Το συμπονετικό Κορίτσι της Ιπανέμα

Ψηλή, με μαυρισμένο δέρμα,
Νέα και αξιαγάπητη αληθινά,
Το κορίτσι της Ιπανέμα
Παίρνει τον περίπατό της
Και από όπου περνά,
Οι άνθρωποι αφήνουν
Ένα  επιφώνημα θαυμασμού…

 

Το 1965 ο Αντόνιο Κάρλος υπογράφει την bossa nova από το ονειρικό κορίτσι της Ιπανέμα. Οι στίχοι ανήκουν στον Βινίσιους Μοράες. Ένα κομμάτι για ένα λυπημένο κορίτσι που όμως μπορεί και ξεχωρίζει, καθώς οι δεκαετίες περνούν δίχως να αφήνουν σημάδια στην μορφή της.

 

Να σκέφτεσαι σημαίνει να αφαιρείς, να γενικεύεις είπε κάποτε ο Μπόρχες μέσα από τις βροχές της παλιάς Γενεύης. Και είχε τόσο δίκιο, αφού κοιτάζοντας τα φώτα της παραλιακής λεωφόρου από την πλευρά του ωκεανού, είναι τόσο εύκολο να καταλάβει κανείς το περιττό στο τοπίο. Η νύχτα βαθαίνει και η παραλία της Ιπανέμα παραμένει γεμάτη έρωτα και εκείνο το είδος της ελευθερίας που μόνο μες στην νύχτα μπορεί κανείς να αισθανθεί σε όλο της το μεγαλείο.

Ο Τζέρεμι φόρεσε το σακάκι του, έκρυψε επιμελώς το τραύμα του που άφηνε έναν μεγάλο λεκέ στο λευκό του πουκάμισο. Προχώρησε, μα τα φώτα θολώνανε και ένας ψίθυρος μέσα από την θάλασσα τον καλούσε. Ένα πλοίο περνάει στα ανοιχτά, η ορχήστρα παίζει ένα κομμάτι σε ρυθμό bossa nova, τα κορίτσια χορεύουν με τους καβαλιέρους τους έχοντας λησμονήσει κάθε ώρα και κάθε λεπτό. Τα κορίτσια χορεύουν και ονειρεύονται τον μεγάλο έρωτα, το μεγάλο ταξίδι, την μεγάλη ευκαιρία, το θρυλικό φιλί. Ονειρεύονται πως μες σε αυτήν την νύχτα θα αφήσουν το φουστάνι τους να πέσει, θα αφήσουν όλες τους τις άμυνες να υποχωρήσουν, θα αφήσουν τα λόγια της Ιπανέμα να φτερουγίσουν μες στα δωμάτια, την ώρα που ο έρωτας, ίδιος με πίκρα αφήνει μια αίσθηση νοσταλγίας και ενοχής στα κοριτσίστικα μάτια. Και έπειτα – εκείνο το τραύμα είναι κιόλας βαθύτερο, τα βήματά του είναι αργά ,η ζωή απόψε τον δυσκολεύει τόσο μα τόσο πολύ, όλα διαγράφονται τριγύρω σαν κάρβουνο σε ακουαρέλες- , εκείνα τα κορίτσια, με το ίδιο φόρεμα, την ίδια πίκρα, χρησιμοποιημένα κορίτσια με πληγωμένο εγωισμό θα επιβιβαστούν στα λεωφορεία που φεύγουν για την πόλη. Μια ιδέα άμμου στα πόδια και τους αγκώνες τους, τα επιτιμητικά βλέμματα των επιβατών, κοίταξέ την αυτή, ποιος ξέρει σε πόσους δόθηκε απόψε, αυτά τα κορίτσια χαλάνε την φήμη αυτού εδώ του τόπου, είναι μια φτηνή. Τα κορίτσια επιστρέφουν, το φουστάνι τους είναι λερωμένο με σοκολάτα και αγγίγματα, μες στο φόρεμά τους φορούν έναν σκελετό, τίποτε περισσότερο.

Η ατμόσφαιρα μυρίζει βενζίνη από τις γεννήτριες που δουλεύουν ακούραστα, η τρελή νύχτα μυρίζει αλμύρα, ποτάμια, αναχωρήσεις, μυρίζει το αίμα από το τραύμα του που όλο και βαθαίνει . Μερικοί flaneurs πίνουν το τελευταίο ποτό και έπειτα σωριάζονται νικημένοι σε μπαρ, σταθμούς, λιμάνια, κράσπεδα, μάτια μοναχικά. Ένα κορίτσι του γνέφει από μακριά.

Τι λες, μπορείς να με χορέψεις όμορφε;

Μα εκείνος δεν απαντά, στα χείλη του έχει το βερνίκι από το αίμα που κολλάει, η σφαίρα τον έχει χτυπήσει σε άσχημο σημείο, η ζωή του εξατμίζεται, αφήνοντας τολύπες βαμβακιού πάνω από το μέτωπό του. Για την ακρίβεια, ο ίδιος, γνώριμος παγετός πέφτει πάνω του, τα γαλατένια μέλη του κοριτσιού γίνονται διάφανα, θυμίζουν πεταλούδες που πετούν τριγύρω του, πράγματα που μπορούν να μπουν σε κάποιο ποίημα και να αλλάξουν την σημασία των πραγμάτων εδώ γύρω.

Δεν μιλάς πολύ. Εσύ τρέμεις και το φουστάνι μου είναι λερωμένο. Τι κρίμα, ένας εραστής που πεθαίνει πλάι στο κύμα. Κράτα με λοιπόν, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.

Μα δεν γνωρίζω μήτε το όνομά σου της είπε εκείνος.

Το κορίτσι της Ιπανέμα, αυτό αρκεί. Άλλωστε ως αύριο το πρωί, εμείς οι δυο θα είμαστε δυο αστεία, κουρασμένα πρόσωπα που έχουν σβηστεί, τίποτε άλλο.

Και οι δυο τους χορέψανε ώσπου να φανεί ο πρώτος ήλιος από τα ανατολικά. Έπειτα εκείνη χάθηκε με το πρώτο λεωφορείο για την πόλη. Όσο για εκείνον, είχε πέσει πάνω του μια σκοτεινιά που του κατέτρωγε τα βλέμματα. Τα ξύλινα, παιδικά αλογάκια, οι οδοκαθαριστές, όλοι στρέφουν το κοίταγμά τους κατά την μεριά που εκείνος ο άνδρας πεθαίνει. Η νύχτα με την αποβάθρα της ξεμακραίνει και η μέρα προβάλλει ολοκαίνουρια με πρόσωπο φρέσκο, σαν μήλο.

Όσο για το κορίτσι, είναι περίεργο μα ακόμη κουβαλά εκείνο τον τύπο. Στο σπίτι, το δωμάτιο, στο κορμί της επάνω. Μα αυτό ώσπου να αποκοιμηθεί μες στο όνειρό της το κορίτσι της Ιπανέμα. Έπειτα τα σημάδια γίνονται λιγότερο ιερά, έπειτα η αγάπη και η θύμηση περνούν. Έτσι ήταν πάντα, λέει το κορίτσι της Ιπανέμα και ρίχνει τα πέπλα της ή αλλιώς περνάει ως το μεσημέρι στις χώρες του ύπνου.

Α.Θ