Ταξιδιώτες

Οι ώρες να έχουν μια μυρωδιά θάλασσας. Άρωμα ροδάκινου και σάρκας και παρέες μπαλάντες στην πλώρη του επιβατηγού. Πατρίδες ξεχασμένες και άλλες που ορκιστήκαμε πως ποτέ δεν θα προδώσουμε σπαρμένες εδώ και εκεί.  Μικρές, ελάχιστες, χώρες του καλοκαιριού την ώρα που τα απογεύματα λιώνουν σαν το ξανθό κερί. Ανάμεσα σε νωπογραφίες και πελάγη ο χρόνος που πέφτει σε γκρεμούς και σκοτώνεται. Τριγύρω ρόδα, υάκινθοι, αγαλίδες και νάρκισσοι και οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου. Για τις μικρές πατρίδες που θα προδώσουμε.

Ο δρόμος, το άγριο δάσος από τις θερινές ομπρέλες και οι φτωχοί του Χορτάτση στον λάκκο τους να κατοικούν βουβοί με δίχως στόμα, ψυχές γυμνές, με λίγο χώμα. Και έπειτα το περιγιάλι που θα πάρει μαζί το όνομα μας το γραμμένο. Αυτά είναι όλα και όλα τα συστατικά του θαύματος και έπειτα οι θάλασσες. Μια έκταση δίχως χρόνο, από γαλάζιο και λησμονιά, εκκλησίασμα των βράχων και των ακρωτηριών, Παναγιές μικρές και ραγισμένα ξωκλήσια. Το ασημένιο δελφίνι παραπέρα στην κόχη του κύματος, ένας άγγελος μονάχος να ονειρεύεται στον απέραντο, υγρό κάμπο. Και τίποτε.

Και στο κάδρο της σκηνής εσύ, πάνω στο ασημένιο χνούδι του Ελύτη να φεύγεις σε άλλη χώρα. Να αφήνεις πίσω λέει τις πατρίδες σου και τα χρόνια, να είσαι ο μάρτυρας στο αναβρυτικό τέχνασμα της ζωής, κομμάτι του ατημέλητου και του παραστατικού που στέκει, τέχνασμα της φαντασίας και του χρόνου μαγγανεία. 

Εσύ πάνω στα πλοία της γραμμής, μετέωρη, ένα φαινόμενο στην πλώρη, το ακρόπρωρο και το προσευχητάρι. Πιασμένα τα μαλλιά σου, ελεύθερη η καρδιά σου στο στερέωμα, μικρή πατρίδα μου, σώμα μου και αρχή για πού το ‘βαλες; Ποια φωνή σε τραγουδάει, ποιο αεράκι στιγμιαίο σε παίρνει και παντού σε πάει; 

Δεν αποκρίνεσαι. Μες στις πολαρόιντ, μια θάλασσα σε παίρνει. Χίμαιρα γίνεσαι, σταλαγματιά και νύχτα των αιώνων, θεά καμωμένη από ομορφιά και από ιδέα. Από τα καλοκαίρια στο φως περνάς και χάνεσαι.

Έτσι όπως σε διαλύουν οι άνεμοι, ο κόσμος ριγάει και φτωχότερος σε αλόγιστες δαπάνες προσφέρεται. Επειδή είσαι πάθος και αλήθεια, αξία αξεχώριστη από αυτήν την θάλασσα που μας ταξιδεύει, επειδή είσαι το κορμί που γίνηκε ολόκληρο ψυχή. Και έτσι που ταξιδεύεις, ωραία και αλαργινή, πρώτη ανάμεσα σε αμφορείς και εδώλια και το άστρο του αυγερινού, είσαι εσύ που στέλνεις μια ψυχή στον παράδεισο. Εσύ και το καλοκαίρι που όλα τα θαμπώνει, εσύ, βάρος κατακόρυφο της ζωής, πνιγμένο μου μαδριγάλι.

Και ο κόσμος να πέφτει στην άλλη πλευρά του ονείρου με το αρχαίο τζιτζίκι του Ζήσιμου να χαλά ετούτο εδώ τον κόσμο. Πλάι σου, γύρω σου, παντού, θαλασσογραφίες, μια σιγαλιά ολόχρυση, ένας ύπνος και εγκατάλειψη μεσημεριού. Γαλάζια ποδιά με άσπρη φάσα και τίποτε.

Κάθε καλοκαίρι κάποιος μας επιστρέφει τα παιδικά μας χρόνια.

 Α.Θ