Η Μπεά των Φορτηγών

Que bello es vevir τραγουδά ο El Kanka το 2013. Και δεν υπάρχει άλλο τραγούδι, δεν υπάρχουν
άλλοι στίχοι απόψε να περιγράψουν τι όμορφο και ωραίο είναι κανείς να ζει. Όσο για την ιστορία που κάπου γίνεται μελαγχολική,  φταίνε τα μαυριτανικά σπαθιά που ξεπροβάλλουν κάτω από την εξέδρα. Ή πάλι τα ωραία, βαθιά μάτια της Μπεά. Και τα δυο φαντάζουν κίνδυνοι.

Έσφιξαν τα χέρια γερά. Όχι μόνο τα χέρια, μα και τις καρδιές τους. Και έπειτα φορτώθηκαν σε καμιόνια και καρφί για τα σύνορα. Κοιτάζονταν όσο το μπορούσαν καθώς τα φορτηγά τραβούσαν στον χωματόδρομο. Και είδαν χωριά κατεστραμμένα, και είδαν τα ανθρώπινα εκκρεμή μες στα δάση να σταλάζουν όλη την πίκρα των ανθρώπων. Και το φορτηγό προχωρούσε και όλοι κοιτάζονταν με την έκφραση εκείνου που θυμάται για τελευταία φορά.

Τα χρόνια πέρασαν και εκείνα τα παιδιά που ταξίδευαν με τα καμιόνια γίνηκαν έφηβοι. Η Μαδρίτη τους αποκάλυπτε τα μυστικά της. Και ήταν ο πόλεμος μια ανάμνηση μακρινή. Η Μπεά παρακολουθεί το μουσικό σχολείο και ο Εστεμπάν εργάζεται στο τσίρκο της πόλης, ισορροπώντας πάνω σε ξέφρενους ίππους. Δεν μιλούν καθόλου για όσα έχουν αφήσει πίσω και η Μαδρίτη το καλοκαίρι είναι ότι καλύτερο μπορεί να τύχει στον καθένα. Στα αλήθεια κατοικούν παράλληλα τον καιρό μα δεν γνωρίζονται στα αλήθεια.

Απόψε το τσίρκο για μια τελευταία παράσταση. Αύριο φεύγει για την Ανδαλουσία. Τα καμιόνια, -θεέ μου, κάτι θυμίζουν στον Εστεμπάν, κάτι που τον πονάει πολύ-, φορτώνουν ήδη όσα μπορούν. Ξύλα και άγρια ζώα μες στα κλουβιά τους φεύγουν για την Σεβίλια.  Και τα παιδιά τρέχουν ξωπίσω ως να τους κοπεί η ανάσα και τα αποχαιρετούν. Ο θεατρώνης κατευθύνει την διαδικασία της φόρτωσης, όσο ο Εστέμπαν ετοιμάζεται για το τελευταίο νούμερό του. Η Μπεά φθάνει από μια άλλη πλευρά με τις φιλενάδες της, ένας ατόφιος Μάης στην καλύτερη στιγμή του. Αυτά τα κορίτσια που φθάνουν χορεύοντας, γελώντας, που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ, που δεν θα ρίξουν τα φύλλα τους, φορούν το καλοκαίρι. Μα η Μπεά είναι στα αλήθεια η πιο όμορφη από όλες. Βρίσκουν την θέση τους μες στην πλατεία που είναι κατάμεστη από πιτσιρικάδες που σφυρίζουν, γιουχάρουν, πετούν καραμέλες και σβόλους χώμα στην πίστα. Οι άνθρωποι του τσίρκου ξέρουν καλά τι χαλασμό μπορούν να προκαλέσουν αυτά τα αγόρια και έτσι υπομένουν την συμπεριφορά τους. Σε λίγο άλλωστε ο Εστέμπαν, το πρώτο αστέρι του τσίρκου de Madrid θα σβήσει όλες τις κουβέντες, η ανάσα του κόσμου θα κοπεί καθώς ο Εστέμπαν θα πηδάει από την ράχη του αλόγου του πάνω σε μια εξέδρα σπαρμένη σπαθιά από κάτω της. Οι άνθρωποι του τσίρκου για να αποδείξουν πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι λεπίδες σκίζουν με ένα άγγιγμα πολύχρωμα ρετάλια. Ναι, αυτό είναι μια απόδειξη, συλλογιέται η Μπεά, καθώς ο Εστέμπαν φορά την στολή του με τα στρας και προσεύχεται στον Σαν Κρίστο να τον έχει καλά. Σε λίγες μέρες το τσίρκο θα ταξιδεύει σε ανδαλουσιανά μονοπάτια, σε λίγο θα τους πνίξουν οι μυρωδιές από τους πορτοκαλεώνες και οι μακρινές, ξακουστές κιθάρες σε κάποιο καπηλειό στην μέση του πουθενά.

Χειροκροτήστε τον Εστέμπαν, το πρώτο αστέρι του τσίρκου, τον πιο παράτολμο ακροβάτη που αψηφά τα σπαθιά και εκτελεί για εσάς ένα σπάνιο νούμερο. Εμπρός Εστέμπαν, οι θεατές σε ζητούν. Και τότε ένα πουλάρι με ολόχρυσα γκέμια κάνει την εμφάνισή του στην σκηνή και από έναν άλλον δρόμο να και ο Εστέμπαν, όμορφος πολύ, λες και ολόκληρη η ομορφιά αυτού του κόσμου βρήκε το άσυλο που ζητούσε μες στα πηγαδίσια μάτια του. Ο Εστέμπαν αρπάζει τα γκέμια, ιππεύει και χαϊδεύει το πουλάρι. Εκείνο τινάζει την χαίτη του, ο Εστέμπαν σκαρφαλώνει στην ράχη του, με ένα σάλτο βρίσκεται στην εξέδρα και έπειτα πάλι στην ράχη του αλόγου του. Η Μπεά νομίζει πως θα πεθάνει από τους χτύπους της καρδιάς της. Η Μπεά νομίζει πως ο Εστέμπαν είναι ότι ομορφότερο έχει ποτέ της αντικρίσει. Η Μπεά νομίζει πως ετούτη την νύχτα μπορεί να πεθάνει  και πως αυτός ο Εστέμπαν ευθύνεται για το φεγγάρι που παραμένει απόψε άφαντο, για την σιωπή των χρυσόψαρων που πλημμύρισε τον κόσμο.

Εμπρός Εστέμπαν, κυρίες και κύριοι χειροκροτήστε τον παράτολμο νεαρό, ο κίνδυνος δεν τον αποτρέπει, όχι αυτόν τον νέο. Η Μπεά δεν μιλά, η ατμόσφαιρα τριγύρω μυρίζει ολόδροση νύχτα, σκόρδο και φρεσκοποτισμένους ροδώνες, όσο ποτέ. Και έπειτα από το φινάλε ο Εστέμπαν υποκλίνεται και η Μπεά χειροκροτεί όρθια, κινδυνεύοντας από στιγμή σε στιγμή να λιώσει όπως οι εραστές. Ο Εστέμπαν πετά το κασκέτο του στα χέρια της, είναι βέβαιο πως την  έχει ξεχωρίσει μες στο πλήθος , πως την έχει αγαπήσει. Για αυτό εκτελεί μια τελευταία φορά το παράτολμο νούμερό του. Μα τα χέρια του γλιστρούν, το φαρί του παραμένει ξέφρενο, ο θεατρώνης υποψιάζεται πως κάτι πολύ κακό μπορεί να συμβεί, η Μπεά κρατά την καρδιά της στα χέρια και την προσφέρει σε εκείνον, η εξέδρα φαντάζει ετοιμόρροπη, ο Εστέμπαν πηδά, το ένα του βήμα μοιάζει αβέβαιο, η ισορροπία του πάει χάθηκε.

Και τώρα ο κομισάριος συζητά με τον θεατρώνη όσο ο Εστέμπαν με ορθάνοιχτα μάτια έχει μια λόγχη να διαπερνάει την καρδιά του. Ώστε λοιπόν ο έρωτας έκανε την δουλειά του και η Μπεά όλο κλαίει μες στην κάμαρή της. Μια από αυτές τις μέρες θα ξεχάσει, επειδή είναι όμορφο να ζει κανείς. Δεν θα ταξιδέψει ποτέ στην Ανδαλουσία . Όχι ώσπου να αναρρώσει από τον έρωτά της για τον Εστέμπαν που έληξε άδοξα, πάνω στα μαυριτανικά σπαθιά, μια μέρα προτού το τσίρκο de Madrid πάρει τον δρόμο του νοτιά.

Α.Θ