο βαθιά τον κύριο Bojangles, εμείς οι τρόφιμοι του σωφρονιστικού καταστήματος της Νέας Ορλεάνης. 

Όλοι μαζί: Ω, ναι, πόσο τον αγαπήσαμε δεν θα μάθετε ποτέ.

Η σκηνή παίρνει τέλος, οι φρουροί βάζουν τους τρόφιμους στην σειρά, όχι δίχως φωνές και χτυπήματα. Έχουν σχηματίσει τώρα μια φλέβα που τραβά στο σκοτάδι των κελιών. Κουράγιο παλικάρια, κάποιος λέει και ο ένας μετά τον άλλον, επαναλαμβάνει με την σειρά του, τον παράξενο χορό που τους δίδαξε ο κύριος Bojangles στο όνειρό του. Ταπ, ταπ, ταπ, όλο και ψηλότερα, ως τον ουρανό της φυλακής.

Α.Θ