Στο στήθος κόκκινος σχιστόλιθος

O Κητς το 1818 επιστρέφει για να περιθάλψει τον άρρωστο αδερφό του. Η φυματίωση θερίζει. Ο ποιητής ερωτεύεται την Φάνυ Μπράουν, νοσοκόμα στο πλευρό του αρρώστου. Μερικοί στίχοι θα σφραγίσουν αυτήν την αγάπη. Σήμερα, μερικές μέρες πριν συμπληρωθεί ένας ολόκληρος αιώνας από τον χαμό του Άγγλου βάρδου που έφυγε στις 23 του Φλεβάρη του 1821, η μουσική του Νίκου Κυπουργού στεφανώνει αυτήν την πικρή ιστορία. Ένας ολόκληρος, σβησμένος κόσμος που έχει πια αποκτήσει την αίσθηση του πεθαμένου λικέρ πέφτει θύμα κατάχρησης, όπως κάθε μύθος. Και ας μην μπορεί κανείς να φανταστεί πόσα πολλά σημαίνουν παρόμοιες μεταφορές για εκείνους που σήμερα τους σκεπάζει ο άγριος πυρετός.

Η Φάνυ γλίτωσε από θαύμα. Έβγαλε το κεφάλι της από την σκόνη, κοίταξε τους περαστικούς, κρατήθηκε από τον εαυτό της. Η Φάνυ σηκώθηκε. Έκλεισε πίσω της την ανθολογία. Τώρα δεν έχει τίποτε να φοβάται και ο νους της έχει διαλυθεί. Ο Τζων, ο δικός της Τζων κοιμάται για πάντα στο βρώμικο δωμάτιο του μοτέλ, στο βάθος μιας σελίδας. 

Ο καιρός αγριεύει, ο καιρός φυσά δυνατά και παίρνει μακριά την ψυχή του Τζων. Στα ρείθρα χύνονται στίχοι, ποιήματα ολόκληρα, μικρές, μεγάλες καταστροφές. Η Φάνυ τρέχει, τρέχει, τρέχει με όλη την δύναμη του σώματός της, η καρδιά χτυπά δυνατά, η ψυχή χάνει το βήμα της και η Φάνυ την τραβά από τις πουπουλένιες της πλεξούδες. Και οι δυο τους τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν ώσπου η Φάνυ να πέσει απελπισμένη πάνω στην πόρτα του ιατρού. Τρέξτε, ο Τζων πάγωσε. Ο Τζων ανασαίνει με δυσκολία. Ο Τζων κατορθώνει και ζει με σάπιους πνεύμονες, ο Τζων, ο Τζων, ο Τζων. Μα οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν τις λέξεις και έτσι η φωνή της δεν φθάνει πουθενά.

Και μες στο σπίτι καλά χωνεμένη η βρετανική αισθητική. Βαριές κουρτίνες και δυνατή φωτιά, τομάρια ζώων, δουλεμένα στην ύφανση, κηροπήγια, βαλσαμωμένοι κάστορες, μετάλλια, δαντέλλες, ζωγραφιές αλόγων φτιαγμένες σύμφωνα με την επικρατούσα γνώμη, κοσμήματα, ξίφη, εικόνες με Μαντόνες τριγύρω στον Γολγοθά, τι όμορφο μέρος συλλογίζεται η Φάνυ και τα δάκρυα πλημμυρίζουν το πρόσωπό της. Η παγωνιά Τζων, η παγωνιά σου κάνει ανυπόφορο αυτόν τον κόσμο. Και ο νους της τριγυρνά στο ζεστό σπιτικό του ιατρού, την δυνατή φωτιά, τις λεπτομέρειες μιας χαλκογραφίας που όμοιά της ποτέ δεν είχε ξαναδεί η άμοιρη η Φάνυ. 

Για εκείνη αναλογεί μονάχα η αγάπη του Τζων και μερικοί στίχοι. Για εκείνη αρκούν μεγάλα, καταπράσινα βοσκοτόπια με μακρινά δέντρα, όλο συστάδες για τους ερωτευμένους που απολαμβάνουν τον περίπατό τους δυστυχισμένοι, δίχως διέξοδο από την τρομερή τους μοίρα. Για εκείνη οι τρεμάμενοι στίχοι και η αδύναμη φωτιά μες στα μάτια του Τζων. Για εκείνη το τραγούδι του φεγγαριού που είναι γραμμένο στο πίσω μέρος του κόσμου. Ούτε λόγος για το σπιτικό του ιατρού κάτω στην πόλη που δεν του λείπει τίποτε. Για εκείνη νιάτα σκοτωμένα σε κρυσταλλικά παλάτια, κεντημένα μπράτσα, σβησμένα ίχνη ανθρωπιάς. 

Και τότε η Φάνυ που δεν έχει τίποτε πια να χάσει επιστρέφει κοντά στον Τζων. Βρέχει και η ρεκλάμα του μοτέλ τρεμοσβήνει. Από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθούν μερικές σπίθες και η ρεκλάμα θα σβήσει με έναν κρότο. Άκου Τζων, αν αντέξεις λίγο ακόμη, εδώ πιο κάτω είναι το σπίτι του ιατρού. Εκεί μες στην ζεστασιά θα βρεις τον εαυτό σου. Τα ποιήματά σου θα ζεσταθούν, οι στίχοι σου θα χαμογελάσουν, θα το δεις. Πρέπει μονάχα να σύρουμε τα βήματά μας ως το κέντρο της πόλης. Μην φοβάσαι Τζων, θα σε κρατώ εγώ. Εσύ έκανες ότι μπορούσες, με αγάπησες όσο άντεχες, τώρα νιώθω πως σου χρωστώ Τζων. Ακούς την φωνή μου; Θυμάσαι πως με έλεγες αηδόνι; Το ξέρω πως με ακούς, κάπου εκεί έξω πλάι στο άγριο πουλί και τον παραπόταμο, θερίζεις το πράσινο χορτάρι. Έλα Τζων, το μόνο που χρειάζεται είναι μερικά βήματα, κανείς δεν θα μας καταλάβει. Ο ιατρός είναι καλός. Ίσως είναι τέρας και αυτό μπορεί να σημαίνει τελικά ανθρώπινος, ωστόσο οι εντυπώσεις παραμένουν καλές. Και άλλωστε Τζων, αν συνεχίσεις να με αγαπάς τόσο πολύ, υπάρχει η πιθανότητα να μην αντέξεις, κάθε μέρα που περνά την κλέβεις από τον θάνατο. Και ο ιατρός είναι καλός, καλός, καλός Τζων, με τρυφερά χέρια, παγωμένα σαν τον μαρμάρινο τόμο του Απόστολου στην πρόσοψη του αβαείου. Μα τι γυρεύω, Θεέ μου, τι γυρεύω. Όλοι θα πουν η Φάνυ τα ΄χασε, δεν θα έχουν άδικο, η Φάνυ μιλά παράταιρα. Θεέ μου! Χάθηκα πια!

Τώρα οι δυο τους κοιμούνται βαλσαμωμένοι στο βάθος του βρώμικου δωματίου. Το μοτέλ έχει κλείσει και έτσι κανείς δεν υποψιάζεται πως εκεί μέσα αργοπεθαίνουν η Φάνυ και ο Τζων. Ένα κορίτσι και ένας ποιητής δυο που αγαπήθηκαν με σεισμό και με πλημμύρα. Ύστερα από χρόνια όταν θα διαβάζουν τους πεισιθάνατους όρκους του Άγγλου βάρδου, θα κρατούν ένα λεπτό σιγής, δίχως άλλες εξηγήσεις. Θα θυμούνται την βρώμικη ζωή που χαράκωσε για πάντα τα αλλοτινά, ποιητικά παιδιά της Αλβιόνας. 

Παντού μες στο μοτέλ μετεωρίζεται μια μυρωδιά πεθαμένου λικέρ. Μα πώς μυρίζει ένα πεθαμένο λικέρ; Η κριτική γυρεύει ακόμη να μάθει την τύχη της Φάνυ και δεν καταπιάνεται με αυτούς τους περίκλειστους κόσμους. Άλλωστε, πρέπει κανείς να πιστεύει στην άνοιξη για να δώσει σημασία σε τέτοιες μεταφορές, σε τόσο ακριβείς περιγραφές.

Α.Θ