Ρώτα το πρωινό

Ήταν το μακρινό 1964 όταν έγινε πια κοινή παραδοχή πως πίσω από τις κούκλες των κομμωτηρίων και το αποφασιστικό μακιγιάζ, κρύβονται αληθινά κορίτσια. Όπως η Κλαρίσε Λισπέκτορ που εκδίδει τα κατά G.H. πάθη και η Κορίνα Τσοπέι που κατακτά το Μαϊάμι. Και η Νικολέτα που μέχρι σήμερα δικαιώνει την φήμη της πιο εξωτικής ομορφιάς σε ολόκληρα τα Πατήσια.

Η Νικολέτα ποτέ δεν αποφασίζει από το βράδυ τι φουστάνι θα φορέσει. Ρωτά το πρωινό, κοιτάζει πάνω από τις στέγες, αναρωτιέται κατά πού τραβά ο καιρός. 

Κάθε μέρα ξυπνά ερωτευμένη. Αναστατώνει από την αρχή την ζωή της, διαλέγει σκιές και είναι έτοιμη για την καινούρια περιπέτεια. 

Το παιχνίδι είναι χαμένο, ο κόσμος ετοιμάζεται να ριγήσει για χάρη της, κάτω από τα βήματά της που οργώνουν την πόλη γίνονται κομμάτια οι καρδιές.

 Εμπρός Νικολέτα και η παγωνιά την αρπάζει για πάντα κοντά της. Και είναι όμορφη πολύ ανάμεσα στα τροχοφόρα, τις στοές, τους αρρώστους και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τους ερωτευμένους και τους νικημένους και όσους ποτέ δεν θα βγουν στο σταυροδρόμι, πιστοί στην παλιά τους υπόσχεση. 

Χρόνια πολλά, παντοτινά χρόνια Νικολέτα φωνάζει κάποιος περαστικός. Εκείνη βυθισμένη κιόλας στις δυσκολίες της ζωής της μακραίνει σαν σε φωτογραφία. Θα τα καταφέρεις έπρεπε να λέει η συνέχεια της ιστορίας μα είναι κιόλας αργά. Η Νικολέτα έχει γίνει μια σταθερή τροχιά, πολύ μακριά από τον εαυτό και απ΄το όνειρό της.

Μια μικρή προσευχή την συντροφεύει σήμερα και πάντα. Μα καλύτερα αν την συναντήσεις στον δρόμο, συνέχισε, επειδή η Νικολέτα ανά πάσα στιγμή, μπορεί να σπάσει, μπορεί να κλάψει, να δεις πόσο ανθρώπινη είναι.

Α.Θ