Το περιβόλι των ηρώων

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Συνιστούν σήμερα
Ένα από τα στοιχεία
Που καθορίζει τον χημισμό
Του ελληνικού κυττάρου.
Είναι ποίημα γραμμένο
Με το αίμα
Είναι πράξη και
Προέκταση ψυχική

Είναι γοητεία να αναπολείς και να βιώνεις μεγάλους ήρωες, τις τροπές των. Είναι γοητεία Ζακλίν οι πόλεις οι ποιητικές, οι ύστατες πράξεις. Ο Χρήστος Λεοντής υπογράφει την μουσική για το Α΄Σχεδίασμα και η Νένα Βενετσάνου δανείζει την φωνή της στους στίχους του Σολωμού. Και όλα αποκτούν μια διάσταση ανθρώπινη μαζί και θεϊκή, βρίσκοντας καταφύγιο στο ωραίο και το υψηλό που απόψε σαλεύει σαν αύρα πάνω από λιμνοθάλασσες και ντάπιες.

Δεν υπάρχει έργο δίχως την μοίρα του θανάτου χαραγμένη. Δεν υπάρχει στίχος στα σχεδιάσματα του Διονυσίου Σολωμού απαλλαγμένος από την σκληρή, την αποτρόπαια μοίρα της ένδοξης πολιτείας. Δεν υπάρχει κανείς να αμφισβητήσει σήμερα το θάρρος, την θυσία, την νίκη ενός ολόκληρου λαού πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, την πείνα, την εξαθλίωση. Η βαθύτατη νύχτα του ελληνισμού φωτίζεται από τις πράξεις εκείνων των λίγων. Εκείνων που κοινωνούν πεινασμένοι, που δένονται σφιχτά με την φωνή και με το κουράγιο τους και με όλη την πλάση στο πλάι τους ξεχύνονται μέσα από ντάπιες και προμαχώνες. Αφήνουν πίσω σπίτια, οικογένειες, υποστατικά, φίλους και αδελφούς. Η Ελλάς που γνωρίζει το τρομερό τους δράμα γίνεται μάρτυρας και δίνει γραφή στα γεγονότα εκείνου του Απρίλη που σήμερα περιλαμβάνεται στα ύψιστα λειτουργικά του ελληνισμού. Ο ποιητής σαλεύει και το θαύμα γεννιέται μες στην εικονοποιία του Διονύσιου Σολωμού. Εκείνου που αντικρίζει το Μεσολόγγι να πλήττεται και από την όχθη του νησιού του διασώζει το διττό πρόσωπο αυτού εδώ του λαού.
Οι μαρτυρίες αναρίθμητες, οι περιγραφές καταιγιστικές να κόβουν την ανάσα, να ανασύρουν εκείνη την αίσθηση της συντριβής και της ελευθερίας που κινητοποιεί το πλήθος. Η πείνα και η δίψα που καταδιώκουν ότι ζωντανό έχει απομείνει μες στην ψυχή τους, δεν σημαίνουν τίποτε εμπρός στην ύστατη πράξη της απόλυτης ελευθερίας. Ο ποιητής στοχάζεται και η αιωνιότητα αγκαλιάζει εκείνους που έμελε να γεμίσουν με το αίμα τους τις σελίδες της ιστορίας. Αυτούς που δανείζουν το κουράγιο τους στις ζωγραφιές, τα άσματα, τις γραφές. Η αιμόφυρτη δόξα τους, με το σκισμένο της ρούχο και την στέρεα αξιοπρέπεια που κατακτιέται με τις μεγάλες πράξεις, τους συστήνει στις πρωτεύουσες της Ευρώπης που μέχρι τότε αδυνατούν να φανταστούν το μέγεθος του αγώνα και της θυσίας που προϋποθέτει το λεγόμενο ελληνικό ζήτημα. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι συνιστούν μια χειρονομία, μια ατόφια δέηση για τις γυναίκες, τους άνδρες, τα παιδιά που σαν να μαντεύουν την ώρα της ύστατης θυσίας, υπακούουν στο ένστικτο της επιβίωσης. Πίσω τους αφήνουν μια ολόκληρη ζωή και όταν το Μεσολόγγι φλέγεται μαζί του γίνεται στάχτη κάθε τους ελπίδα. Η χώρα δοσμένη στην Επανάσταση μαθαίνει για την πράξη τους, για το τίμημα που θέλει το πέρασμα από την απλή επιβίωση στο πάθος. Άκρα του τάφου σιωπή και δεν είναι Απρίλης εκείνος, δεν είναι άνοιξη με τόσο αίμα στις καρδιές και στους στρατώνες. Το Μεσολόγγι εκπληρώνει τον σκοπό της ιστορικής του μοίρας, όχι παθητικά μα με εκείνον τον ποιητικό, τον τρόπο τον ανεξάντλητο που όλο μεταγγίζει θάρρος και δόξα σε καιρούς κατοπινούς. Ο έρωτας για την ζωή, το στήθος ενός κοριτσιού, η προσευχή ενός παιδιού, οι στίχοι οι γραμμένοι από την πλευρά του θανάτου αθροίζονται στην ιδέα που καθιστά το Μεσολόγγι σήμερα ένα πεδίο μεταφυσικό. Μια ιστορία ομορφιάς και εγκαρτέρησης, ένα δοξολόγημα για την άνοιξη και τον άνθρωπο να στολίζει την ελληνική ζωοφόρο. Έχει για μορφή της την ψυχή, ο κόσμος της μια Πέμπτη διάσταση, κάτι σαν φως φεγγαριού και σαν το θαύμα του απλού που χίλιες φορές πεθαίνει από ζωή και θάρρος.
Πίσω το Μεσολόγγι καιγόταν. Συνεχίσαμε ίσια μες στην νύχτα, πίσω μας ερχόταν το σκοτάδι, ακούγονταν οι εκρήξεις, οι οιμωγές, οι ιππείς που σάρωναν τα πάντα άφηναν πίσω τους ιαχές. Και εμείς προχωρούσαμε και ήσαν όλα ποιητικότερα και στις χούφτες μας σφίγγαμε γερά λίγο από το χώμα του τόπου μας. Ήταν μια χούφτα νοσταλγίας για την πόλη που πέρασε στα χέρια του εχθρού, μια πόλη αδειανή με την ερημιά για πανωφόρι της. Κάποιος που βάδιζε εμπρός μου, γεμάτος αίματα, με δυο παγωμένα χέρια, στάθηκε και είπε πως σήμερα πέθανε ο Θεός. Η μεγάλη φλόγα κατέκαιγε το Μεσολόγγι, έσβηνε τα χνάρια ενός ολόκληρου κόσμου. Και η άνοιξη που ντράπηκε τον πόνο μας, σταμάτησε να ανθίζει. Και έσφιξα το Μεσολόγγι μες στην ψυχή μου και είπα δεν θα ξεχάσω ώσπου να βγει στο σώμα μου χορτάρι, ώσπου να ακούσω ρίζες μεταξύ τους να μιλούν.
Η έξοδος έλαβε χώρα το βράδυ της 10ης Απριλίου του 1826. Οι Μεσολογγίτες σχημάτισαν μια διάταξη και έθεσαν τα γυναικόπαιδα στο μέσον της. Αργά την νύχτα περάσανε μέσα από τον κόσμο των νεκρών. Την άλλη μέρα είχαν κερδίσει οριστικά την αθανασία. Η επανάσταση την ίδια στιγμή κυριευόταν από τον μεγάλο έρωτα για την ζωή και την ελευθερία, όσο ποτέ.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι κατορθώνουν να διασώσουν την βαθιά εκείνη συγκίνηση που στεφανώνει την φοβερή ζωή. Ο Διονύσιος Σολωμός καρφώνει ένα κιονόκρανο στα μαλλιά της Ελλάδος και με τα σχεδιάσματά του αφοπλίζει τον θάνατο, του δίνει ένα νόημα έξω και πέρα από την παύση της ζωής. Τα ιερά σημάδια της άνοιξης και του ιδεώδους καθρεφτίζονται στο σπουδαίο έργο του.

Α.Θ