Τι παίρνει μαζί του Ο Δον Αουγκούστο;

[…Ήμουν κάποτε
Ο θρύλος
Της ζωής σου,
Ο αλαργινός..]

“Veinte Anos”
Maria Teresa Vera

 

Είναι παράξενο μα το ήθελε η μοίρα μερικές σελίδες από το τέλος της κουβανικής επανάστασης να γραφτούν στο αεροδρόμιο της Ζακύνθου. Τι τραγικό τέλος για αυτήν την ελπίδα που λερώθηκε από μερικές δεκαετίες γεμάτες κατάπτωση και διαφθορά. Είναι τραγικό το τέλος αυτής εδώ της επανάστασης. Κυρίως γιατί στα πρόσωπα των μετέωρων ταξιδιωτών μπορεί να δει κανείς μια χώρα που φεύγει με όλα της τα πανιά ανοιγμένα και όλους τους στρατηγούς της νικημένους και όλα της τα συνθήματα ληγμένα. Ο δον Αουγκούστο προτού χαθεί πρόλαβε να πει δυο λόγια στο συνεργείο της τηλεόρασης που καταγράφει το παράξενο γεγονός. «Di doman non ce artegga» σε άπταιστα ιταλιάνικα που διδάσκονταν μες στις πιο ερεθιστικές νύχτες τα αλλοτινά παιδιά του 1930.
Αμέσως μετά πέφτουν οι στίχοι του Veinte Anos που έγραψε η Maria Teresa Vera. Το bolero της μετρά μερικές δεκαετίες και κάμποσες αξιόλογες εκτελέσεις. Μα καμιά δεν φτάνει την αποψινή, την πυρετώδικη που αφιερώνεται στο φευγιό του δον Αουγκούστο, ενός ανθρώπου ίδιου επανάσταση.

Στην οροφή το γυαλί του θόλου έχει σπάσει. Και απ΄εκεί βυθίζονται σε μια πτώση κατακόρυφη τα πουλιά του πρωινού. Το φως τ΄ακολουθεί και ξεπλένει την σάλα του αεροδρομίου. Κάποιοι φωνάζουν, κάποιοι λυπούνται, ένας κύριος κοιτάζει τις φωτογραφίες που βγάζει από την μέσα τσέπη του. Είναι ασπρόμαυρες και έχουν φθαρμένη μπορντούρα. Ο χρόνος τις σβήνει, ο χρόνος που μετριέται αλλιώς στην Αβάνα.
Ένας ένστολος ζητά ταυτότητες, έγγραφα. Τον συνοδεύει ένας μεταφραστής που μπαίνει στον κόπο και μιμείται το αυστηρό αίσθημα του αξιωματούχου. Τα παιδιά τους κοιτάζουν με έκπληξη, οι γυναίκες τρέμουν μα χαμογελούν, κάποιος δεν διαθέτει τα απαιτούμενα χαρτιά, τον αντικρίζουμε που ξεμακραίνει στα χέρια των αξιωματικών, φορά το ψαθάκι του και είναι παντού τριγύρω του το μεταφυσικό λιμάνι του Μαριέλ. Καλό σου ταξίδι Μινγκέλ, καλό σου ταξίδι φωνάζει μια γυναίκα ντυμένη με χρυσάφια και ολομέταξα υφάσματα.
Ο δον Αουγκούστο ταξιδεύει μόνος. Δεν υπάρχει κανείς πίσω στην Αβάνα για αυτόν. Έχει γεράσει πριν την ώρα του, δοσμένος με τέτοιο πάθος στις καταχρήσεις, τους έρωτες, τις πυγμαχίες για τα μάτια της νεαρής Ντολόρες που έγραψε κάποτε ιστορία στο κλαμπ Sancon κατεβάζοντας μια ολόκληρη στρατιά από έρωτες για να της κάνουν σιγόντο.
Τώρα βρίσκεται εδώ, τριγύρω από μια θάλασσα ελληνική. Η μέρα είναι όμορφη και καλοφτιαγμένη και θα μπορούσε να πει κανείς πως θυμίζει την καλοκαιριάτικη υγρασία της Αβάνας. Δίνει τα χαρτιά του και σαν να μην υπάρχει καμιά απειλή τριγύρω τραβά κατά την έξοδο. Δεν θα τον εμποδίσει κανείς τον δον Αουγκούστο, άλλωστε η τρυφερότητά του φαντάζει ανίκητη. Θα περάσει εμπρός από τα καφενεία τα κατάμεστα, θα σταθεί κάτω από τον ήλιο στην αυλή ενός αναψυκτήριου με χαλασμένη πρόσοψη και ίχνη μιας μπαρόκ αποτίμησης στα γύψινα. Ζωγραφίζει πάνω στο φθηνό χαρτί του ταμπλό που πήρε μαζί του από την Αβάνα. Ένα κορίτσι, ένα περίστροφο, ένα φεγγάρι πιο όμορφο από το κορίτσι, που ΄χει φωνή των αγγέλων και έχει γεννηθεί μες σε μια ζωγραφιά ευαγγελική. Με το τίποτε ο δον Αουγκούστο ξαναφτιάχνει την Αβάνα με τα λιγοστά του σύνεργα.
Μα οι αρχές που ΄χουν προλάβει να μετρήσουν τα κεφάλια των ταξιδιωτών γνωρίζουν κιόλας πως ο δον Αουγκούστο έχει δραπετεύσει. Θα τον γυρέψουν επίμονα, μα δεν φαντάζονται πως έχει από ώρα πια επιστρέψει στην παλιά του ζωή. Διαθέτει τώρα πια το κεφάλι ενός Ρωμαίου Αντίνοου, τόσο όμορφος είναι. Εμπρός του περνούν τα παιδιά της επανάστασης, σκιές και τίποτε που κλείνουν απόψε τον κύκλο τους. Ξάφνου από κάπου φυσά το ψαρόλαδο από τα σκάφη του Μαριέλ που λικνίζονται στα πόδια του ωκεανού. Κάτι τέτοιες ώρες ο δον Αουγκούστο νιώθει τον χρόνο και νιώθει τον θάνατο και νιώθει ως μέσα του βαθιά, τι σόι πράγμα είναι αυτή η φοβερή ζωή.
Η αγορά ερημώνει, όλα τα μαχαιρώνει το φως και θα΄ταν ψέμα αν κανείς μπορούσε με βεβαιότητα να επαληθεύσει την θέση του ανδριάντα και τον αριθμό των αψίδων που δίνουν μια όψη φλωρεντινή στο ωραίο ανάκτορο της πλατείας. Η περίπολος φθάνει κοντά του. Οι σκοπευτές έχουν ακροβολιστεί στην πλατεία. Ο δον Αουγκούστο, ένας γλυπτός Δαυίδ μονάχα με την σφεντόνα του και την ανάμνηση της Κούβας βγάζει το καπέλο του και τους αποχαιρετά, καθώς τα ρεβόλβερ ξερνούν φωτιά. Ο δον Αουγκούστο γίνηκε ριπή του πόθου μες στην φύση, χαρίζοντας στην πλατεία και τους άνδρες της περιπόλου μια ταραχή ισάξια του βυθού.
Το πιστολίδι σώθηκε. Εκεί που καθόταν άλλοτε ο δον Αουγκούστο, είναι αφημένο ένα τριαντάφυλλο και το ψαθάκι του υπέργηρου εραστή.
Την άλλη μέρα οι τοπικές φυλλάδες που αρέσκονται σε παράξενες ιστορίες έγραψαν ένα ωραίο άρθρο που κατασυγκίνησε τους αναγνώστες. Η Αβάνα ακόμη μακρινή μα ο δον Αουγκούστο βαδίζει έξω από τον κόσμο εν αγάπη και εν τιμή, σβήνοντας τον λυχνοστάτη του τίποτε που όταν ανάβει, ω Θεέ μου, μαρτυρά την ομορφιά της Αβάνας. Και την ιστορία που ξεφυλλίζει το όνειρο της ζωής δίχως χαλινάρι. Την αλόγιστη ιστορία που τόσο άδικα φέρθηκε στον δον Αουγκούστο, πόσο άδικα. Ίσως για να γραφτεί αυτή εδώ η ιστορία.

Α.Θ

 

https://www.youtube.com/watch?v=O5ItB0Xneg8