Αντίο Σαϊγκόν

Τον Νοέμβρη του1980 ακούγεται για πρώτη φορά το I cant Escape Myself.  Ο κίνδυνος δεν έχει περάσει. Πριν από πέντε χρόνια η γοητευτική ιστορία της αποχώρησης του τελευταίου Αμερικάνου στρατιώτη από την Σαϊγκόν δεν έχει σφραγίσει τίποτε. Χιλιάδες βετεράνοι και ακρωτηριασμένοι προσπαθούν να ξεχάσουν την φοβερή σκηνογραφία του πολέμου. Όπως πάντα, θέλει καιρό για να απαλλαγεί κανείς από τις εντυπώσεις και είναι φορές που κάθε σχέδιο απόδρασης πηγαίνει στράφι, έτσι που στέκει αμήχανη η ψυχή σου εμπρός στα κρίματα και τους εφιάλτες μιας φριχτής, ανθρώπινης τραγωδίας.

Το βιβλίο τελειώνει με την φράση το ποτάμι πήρε τα πάντα στην ράχη του και χάθηκε. Στο μεταξύ, το φεγγάρι έτρεχε πάνω από την Σαϊγκόν, σαν αναμμένο πυροτέχνημα. Είναι άσχημο το φεγγάρι της Σαϊγκόν, έχει ματωμένα μάτια, πρόσωπα χωρικών, μεταλλικές ταυτότητες κρεμασμένες από τον λαιμό του μιλούν για τον Άνταμ, τον Σόνι, τον Πάτερσον, τον Γκρεγκ, τον Ράιαν και τόσους άλλους. Όλα μυρίζουν βία απόψε στην Σαϊγκόν. Βγαίνει στους δρόμους, οι περαστικοί τον δείχνουν, ορμάνε πάνω του, είναι έτοιμοι να τον ξεσκίσουν. Σε ένα στενό αλλάζει τα ρούχα του, θάβει την παλιά του ταυτότητα, τα αδέσποτα τον κοιτάζουν. Είναι ο τελευταίος στρατιώτης των ηττημένων δυνάμεων. Πριν από λίγο έλαβε ένα σήμα, σημείο συνάντησης, ξενοδοχείο, τελευταία αποστολή, τσάρλι όβερ. Πάει να πει το λέει καθαρά πως απόψε είναι η μοναδική ευκαιρία που θα έχει για να δραπετεύσει από την Σαϊγκόν. Συλλογίζεται το κορίτσι του που θα τον περιμένει στην κάμαρη, γυρεύοντας dollars, συλλογίζεται το κορίτσι του στην κάμαρη με το όπλο στα σκέλια της και την ρητή εντολή του κόμματος πως αν φανεί αυτός ο Αμερικάνος, πρέπει να φανείς δυνατή. Αντίο Σαϊγκόν και οι δρόμοι να πλένονται κάτω από την άπιαστη βροχή που ξεσπά συχνά πάνω από την πόλη.  Ξεθωριασμένες μαρκίζες, παράγκες, παλιοί στρατώνες, καμένα τζιπ, νωπογραφίες του θανάτου, ελπίδας, ζωής, θανάτου, εμπορίου. Η Σαϊγκόν συνεχίζει την ζωή της, τα παιδιά στον δρόμο παίζουν τους στρατηγούς, συλλαμβάνουν τους αντιπάλους και αμέσως μετά τους εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες.  Στον τοίχο γράφει χορεύουν οι λαγοί στα δάση και ακούει βαθιά μες στην ψυχή του τον ήχο από τις μεταλλικές ταυτότητες  στο σήμα της μάταιης εφόδου.  Ο ορίζοντας μοιάζει μπακιρένιος, η Σαϊγκόν θα απομείνει το όνειρο, οι φίλοι του επιγράμματα και αστερόεσσες και οπλίσατε, πυρ, παύσατε, παρά πόδα, παρουσιάστε, παραγγέλματα σε αέναο κύκλο. Λίγο ακόμη και θα φανεί η γέφυρα, πιο πέρα το ποιητικό Μπρούκλιν με τις ευκαιρίες, τους βετεράνους, την χαμηλή ζωή του και τις βιογραφίες, ίδια σπασμένα θερμόμετρα. Λίγο ακόμη και η Σαϊγκόν θα τελειώσει, λίγο πιο πέρα στέκουν χαραγμένα τα όρια του δικού της κόσμου.

Μα η τύχη δεν είναι με το μέρος του και η πόλη τον σφίγγει σαν άγριο φίδι. Η πόλη τον σφίγγει, όπως εκείνα τα αγόρια που πέθαναν δίχως ποτέ να γίνουν άντρες στους δρόμους της Σαϊγκόν.  Μες σε δοξαστικό τεχνικόλορ παρουσιάζονται στην πατρίδα εικόνες από την εγκατάλειψη της πόλης. Όλοι είναι ευτυχισμένοι, ολάκερη η Αμερική είναι ζωές κουρέλια που ξεβάφουν η μια πάνω στην άλλη, οι εφημερίδες ουρλιάζουν, έχει και εδώ κορίτσια με αναμμένες κάνες ανάμεσα στα σκέλια τους, έχει και εδώ ένα έρημο πάρκινγκ, ένα χωράφι, ένα ολομόναχο μοτέλ, μια διαλυμένη, παιδική χαρά, έχει και για σένα εδώ χώρο, αν θέλεις να κλάψεις. Η τύχη δεν είναι με το μέρος του και γίνεται κομμάτια έξω από το χαμαιτυπείο στην κακόφημη γειτονιά που παραδόθηκε στο κόμμα πια. Τώρα πια εκείνος φαντάζει μια μίζερη αγάπη και η Σαϊγκόν τον σφίγγει σαν άγριο φίδι και το ελικόπτερο σηκώνεται αποφασιστικά, για τελευταία φορά, αφήνοντας την τελευταία παρτίδα του δηλητηρίου orange, αίματα, μελανιές, πρηξίματα, ακρωτηριασμούς και χαρακιές πάνω στον αμερικάνικο ανθό.

Δεν έχετε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Θα εισηγηθώ την παραμονή σας στο κέντρο μέχρι την επανεξέταση. Ξέρω ο πόλεμος είναι δύσκολη υπόθεση. Όλα τα υπόλοιπα δεν ακούγονται, ο ιατρός έχει ακουμπισμένο το τουφέκι του ανάμεσα στα σκέλια του, έξω χαράζουν καταιγίδες και μαζικοί βομβαρδισμοί, στην Σαϊγκόν οι νεκροί κυλούν τώρα πια από τον ουρανό.

Καταλαβαίνω, απαντά και αρχίζει να τρέμει. Ο ιατρός φωνάζει shell shock, shell shock, φωνάζει τους νοσοκόμους και έκτοτε το μόνο που αλλάζει είναι η ημερομηνία μες στο κλουβί. Για το Μπρούκλιν δεν έχει νέα, λένε πως έπεσε στα χέρια του εχθρού. Η νύχτα φθάνει χειρουργημένη από τα βουνά και το παμπάλαιο τζιτζίκι του πολέμου, συνεχίζει αμείωτα το ρυθμικό του τραγούδι.

Α.Θ