Απόστολος Θηβαίος | Αργός Λίθος

© Helen Levitt

[…οι άνθρωποι
Και τα σπίτια
Είναι συγγενείς
Εξ αίματος…]

θα δείχνει τους ανθρώπους μικρούς, την ζωή μεγάλη

Το νεοκλασικό στην κάτω γωνιά του γαλάζιου στενού πουλήθηκε. Το αγόρασε μια κοινοπραξία, μια από εκείνες τις εταιρίες που ξέρουν να σκεπάζουν την παλιά ζωή. Ας είναι, αυτή είναι η μοίρα των πραγμάτων και καθένας ζει για μια φορά μονάχα. Έτσι και αυτό το σπίτι που κάθε μέρα γκρεμίζεται ολοένα και περισσότερο, με την ολομόναχη πρόσοψή του, ένα σκηνικό θεάτρου που ετοιμάζεται να ρίξει την οριστική και αμετάκλητη αυλαία του. Ας είναι.
Το συνεργείο στελεχώνεται από μερικούς νέους. Έχουν καταγωγή από κάποια αφρικανική χώρα και είναι αξιοθαύμαστοι καθώς ισορροπούν πάνω στις σκαλωσιές. Εκεί που άλλοι διστάζουν οι εργάτες περπατούν, αλλάζουν ορόφους, σκαρφαλώνουν με το ένα τους χέρι, παίζουν και γελούν και κατά το μεσημεράκι ο ένας τραγουδά με μια φωνή πουλιού που όμοιά της κανείς και ποτέ δεν γνώρισε.
Απόψε είπαν πως τελειώνουν. Θα ρίξουν τον επάνω όροφο και θα φύγουν. Έχουν περιφράξει το γαλάζιο στενό με μια ερυθρόλευκη ταινία σήμανσης από εκείνες που ζώνουν τους χώρους των φριχτών εγκλημάτων. Ας είναι.
Και τότε ακούγεται ο θόρυβος, ένας υπόκωφος ήχος σαν από τα έγκατα της ψυχής εκείνου του κτιρίου. Ο όροφος πέφτει, σηκώνεται το κουρνιαχτό, όλα τα κρύβει. Το συνεργείο έχει μόλις καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα σε εκείνο το ωραίο δίπατο που άλλοτε στέγασε τα όνειρα μιας οικογένειας μα τώρα χάνεται. Κοίταξα πίσω από το σύννεφο της σκόνης και είδα το ευτελέστερο υλικό του κόσμου. Κομμάτια άχρηστου μπετόν σκέπαζαν το εσωτερικό του σπιτιού. Αιθέριο φάνηκε ξανά στην παλιά του θέση, μα τώρα πια όλα είχαν ενταφιαστεί.
Ο Α. έτρεχε, έτρεχε με όσες δυνάμεις είχε. Πίσω του η πόλη έπεφτε, το ένα σπίτι μετά το άλλο, η μια ζωή μετά την άλλη. Περνούσε ανάμεσα στα τροχοφόρα, διέσχιζε τις στοές σαν ένα βέλος σε άπειρη κίνηση, περνούσε σαν άνεμος μέσα από τα παράθυρα, ξεσήκωνε χαρτιά, ζωές, κουβαλούσε ήχους. Μα ήταν ολομόναχος και καθώς έτρεχε πίσω του η πόλη σώπαινε και ένα προς ένα τα σπίτια τον αποχαιρετούσαν και συντρίβονταν. Ο καινούριος αιώνας καραδοκούσε στις γωνιές και εκείνος έτρεχε, ξεπερνούσε τα εμπόδια, οχυρωνόταν και πάλι ξεκινούσε, πιο γρήγορα από πριν, πιο επιδέξια, βαδίζοντας ίσια προς τον θάνατό του. Κουβαλούσε στο κέντρο του κορμιού του την καρδιά ολόκληρου εκείνου του κόσμου, πίσω του η πόλη κατέρρεε μαζί με ολάκερη την αναπαράσταση του εκλεκτικισμού της. Χρόνια κτηνώδη σκυλεύανε τα σπίτια, η πόλη έπεφτε, ατόφια και ζωγραφισμένη, ένα ολόκληρο θαυμαστικό, ο παλαιός των Ημερών με τα τεταρτοκύκλια όργανά του απόψε πεθαίνει και εκείνος τρέχει, τρέχει για πάντα, σφραγίζοντας με την φωτιά τις κορυφές και τους κυματισμούς. Και εκείνος είναι το μέλλον, ένα επίμονο παρόν, τίποτε περισσότερο που κρατά τόσο πολύ.
Έξω από την Ελευσίνα σταμάτησε και γονάτισε. Η πόλη με τα βιομηχανικά της στολίδια φάνταζε ωραία. Έστρεψε το πρόσωπό της όπως οι ίπποι και κοίταξε για τελευταία φορά την αλλοτινή της μορφή.
Αύριο εδώ θα στεγάζεται το υποκατάστημα κάποιας τράπεζας. Η μακέτα θα δείχνει την ακατόρθωτη ευτυχία αυτού του κόσμου, τους ανθρώπους μικρούς, την ζωή μεγάλη. Η μακέτα δεν θα έχει την παραμικρή υποψία πως αυτά τα ψήγματα του γαλάζιου εδώ και εκεί δεν είναι φαντασία, μα ένας κόσμος που όλο έρχεται.

Απόστολος Θηβαίος