Τις Κυριακές, οι σκοτωμένοι

Το 1978 ο Ηλίας Ανδριόπουλος υπογράφει την μουσική που ντύνει τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου. «Αυτές οι ξένες αγκαλιές» ο τίτλος του τραγουδιού της συλλογής Εικόνες και από τους δέκτες μου περνούν στρατιώτες για πάντα αποκοιμισμένοι, περνούν κορμιά δεμένα, αδιάσειστα στοιχεία της ενοχής αυτού του κόσμου. Περνά ο πόλεμος, ένας θίασος ματωμένος και πίσω, λέει, η ρυτίδα της ιστορίας που λερώνει το πρώτο φέγγος αυτού του ολοκαίνουριου αιώνα.

Όλοι σωπάσανε και ο ομιλητής πήρε την δεσπόζουσα θέση του. Φαινόταν σαν άγγελος που βγαίνει από κάποιον Ευαγγελισμό. Όλοι τον κοιτούσαν με τρυφερότητα, σαν νερό και σαν Χριστό. Ένιωσαν κάπως την πολιορκία στην καρδιά τους να υποχωρεί και ανάσαναν βαθιά, αφήνοντας μια ρωγμή στους ουρανούς στα καταφύγια.
«Θέλει αξιοπρέπεια ο θάνατος. Επειδή δεν είναι αποχαιρετισμός, αλλά ο ύστατος ύμνος στην ζωή. Θέλει τελετή σαν λες αντίο σε ένα σύμπαν που πάει να σβήσει. Να σκύβεις λέει με όλο τον δυνατό σεβασμό στην ζωή που μοιράζεται στον κόσμο. Να διδάσκεσαι από τα αντίο, να μοιράζεσαι τον αγώνα των ποιητών με την αιωνιότητα. Να πέφτεις μες στο σκοτάδι, την δόξα του κόσμου να την λες θλιμμένη. Ο θάνατος είναι μια τέχνη, γυρεύει την απόλυτη έκφραση, το σπουδαιότερο μερτικό του θάρρους.
Για αυτό και οι εικόνες από την ουκρανική Μπούκα με τις σωρούς που κείτονται δεμένες πισθάγκωνα με πνίγει με την ερημιά και την δειλία της. Εκείνη την αλώβητη την μοναξιά που μεγεθύνει το αλλοιωμένο πρόσωπο κάποιου περαστικού. Το άγριο τέρας του πολέμου φάνηκε μες στην νύχτα και θέρισε ψυχές. Γίνανε οι άνθρωποι στίχοι γραμμένοι πάνω στο νερό. Οι Μινώταυροι πέσανε στην πολιτεία, στα αίματα την πνίξανε, ποιος το αξίζει τέτοιο τέλος; Την δέσανε, λέει με έργα υφαντά, με σύρματα λεπτά, στις αυλές φυτέψανε λόγχες και θραύσματα. Κάποιος είδε να σέρνουν την ζωή, κάποιος είπε προδοσία και όλα τα υπόλοιπα τα αφηγείται η μαρτυρία.
Κάποιος ουρλιάζει προπαγάνδα, οι άλλοι χειροκροτούν, τα ηχεία παίζουν τραγούδια.
Και το παιδί που κοιτάζει ως πέρα το νυχτόραμα της ζωής μας; Ποιος είναι εκείνος που θα του πει για το γραμμένο του άγριου χαμού, για τα κλειστά τα μαγαζιά, για τον κίνδυνο που τριγυρνά δίχως ντροπή στους δρόμους; Ποιος θα πει για την πραγματικότητα που δεν διαθέτει την λάμψη του θαύματος, για τις στάχτες, ποιος θα πει, για το αδειασμένο νόημα του κόσμου; Ποιος θα πει στην Μαργαρίτα εκείνο το όχι, όχι δεν υπάρχει θεός;
Κάποιος φωνάζει προπαγάνδα. Ένας άλλος τον κοιτάζει, στο βάθος το ολομόναχο κουφάρι του σκοτωμένου. Κάποιος φωνάζει προπαγάνδα μα η φωνή του σπάει. Άραγε ποιος θα πει πως και η δική του καρδιά απόψε έσπασε; Ποιος;
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Όλων τα σώματα είχαν μεταμορφωθεί σε λέξεις δραματικές. Έξω οι μάγκες από τις αυτοκινητοπομπές καρφώνανε στους στύλους κάτι φθηνά χαρτιά με μεγάλα, κόκκινα γράμματα που έλεγαν, «πόλεμος.»

Κάπου μακριά μέσα από τα χαλάσματα ακούστηκαν οι χορωδίες.
Αυτά τα δέντρα στη βροχή
ήταν ανθρώποι μοναχοί
ήταν άνθρωποι δικοί μας


Α.Θ