Κύριε, νομίζω πως

Ο φόβος δεν σήμαινε τίποτε
Όλα έμοιαζαν γλαφυρά
Όπως ποτέ

Το 2006 οι Gnarls Barkley βγάζουν σε κυκλοφορία το εμβληματικό Crazy. Εμπνευσμένο από την μουσική της χρυσής εποχής των γουέστερν, σκαρφαλώνει στους πίνακες κατάταξης της προτίμησης του κοινού. Γίνεται αντικείμενο πλήθους διασκευών που επιβεβαιώνουν την αξία μιας μουσικής που γράφτηκε το 2006 και σήμερα τροφοδοτεί την παρακάτω ιστορία.

Ήταν μεσημέρι όταν έσπασε για καλά. Άκουσε την ρωγμή μες στον εαυτό του και ένιωσε πως ποτέ δεν θα είναι ίδιος. Οι φωνές των παιδιών από τα διαμερίσματα σώπασαν. Και όμως η ζωή συνέχιζε να γράφει την μικρή της , επίμονη ιστορία.
Ως εδώ τα πράγματα ήταν εύκολα και έμοιαζαν με μια απλή υπόθεση εκεχειρίας. Όμως αμέσως μετά, μερικές στιγμές δηλαδή, φύσηξε μοναξιά και όλες οι πόρτες έκλεισαν με ένα απότομο χειροκρότημα.
Και…
Τέτοια ώρα η 101η λεωφόρος ησυχάζει. Τα μαγαζιά κλείνουν και οι τροτέζες πιάνουν δουλειά. Μονάχα τα πονταρίσματα δουλεύουν, μα αυτά δεν έχουν ανάγκη από μαγαζιά, ο νεαρός τζέντλεμαν στην γωνιά του δρόμου συνιστά μια σίγουρη απόδοση.
Όταν είσαι εκεί έξω, δίχως φροντίδα τραγουδούσε ο πλανόδιος σαξοφωνίστας στο βάθος του δρόμου. Έλειπε η φωνή μα όλη η πόλη έκλαιγε μαζί του. Και τότε τα πιάνα ξεσηκώθηκαν, τα πιάνα που ως τότε ησύχαζαν, παγωμένα, ειρηνικά τέντωσαν τις χορδές τους, έλυσαν τα κλειδιά και χίμηξαν στην ησυχία.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και απέναντί του στάθηκε ένα χαριτωμένο αγόρι. Είχε χώματα στο στόμα του, ερχόταν από μακριά, φαινόταν πεινασμένο. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και απομακρύνθηκε. Εκείνο το αγόρι ήταν μια άπιαστη υπόθεση, ναι, αυτό ήταν. Μια παιδική φωνή, μια γλώσσα που δεν μιλιέται από κανέναν πια, κανέναν, κύριε.
Θυμάμαι, θυμάμαι αδιάκοπα τον εαυτό μου μα η νύχτα ήταν τρελή και δεν υπήρχε διαφυγή.
Με κάνει κύριε τρελό, μπορεί κάποιος να πει πως τα έχω χαμένα, μπορεί κύριε απόψε να ξεψυχάει η μεγάλη μου ευκαιρία, μπορεί κύριε να έπρεπε να σκεφτώ δυο φορές, αναρωτιέται προτού χάσει τον έλεγχο, στην απέραντη ερημιά της 101ης λεωφόρου , προτού γίνει στίχος που ξεπλύθηκε από παλιά, σκληρή βροχή , ναι, σκληρή βροχή.
Ναι, κύριε, μπορεί, μπορεί κάποιος να πει πως τα έχω χαμένα, μα ίσως και εσείς κύριε, πιθανότατα, κύριε. Έπεφτε απαλά σαν το γλυκό χιόνι η μοναξιά και κανένα δελτίο, καμιά μαρτυρία δεν θα πει για το όνειρο που περνά. Δεν θα πει για τις πεταλούδες στο φουστάνι της πόλης, μες στο βαθύ σκοτάδι της 101ης οδού, για εκείνον δεν θα πει.
Ναι, κύριε, τα χέρια μου τα νιώθω πετρωμένα, την προσευχή μου άδεια. Και κάθε μέρα, ναι, κύριε, κάθε μέρα, προσπαθώ να αναρρώσω από την ζωή.
Ίσως είμαι τρελός, κύριε, ίσως και εσείς, ίσως και οι δυο μας κύριε, να είμαστε ραγισμένες υποθέσεις και τίποτε.
Όλα της τα πήρε εκείνη η νύχτα της 101ης οδού. Τον σαξοφωνίστα, τον τρελό με την πικρή καρδιά, τις σκόρπιες τροτέζες , τα σοφά δέντρα. Η νύχτα ήταν που πήρε τις φωτισμένες μαρκίζες και την μυρωδιά του πετρελαίου και την κραυγή του κινητήρα της Φορντ. Μονάχα τα πονταρίσματα δεν τα κέρδισε, απόδειξη πως ο νεαρός καλοντυμένος άνδρας στην γωνιά του δρόμου δέχεται στοιχήματα και διατηρεί ακόμη μια πρώτης τάξεως απόδοση για τους πελάτες του. Ναι κύριε, αυτός σώθηκε. Όμως εσείς και εγώ, κύριε, έχουμε χάσει το παιχνίδι και κάθε πιθανότητα, ναι, κάθε πιθανότητα είναι ένα βλέμμα στο νερό, ναι, στο νερό.

Α.Θ