Κόκκινα Πορθμεία

Κανείς δεν θα μπορούσε να συνοδεύσει καλύτερα αυτήν την παράξενη ιστορία, κανείς έξω από τον Iggy Pop με την σπηλαιώδη του χροιά που συναρπάζει από την αρχή τις μελωδίες και το κοινό. Μια ιστορία σαν τραγούδι ξετυλίγει το κουβάρι της τώρα πια που όλα μονάχα να σε θυμίζουν μπορούν και οι φυλλωσιά πεθαίνει.

Χθες αργά την νύχτα, πήρε και την τελευταία επιβεβαίωση. Προτού χαράξει διέκρινε στο βάθος του κοιμητηρίου το αχνό φως. Ερχόταν σαν απόχρωση μέσα από τα υπόγεια. Είχε ακούσει ξανά πως παράξενα πράγματα λαμβάνουν χώρα στην αρχή του θερισμού. Όμως η κοινότητα διέψευδε τις φήμες και τον απέφευγε. Και όμως οι Εφιάλτες πάντα θα φανούν και έτσι ο υπεύθυνος παραλαβής του καθημερινού τύπου του εμπιστεύτηκε ένα δυο κόλπα για να βρει εκείνο που γύρευε. Ώστε λοιπόν τίποτε δεν τελειώνει; Τι σκάνδαλο!

Η γη σε εκείνο το σημείο ήταν γινωμένη και υγρή. Πάει να πει πως μπορούσε ο καθένας να την ανοίξει λίγο περισσότερο, τραβώντας απαλά τις άκρες, σαν χείλη.  Άκουσε βήματα και κοίταξε. Στα είκοσι βήματα εμπρός του μια κοπέλα με ωραίο, μεταξωτό φιόγκο του χαμογέλασε. Ο φιόγκος ζωντάνεψε και έκανε δυο φτερουγίσματα προτού λάβει την θέση του πάνω στην πέργκολα. 

Είστε καλεσμένος, ρώτησε και δεν μπορούσες πουθενά να βρεις την ψυχή της. Όσο και αν κοιτούσε κανείς αυτό που θα αντίκριζε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από δύο κάρβουνα που βγάζουν στο πουθενά. Άφησε ένα χρυσό νόμισμα πάνω στο ζεστό μάρμαρο και έφυγε στριφογυρίζοντας το τσαντάκι της όπως έκαναν οι τροτέζες στα φιλμ και την πραγματικότητα. Ο νεαρός πήρε το χρυσό νόμισμα και προχώρησε στην ανοιχτή πόρτα με τον ψίθυρο. Μα κανείς δεν του ζήτησε τον χρυσό και όταν θέλησε να το κρατήσει γίνηκε σκόνη με μια ευκολία πρωτόγνωρη. 

Ήταν σκοτεινό το μαγαζί με αναμμένους κηροστάτες δίχως διακοσμήσεις. Στο βάθος η ορχήστρα έπαιζε μερικούς αργόσυρτους ρυθμούς, φανταστείτε βαλς με ληγμένους ρυθμούς και αρμονικές συγχορδίες κάτω από όλα αυτά. Οι παρέες μιλούσαν σκυφτές και έπιναν, όλοι τους ντυμένοι με ένα πανομοιότυπου τύπου κοστούμι με αδιάφορο κόψιμο. Στην ράχη τους οι άνδρες κουβαλούσαν μερικά κομμάτια ξύλου. Και επειδή δεν σάλευαν καθόλου φαντάστηκε πως τα είχαν καρφώσει στην ράχη τους σε μια αναβίωση των ειδών που διαφέντεψαν τον κόσμο τα χρόνια της τεταρτογενούς περιόδου. Τα κορίτσια έμοιαζαν με αχυρένιες κούκλες, έτσι χλομές με δυο κατασκότεινες σπηλιές, φορώντας φουστάνια από ξεφτισμένη γυαλάδα. Έπιναν ένα κατάμαυρο ποτέ και δεν έδιναν την παραμικρή σημασία. Στους τοίχους είχε αμέτρητες φωτογραφίες προσώπων, δίχως όνομα και καθώς το μαγαζί ελισσόταν μες σε λαβυρινθώδεις διαδρόμους και κλίμακες με κήπους, το θέαμα παράμενε αμείωτο. Σε λίγη ώρα ο δρόμος της επιστροφής θα ήταν μια χαμένη πιθανότητα. Και όμως προχώρησε προς την κατεύθυνση που πυκνώνουν τα τραπέζια. 

Σε μια άκρη ο πατέρας παίζει χαρτιά και μου γνέφει πάνω από τα καλό του φύλλο. Ορισμένοι που μου γνέφουν, κάνουν νόημα να σωπάσω. Επειδή λέει αν ακούσει κανείς την φωνή της ζωής θα θυμηθεί την παλιά της όψη που για πάντα χάθηκε. Και η πίκρα θα λιώσει την ψυχή του όπως κανένα χώμα και κανένα μαρμάρινο κοφίνι δεν κατόρθωσαν ποτέ. Συμφωνεί και προχωρεί, κάθε τόσο ακούγεται ένα υπόκωφος θόρυβος, μια φτυαριά. Ώστε λοιπόν δεν ήταν το τέλος, είπε ξανά καθώς τα τραπέζια εξαχνίζονταν και η νύχτα κουρελιασμένη έπαιρνε τον δρόμο της προσφυγιάς. Στους τοίχους δεν υπήρχαν κάδρα, μονάχα ένα χωμάτινο περίγραμμα. Έτρεξε πίσω μα ήταν μάταιο. Και ακριβώς εκείνη την στιγμή οι αισθήσεις του τον προδώσανε. Οι εργάτες που τον ξύπνησαν το χάραμα δεν είχαν καμιά όρεξη για να μάθουν την ιστορία του. Του μίλησαν κάπως σκληρά και αδιάφορα και μοίρασαν τις δουλειές τους. 

Κανείς δεν θα τον πίστευε. Κανείς, ακόμη και εκείνο το κορίτσι που στέκει παράμερα και κλαίει. Μοιάζει με εκείνη την τροτέζα της νύχτας, να, αυτή θα είναι η απόδειξη. Μα το κορίτσι σαν να διαβάζει τον λογισμό του, εμφανίζεται εμπρός του, στριφογυρνώντας το τσαντάκι της, κάνοντας νάζια, κοιτάζοντας προς την μεριά του έρωτα με δυο κάρβουνα για μάτια. Σας χρειάζεται καφές. Κάτι να σας…ζωντανέψει ας πούμε!

Επόμενο καρέ. Οι δυο τους σε μια εξοχή. Εσύ που με αγαπούσες, και εγώ που σε αγαπούσα και η ζωή που χωρίζει κάποτε τους εραστές. Το κορίτσι έχει πεθάνει ακόμη περισσότερο, επειδή αυτός είναι ο απαράβατος κανόνας κάθε καλοκαιριού. Και εκείνος, καταπίνει οινόπνευμα σε κακόφημα στέκια. Κάνει παρέα με επικίνδυνους τύπους και λέει παντού την ιστορία του. Όλοι τον αγαπούν για αυτήν του την συνήθεια και με κάθε ευκαιρία του χαρίζουν ένα φιλί στο στόμα. Μα εκείνος λέει την αλήθεια για το μαγαζί κάτω από τα πόδια του κοιμητηρίου, εκεί που οι λαγγεμένοι ξαναζούν και τα κόκκινα πορθμεία αναβοσβήνουν τα σινιάλα τους, ευγνωμονώντας την ζωή.

Α.Θ