Ο κ. Ήστερ

[…Ότι μπορείς να ελπίζεις
Είναι ένας σύντομος θάνατος
Κάτι που με σιγουριά
Δεν πρόκειται
Απόψε να συμβεί…]
Mr. Blonde

 

Παραλλαγές σε βέβαιο μοτίβο
Με το Little Green Bag στα ηχεία
Και ατμόσφαιρα σκοτεινού φιλμ.

 

«Το μαγαζί είναι στην πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης. Για αυτό θα πρέπει να προσέχεις τα νώτα σου κύριε Ήστερ, ναι, τα νώτα σου.»

 Και έπειτα ο πληροφοριοδότης φόρεσε ξανά τα γυαλιά του ηλίου με το ολοστρόγγυλο σχήμα τους που έκαναν τα μάτια του να θυμίζουν καθρέφτες, ναι, καθρέφτες.

Ο κύριος Ήστερ βάδισε κατά μήκος της αδειανής λεωφόρου. Ένας δυο περαστικοί που τον προσπέρασαν μήτε σήκωσαν το πρόσωπο να τον κοιτάξουν. Κάθε τόσο ένιωθε το τράβηγμα από τις πληγές στα χέρια του, μα τι τα θες, οι πληγές είναι φτιαγμένες για να μας πονούν, ναι, να μας πονούν.

Σε μια ατέλειωτη σειρά από ερμητικά κλειστά μαγαζιά, ο κύριος Ήστερ ξεχώρισε την αναμμένη μαρκίζα. Έγραφε, Irish Killer και είχε το συνήθειο να τρεμοσβήνει, ναι, να τρεμοσβήνει. Απ΄έξω ένα κορίτσι πούλαγε το φύλο του μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία και όχι τόσο πρωτότυπη, αφού παντού στον κόσμο, τέτοια ώρα, τα κόκκινα κορίτσια χαλούν τον κόσμο με τα εξωφρενικά τους μαλλιά και το χαλασμένο μακιγιάζ και το σημάδι από την χθεσινή φασαρία στο δωμάτιο του μοτέλ Ιγκλς, δωμάτιο 101, «παρακαλώ ελάτε, κοντεύει να την σκοτώσει, ναι, ξέρω, ένα κορίτσι λιγότερο, μα λογαριάστε τους γονείς της κάπου στο Αλμπουκέρκι που θαρρούν πως σπουδάζει και την περιμένουν των Ευχαριστιών.» Μα τίποτε δεν πιάνει και τα κορίτσια μεταμορφώνονται σε δέντρα, έτσι όπως γερνούν στο ίδιο σημείο, με το τσιγάρο τους, καρφωμένο στα χείλη, ναι, στα χείλη.

Ο κύριος Ήστερ στάθηκε στην είσοδο. Ήταν ωραία η βραδιά και όλα θυμίζανε άνοιξη. Είδε που τα χέρια του είχαν ματώσει από μέσα, μα έτσι συμβαίνει πάντα όταν έρχεται ο καιρός για το τρικ με τα καρφιά. Πονάει για αρκετό καιρό μετά και πάντα το χέρι του τρέμει καθώς σηκώνει το ποτήρι με το μπέρμπον που είναι ότι φθηνότερο, ναι, ότι φθηνότερο μπορεί να παραγγείλει κανείς, σκέτο οινόπνευμα.

Το κουδουνάκι ψηλά στην πόρτα χτύπησε, ο γάτος πετάχτηκε πάνω στο ράφι και ετοιμάστηκε για μάχη. Ο κύριος Ήστερ πλησίασε τον γκισέ. Ένας ηλικιωμένος τύπος, προφανώς ο Irish Killer φάνηκε μέσα από τους καπνούς. Και είπε.

«Ο κύριος Ήστερ ,σωστά; Ήρθατε για το περίστροφο, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», σωστά, απάντησε ο κύριος Ήστερ και η φωνή του ερχόταν από άλλους κόσμους.

«Θα χρειαστώ ένα ενέχυρο, ξέρετε πώς δουλεύουν τα μαγαζιά;»

«Ναι, βέβαια, έχω αυτό εδώ» και έβγαλε από το κεφάλι του το φωτοστέφανο που έτρεμε κιόλας σαν την μαρκίζα.

«Ίσως κάτι πιάσει», είπε ο Irish Killer περιεργαζόμενος το ωραίο, αστοιβές στεφάνι.

«Ίσως αρκεί. Να, δες το περίστροφο.»

Και έσπρωξε ένα παλιό, σανιδένιο κουτί. Ο κύριος Ήστερ το άνοιξε, πήρε το περίστροφο στο χέρι του, γέμισε τον μύλο με μια ολομόναχη σφαίρα, κοίταξε τον μαγαζάτορα, το κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε, ο γάτος πήρε άλλη θέση μάχης, η βροχή ξεκίνησε, η βροχή, ναι, που όλα τα ξεπλένει.

«Είναι ακριβό;»

«Νομίζω πως τα βρήκαμε». Έβαλε το στεφάνι κάτω από τον γκισέ σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο και χαμογέλασε.

«Καλύτερα να πηγαίνω», είπε ο κύριος Ήστερ. Ο γάτος τον περίμενε στην πόρτα και σαν από παιχνίδι που θαρρεί πως θα επαναληφθεί τινάχτηκε στις κάθετες επιφάνειες του μαγαζιού. Αν ο θεός υπήρχε και αν μπορούσε κανείς να τον λογαριάζει για μάρτυρά του, θα μπορούσε κανείς να ορκιστεί. Μα όχι απόψε, όχι απόψε. Ευχαριστώ.

Ο κύριος Ήστερ βγήκε στην παγωνιά, το μαγαζί κατέβασε τα ρολά και έκλεισε την μαρκίζα. Δεν περιμένει κανέναν πια. Κράτησε το παλιό περίστροφο, το ακούμπησε παγωμένο στον κρόταφό του και πάτησε την σκανδάλη.

«Μα κύριε Ήστερ, τι πηγαίνει στραβά πια με εσάς;»

«Τι θέλετε να πείτε;»

«Θέλω να πω, πως κάποιος που αναστήθηκε δεν μπορεί με τίποτε να πεθάνει ξανά».

 Ο κύριος Ήστερ κοντοστάθηκε, ναι, κοντοστάθηκε, έτριψε τα χέρια του, γέλασε ειρωνικά, φορτώθηκε στον σταυρό του νότου που ξεχώριζε πριν το χάραμα και χάθηκε κατά την ερημιά, ναι, κατά την ερημιά. Κοίταξε τα χέρια του που μάτωναν, συλλογίστηκε την σκηνή που του κόβει την ανάσα δυο χιλιάδες χρόνια, έφτιαξε το κοστούμι του, ναι, το κοστούμι του και αναστημένος πια, πήγε για να μεθύσει σε κάποιο συνοικιακό ποτοπωλείο. Ο μπάρμαν καταγόταν από το Τέξας, μόλις είδε τον κύριο Ήστερ, σαν από ένστικτο, ναι, από ένστικτο, γονάτισε και προσευχήθηκε, όσο οι άλλοι κανόνιζαν κάθε βράδυ τον προδότη.

Α.Θ