Tangerines

 

Μόνο η μουσική
Μπορεί να δώσει
Μια απάντηση
Στην Μαργαρίτα

Ο Jim Croce πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα το 1973. Μα έχει προλάβει ήδη από το 1970 να αφήσει ανεξίτηλο, άσβηστο σημάδι τους στίχους του παραμυθένιου του τραγουδιού Time in A Bottle. Στίχους που θα μπορούσε να θυμηθεί κάποιος που αντικρίζει την ζωή του να σωπαίνει, στίχους που θα μπορούσαν να γεμίσουν το κενό ανάμεσα σε σένα και την υπόθεση χρόνος. Αυτήν που κάνει κομμάτια η τέλεια και απροσμέτρητη μυρωδιά του μανταρινιού, μοναδική απόδειξη του ανθρώπινου δράματος και τρυφερό ισοδύναμο του αστερισμού που λάμπει έτη φωτός μακριά μας.

Superstites instructiones ad diversos
Τα σπίτια, τα δέντρα και οι φίλοι πεθαίνουν μες στον άνεμο. Κάτι αιφνίδια ρεύματα τους παίρνουν για πάντα κοντά τους. Ίσως ξανάρθουν κάποτε μα θα΄ναι δίχως εμάς και όλη τους η παρουσία θα ΄ναι το θρόισμα και ο τρυφερός τριγμός μες στην κλεισμένη σάλα. Ένας ήχος και τίποτε. Αυτή την συνθήκη θα πρέπει κανείς να την λάβει σοβαρά υπόψη του αν θέλει να διαβάσει τις γραμμές που ακολουθούν. Επειδή αν κάποιος τ΄αρνηθεί πως τον κόσμο μας φωτίζουν χαλασμένοι λυχνοστάτες και αν κάποιος τ΄αρνηθεί πως ο χρόνος είναι η σκόνη πάνω στα πράγματα, πως ο χρόνος είναι η γερασμένη Ελένη, τρελή από έρωτα και μοναξιά στους δρόμους της Σπάρτης, πως είναι μονάχα το θρυμματισμένο πρόσωπο της κόρης που ήρθε στο φως μες στην καρδιά του εργοταξίου, πως χρόνος είναι αυτές οι πελασγικές πέτρες τα καλοκαίρια που αγαπήσαμε, ίδιες καθώς γερνούμε και επιστρέφουμε ξανά και ξανά θα΄χει κάψει για πάντα τα φτερά του. Χρόνος είναι τ΄άστρο Αλδεβαράν και τα σκαλοπάτια της χαμένης Ατλαντίδας και τ΄αηδόνι που σωπαίνει από νύχτα σε νύχτα. Όλα είναι χρόνος, ένα παράξενο υλικό που σταλάζει από τους φωταγωγούς εντός μας. Για αυτό λοιπόν, δεν λογαριάζεται καμιά ιστορία δίχως να λαμβάνει κανείς τις πιο φαντεζί λεπτομέρειες, όπως τον παράγοντα χρόνο που διαφορικά αναλύεται πάνω σε κάτασπρες κλωστές. Το΄πε ο ποιητής, ο χρόνος είναι χιόνι.
Historia
[…Οδήγησε αμέτρητα χιλιόμετρα. Είχε χρόνια να κάνει τον ίδιο δρόμο και όμως μπορούσε με μάτια κλειστά να θυμηθεί τα μυστικά περάσματα. Να, εδώ κάποιο μεσημέρι μεγάλωσε ξαφνικά και λίγο πιο πέρα φιλήθηκαν για πάντα. Εδώ ήταν μια πεταλούδα που στάθηκε στα χέρια του, ψιθυρίζοντας την ηλικία της βροχής που γεννιέται τούτη την ώρα στο Πεκίνο και την Καλκούτα. Εδώ και ο πρώτος έρωτας και η ταραχή του βυθού μες στην ψυχή του που ισοδυναμεί με το πρώτο μοίρασμα του εαυτού. Και εδώ που γελαστήκαμε από ευτυχία και είπαμε να κλείσουμε τις στιγμές σε ένα μπουκάλι, σαν αυτά που κουβαλούν το απελπισμένο μήνυμα μες στους αιώνες. Εδώ έζησαν κάποτε δυο εραστές και με αγάπη και τιμή προχώρησαν την ζωή τους.
Το σπίτι αποκαλυπτόταν σιγά σιγά πίσω από τα δέντρα και τους λόφους. Το σπίτι που ΄χει γραμμένη την μοίρα του θανάτου πάνω στα ύφαλά του σαν εσένα και σαν εμένα και σαν την πιο σπουδαία αυτοκρατορία. Μοσχοβόλαγαν οι μανταρινιές τριγύρω και η βροχή έπεφτε αργά σαν φιλοδώρημα. Ξέρεις, κάποτε συμβαίνουν θαύματα που δεν υποψιαζόμαστε, όπως αυτή η κλειδωνιά που γυρνά τρεις φορές, ο ήχος του ξύλου που ζωντανεύει, σαν μια κούκλα θεάτρου ξεχασμένη. Γεμάτο φαντάσματα το σπίτι, που ΄χουν πια λάβει το σχήμα της καρέκλας, του τραπεζιού, μιας λάμπας για την θύελλα. Γεμάτο το σπίτι από εσένα και από εμένα και τις φωτογραφίες ενός κάποιου καιρού. Άλλος γυρεύει κιονόκρανα στις εξοχές μα εγώ ζητώ εσένα μες στις παλιές αυλές και τα περιβόλια. Εγώ γυρεύω κάτω από τα χρόνια την μυρωδιά του μανταρινιού που ΄χει σημαδέψει ανεξίτηλα τα σφραγισμένα χείλη. Εγώ γυρεύω την ύστατη απώλεια, σε βλέπω που περνάς σαν σκιά από δωμάτιο σε δωμάτιο και αν δεν σ΄ακολουθήσω θάνατος θα’ ναι. Σε ακούω που τραγουδάς, σε ακούω που αναχωρείς με το θανάσιμο, το θανατερό φεγγάρι, σε ακούω να πλανιέσαι εδώ και εκεί, να σωπαίνεις, μια νεκρή σαιζόν, μια παλιά πιετά. Ανοίγω το παλιό μπουκάλι και αποθηκεύω χρόνο και αίσθηση για τις δύσκολες μέρες που θα΄ρθούν, όταν εγώ θα σε ζητώ σε γραμμές άγονες και σε νησιά του καλοκαιριού, στους βράχους του τίποτε που παίρνουν βαθμηδόν το σχήμα του προσώπου σου. Το σπίτι διαθέτει το δικό του δέρμα από φθαρμένη περγαμηνή και μια νεκρή, μελαγχολική αίσθηση. Άραγε να μπορούσα όλα ετούτα να τα κλείσω μες στο μπουκάλι μου, όσα θα φύγουν κάποτε με τα πανιά τους ανοιγμένα, παίρνοντας μαζί τους κρεβάτια και σερβίτσια και θέατρα της ζωής μας ασυγχώρητα. Κλέβω από την μανταρινιά το μυστικό της και όλο επιστρέφω με όλα μου τα κύτταρα γεμάτα από το υλικό εκείνου εκεί του ξεχασμένου κόσμου. Ενός κόσμου αυτόνομου, παλιού και απλού σαν θαύμα. Καθώς απομακρύνομαι παραδέχομαι δίχως αμφιβολία πως ο χρόνος μπορεί και κομματιάζεται. Τα φύλλα της μηλιάς μου αποκρίνονται, μα είναι μονάχα μια δική μου εντύπωση και έτσι, πιο αποφασιστικά από ποτέ γερνώ. Κάποτε θα πουν, σε αυτό το σπίτι έζησαν οι εραστές, δολοφονήθηκαν από τον χρόνο πάνω στ΄άνθος της ηλικίας και της αγάπης τους. Εκείνο το σπίτι, εκείνες οι αισθήσεις οι πλανεμένες, τα μανταρίνια και η σκόνη, δεν συνιστούν παρά την μόνη ανταπόδοση που μας οφείλει ο παράγων χρόνος…]
Finitione
Κανείς δεν είναι σίγουρος για τις ιστορίες που σκαρφίζεται. Προσέχει το τέλος τους να διαθέτει μια ιδέα από την ανεπίληπτη μαγεία, να διαθέτει αυτό που λέμε έκπληξη, ένα στοιχείο δηλαδή που μπορεί και ανατρέπει κάθε προσδοκία. Στην αρχή γεννιούνται μες στο περίγραμμά τους, δειλές και αδέξιες. Μα αν το θέλει η τύχη ίσως καμιά φορά να ανακτούν την χάρη ενός φτερού και ίσως να δείχνουν την κρυψώνα του Θεού μες στο αιώνιο παιχνίδι του χρόνου.
Μα τίποτε από όλα αυτά δεν αφορά ετούτη εδώ την ιστορία. Τίποτε έξω από την σπιρτάδα του μανταρινιού που καίγεται επάνω στην μαντεμένια σόμπα και με ένα νεύμα της παραμερίζει το παραπέτασμα του καιρού. Όλα τα άλλα θυμίζουν λιωμένες κούκλες και ριγμένες στο σκοτάδι φωνές. Κάπως έτσι θεμελιώνονται οι ιστορίες, θεσμοί τρυφεροί και της λήθης, ω ναι της λήθης, αχνάρι.

Α.Θ