Παραμυθένια Πλάνα


Ο Δημήτρης Μαραμής υπογράφει την μουσική, ο Σωτήρης Τριβιζάς μεταφράζει, ο Πάνος Βοτσικάκης ερμηνεύει και το όνειρο ζωντανεύει. Αμπέλια γελούμενα και μάτια γιομάτα από ήλιο προβάλλουν σε δύσκολους καιρούς που διαφεντεύει ο αχαλίνωτος θάνατος.

Όταν θα έχει πια πεθάνει η γλώσσα που έγραψε ένα ποίημα, όταν η δόξα εκείνου που του εμπιστεύτηκε η ζωή τους στίχους και το θαύμα θα έχει πια καταπέσει, τότε θα έρθουν τα τραγούδια. Θα έρθουν από κάθε ντάπια, δειλά και με το βήμα των παιδιών θα αλλάξουν θέση στα πράγματα και την ζωή θα ευεργετήσουν ξανά και ξανά. Όταν ο πόλεμος θα έχει καταστήσει απρόσιτο και αδιανόητο το πρόσωπο του Θεού και ο άνθρωπος θα έχει φτιάξει πελώριο και θανατερό το ίδιο του το ικρίωμα, θα φανούν τα τραγούδια. Παιδιά των ποιητών, έχοντας κερδίσει χίλιες φορές την αθανασία. Θα σκηνοθετήσουν την ελπίδα, στάχτες θα κάνουν εκείνα τα εδάφια του τρομερού που διαμόρφωσαν αυτόν και κάθε άλλον κόσμο. Οι φιγούρες τους θα σηκωθούν από τις πικρές γκραβούρες, θα έχουν στο πλάι τους τις πεταλούδες της Αίτνας, γελώντας θα προσπεράσουν πράγματα ασαφή και δυσπρόσιτα, όπως την αιωνιότητα. Οι φιγούρες τους ντυμένες την αγάπη των στίχων θα αναστυλώσουν το θαύμα και την έκπληξη της ομορφιάς, εκείνα που μάχεται ο χρόνος και ο άνθρωπος σε τόσες γωνιές αυτού του κόσμου.
Οι φιγούρες θα υψωθούν όπως καθεδρικοί, υπάκουα θα αποδεχτούν την μοίρα του ηλιοτροπισμού. Στο πλάι τους πουλιά, σονέτα του Πετράρχη και η καρδιά του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μια ολόκληρη κινητή γεωγραφία ανθρωπιάς και τρυφερότητας. Θα στείλουν ένα γεμάτο ελπίδα τηλεγράφημα στους ανθρώπους, τα μάτια θα ξεσφαλίσουν, σκαρφαλωμένες στο άλογο του Βονταίν που φέρνει τους νεκρούς πάνω στην γη μια φορά τον χρόνο. Βγαλμένες από χρονικά βυζαντινά, ανάμεσα σε φυτά και ήμερους κάμπους και νύμφες, πτηνά ωδικά και οξύφωνα πλάσματα τον ρου θα αλλάξουν της ζωής.
Βρήκαν σήμερα στη λίμνη
μια νεράιδα πεθαμένη
είναι έξω από τη λίμνη
καταγής σαβανωμένη
μ’ ένα ψάρι στους μηρούς της
π’ όλο έρχεται και πάει
ο άνεμος της λέει: μικρή μου!
μα εκείνη δεν ξυπνάει…
Ήχοι πράσινοι, γεμάτοι σιωπή θα ξεπηδήσουν από την απόκοσμη την όψη τους. Απόκοσμη γιατί δεν ξέχασε ποτέ τον έρωτα, απόκοσμη μες στους βομβαρδισμούς, ιδανική και αγαπημένη μορφή των παραμυθιών. Θα σταθούν τριγύρω από τον ποιητή, μες στις βραδινές τις μυρωδιές, μες στον καπνό και την παγωνιά και εκεί στο χείλος της καταστροφής θα μπορέσουν, όχι με την φρόνηση, μα με την εγκαρτέρηση να περισώσουν τον παμπάλαιο ρυθμό. Όλα θα τα συντρίψουν, δρόμους, υποστατικά και εκείνη την ανεπανάληπτη πλήξη που δίχως το όνειρο καταστρέφει την ζωή.
ο θεός να σε φυλάει
για την κόρη των λιμνών
πάμε να προσευχηθούμε
στην κυρά των ποταμών
Και όσοι δεν φαντάστηκαν ποτέ πόση αγάπη χωρεί η καρδιά του ποιητή, πόσο πόνο και προσφορά, τίποτε δεν θα νιώσουν από αυτήν την προσευχή. Μονάχα θα πουν, πως κάπου στον κόσμο το υγρό πάτωμα πλημμύρισαν βήματα ανοιξιάτικων φαντασμάτων και τίποτε. Και ήσυχα θα συνεχίσουν την ζωή τους την πεζή, καθιστοί σε μια λεύκα ή στην πλάτη ενός κάρου, ανίδεοι για εκείνη την αμετάφραστη, μυστική ζωή που ανασαίνει καθώς η άνοιξη παρελαύνει πάνω σε σπασμένους καθρέφτες και σε χάλυβες.

Α.Θ