Astoria

Στο φόντο η αιωνιότητα της Ζήνωνος, σήμερα που κανείς δεν την θυμάται και τα ράδια την λογαριάζουν πια για πεθαμένη μελαγχολία. Και σε πρώτο πλάνο η παλιά, δοκιμασμένη ιστορία, φίδια και μαγεμένοι καρποί και εξορίες. Και αντίο, συγνώμες, σινιάλα στην παγωμένη πόλη. Μαύρο, λουστραρισμένο αυτοκίνητο και οι στίχοι του Νίκου Ζούδιαρη, τελευταία ανταπόκριση. Ο Άνταμ και η Εύα σκοτώνονται στην λεωφόρο. Από την πλήξη. Όλα συμβαίνουν στα πέριξ του ξενοδοχείου Astoria. Κοντά στην Ζήνωνος.

 

Μια κιθάρα σκίζει την σιωπή. Θέατρα και διαχωριστικά γκρεμίζονται εμπρός στο βάρος του πιο ανθρώπινου φόβου.

 Και η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι.

Ο Άνταμ είναι στην ανεργία κοντά τρεις μήνες. Σήμερα αποφάσισε να ενδώσει. Θα πει το ναι, πάει τέλειωσε. Απέναντι που στεγάζεται η μεταφορική έχουν ζητήσει εδώ και μια βδομάδα τρεις νέους. «Αν θέλεις έλα, εγώ δεν σε πιέζω. Μα να κάθεσαι; Το αντέχει η τσίπα σου; Έχεις, δεν έχεις τέτοια;» Ας είναι. Θα μεταφέρουν τα πιάνα. Εκείνος θα αναλάβει καπάκια και κουμάντο, πάει να πει δεν θα κουβαλά. «Και το μερτικό μου;»

«Θα κερδίζεις πενήντα την ημέρα. Καλά δεν είναι;»

Με αυτά θα μπορέσει να πάει να την βρει. Πάνε δέκα μέρες. Θα νομίζει πως την ξέχασε. Καρφωμένα τα άστρα στα μαλλιά της από το φωτορυθμικό, λίκρα και φτηνό λικέρ. Κραγιόνια, απουσίες, γρήγορες χορογραφίες, αμηχανίες, αντίο, για πάντα. Με εκείνον όμως, είναι διαφορετικά. Θα τον πιστέψει και η πληγή θα είναι ανεπανόρθωτη. Με αυτά τα πενήντα θα πάει να την δει. Και θα πληρώσει κάτι μικρογεύματα που χρωστά στο μαγαζί και ίσως αν είναι συνετός καταφέρει να βγάλει εκείνο το άτιμο το εισιτήριο ως το χωριό.

Σιχαίνεται τα κλισέ. Του το είπε, «εμένα δεν θέλω να με τραβήξει κανείς από την ζωή μου.» Τότε γιατί με φίλησε; Μου είχε πει, την πρώτη φορά μου είχε πει, «απαγορεύονται τα φιλιά» και γέλασε, ομορφαίνοντας το δωμάτιο. Και τώρα δεν με αφήνει να φύγω, κλαίει, χτυπιέται, ανάβει τσιγάρο και με ανοιχτή ρόμπα μου λέει, «αν φύγεις να μην ξανάρθεις.» Και ύστερα πάλι, «γύρισε, δεν το εννοούσα, μα και εσύ που δεν μιλάς, γιατί άραγε;»

Το λεωφορείο κατηφορίζει και τίποτε δεν μπορεί να το σταματήσει. Η μουσική βρωμάει λυπημένη δόξα. Η ιστορία συνεχίζεται.

Όσοι βρίσκονται εδώ γυρεύουν το ίδιο πράγμα. Έχει κόσμο απόψε. Οι εραστές μπαινοβγαίνουν και όλος ο δρόμος είναι στρωμένος κερήθρες και αιώνιο μέλι. Στο άλλο στενό, με την μικρή αυλή, θυμάμαι να μου το λέει ξεκάθαρα. «Την επόμενη φορά θα είμαι έτοιμη.» Έφτασε. Έχει δυο τρεις πελάτες, ο ένας είναι πολύ νευρικός, φοράει λευκό πουκάμισο και μοιάζει με αρνητικό φωτογραφίας. Ο Άνταμ κρατά τα άνθη και προχωρεί στο χολ.

Το κορίτσι του βγαίνει, λέει πως δεν είναι σε θέση και οι άλλοι φεύγουν. Η πόρτα στο βάθος μισάνοιχτη. Το κορίτσι του έχει βάλει τα κλάματα. Το μακιγιάζ της, θάλασσα χρώματα, λίκρα και φτηνές συγνώμες.

«Δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις;»

Και ήταν συνένοχοι ποιητικοί, ο φόβος του Θεού ερχόταν πια σε δεύτερη μοίρα.

Ο Άνταμ άφησε τα λουλούδια και χάθηκε στην πόλη. Το κορίτσι του σπάραξε μα τράβηξε τον δρόμο του. Κάποιος ζωγράφισε τον κίνδυνο στα μάτια των εραστών. Η πόλη ήταν μια παγωμένη λίμνη.

Η ιστορία διαβάζεται καλύτερα τις νύχτες. Πιστεύει στην γοητεία εκείνων των ωρών και την αδυναμία τους.

Α.Θ