Αλέξανδρος Αδαμόπουλος | Η Monique

Ένας μονόλογος

Κάθε φορά που έκανα ένα λαθάκι μιλώντας μπροστά σε φίλους του ελληνικά, ο πεθερός μου αμέσως με προστάτευε με ένα· «Τα ξέρει καλά η Monique, μα δεν είν’ από ’δω…» Μια χαρά τα πηγαίναμε δυο μας: Αιγυπτιώτης με τεράστιες επιχειρήσεις σ’ όλη την Ευρώπη· ήταν ένας απ’ τους πιο πλούσιους ανθρώπους τού καιρού του, ο γέρο Φωτιάδης. Μόνο που δεν ήθελε να παντρευτεί ξένη ο γιός του. «Μία Βελγίδα» έλεγε, μ’ ένα παράξενο γελάκι που με βάραινε· σα να πάσκιζε να δικαιολογηθεί· σα να με λυπόταν. Λες κι ο ίδιος δεν είχε παντρευτεί στα νιάτα του μιαν Αγγλίδα! Και μάλιστα μία τής σειράς· όχι σαν εμένα, που στο κάτω κάτω την είχα σπουδάσει τη γλώσσα. Και ήμασταν όλοι και τρεις γενιές φιλέλληνες… Αγαπιόμασταν όμως με τον Κίμωνα· χρόνια μαζί φοιτητές στο Παρίσι -εκείνος γεωπόνος, εγώ κλασική φιλόλογος, αρχαιολόγος- και στο τέλος παντρευτήκαμε στην Ορθόδοξη εκκλησία εκεί. Τότε που έγινε η εισβολή στην Κύπρο, και οι Έλληνες φορτώθηκαν στην πλάτη τους ακόμα μία τραγωδία.

Δεν μού άρεσε ποτέ η ατμόσφαιρα τής διάλυσης το Μάη τού ’68, ούτε οι χίπηδες με το LSD και τα ναρκωτικά, ούτε οι αφελείς απλουστεύσεις, ούτε η υποβάθμιση των κλασικών σπουδών. Και ο Κίμωνας τα ίδια πάνω κάτω: Ήταν ωραίος ως Έλλην· ίσως φανατικός καμιά φορά, λιγάκι αφελής, κάπως αυθάδης, πανέξυπνος όμως κι ερωτεύσιμος όσο δεν πάει άλλο. Δεν καπνίζαμε· εγώ δεν έτρωγα ούτε κρέας. Μας άρεσε το διάβασμα, η μουσική, ο στοχασμός, η φύση. Κι έτσι, όταν πέθανε ο πατέρας του, τι πιο φυσικό αντί να ζήσουμε στη Λιέγη, με τους δικούς μου, να πάμε στην Ελλάδα και να ρίξουμε άγκυρα εκεί· στο πατρικό τού γέρο-Φωτιάδη στη Σάμο.

*

Τι σπίτι! Ούτε ο Κίμων δεν ήξερε καλά-καλά τι ακριβώς έκρυβε μέσα στα σωθικά του. Γιατί ο γέρο-Φωτιάδης όσο αγαπούσε τις δουλειές του και ήξερε να κάνει λεφτά με ουρά, άλλο τόσο λάτρευε τη ράτσα του· το Έθνος. Και είχε μαζέψει εκεί μέσα όλη την Ελλάδα με τον πιο φυσικό κι αγαπησιάρικο τρόπο: Όχι μόνο γιαταγάνια καριοφίλια φέσια και φουστανέλες απ’ την επανάσταση· που ήταν κάτι πολύ πρόσφατο· προσωπικά ίσως είδη τού πατέρα, τού παππού και τού προπάππου του, μα κι εκατοντάδες παμπάλαια βιβλία, βυζαντινές εικόνες, χειρόγραφα, περγαμηνές, λυχνάρια, κρατήρες, κύλικες, σκύφους, αμφορείς, αγάλματα, ειδώλια, κοσμήματα και λογής-λογής νομίσματα που είχαν φυτρώσει απ’ την αυγή τού κόσμου· παντού, σε όλο το νησί. Αληθινή λατρεία. Λες κι ήταν το μόνο εύκολο, το πιο φυσικό, να πας να συναντήσεις τώρα, λίγο πιο εκεί μέσα στον τεράστιο κήπο, δίπλα στο μεγάλο μάγγανο, κάτω απ’ την κληματαριά, τον ίδιο τον Πυθαγόρα, ζωντανό, να πίνει απ’ τον ίδιο κουβά το ίδιο νερό, όπως τότε… 

Το αγάπησα πολύ, κι αλήθεια το σεβάστηκα το σπίτι εκείνο, προσπαθώντας να το νιώσω, να το συνεφέρω λίγο, να το κάνω και δικό μου. Κάπως έτσι είχα ζήσει κι εγώ από μικρή. Κάπως έτσι ήταν ο πατέρας κι ο παππούς κι ο προπάππος μου. Δεν ήμουν διόλου άμαθη, άπειρη, ούτε αγράμματη· κάθε άλλο. Βασιλοπούλα -κι όχι άδικα- ένιωθα μικρή, και τώρα στο νησί ήξερα πολύ καλά τη θέση μου. Και η κλασική παιδεία που είχα εγώ ήταν πολύ πιο σοβαρή απ’ αυτή τού Κίμωνα.

Στο κάτω-κάτω, κι ένα μεγάλο κάδρο με το οικογενειακό μας δέντρο που το έφερα απ’ το Βέλγιο· να το κρεμάσω πάνω απ’ το τζάκι, είχε τις ρίζες του πριν το 1600.

Μετά Χριστόν! μού πέταξε άξαφνα ο Κίμωνας γελώντας.

Και πρώτη φορά τόσο πολύ, κάτι με πείραξε στο γέλιο του. Κι ένιωσα ζήλεια: Γιατί μπορεί ο Κίμων να μην είχε μάθει ν’ απαγγέλλει όπως εγώ την αρχή τής Ιλιάδας ή τής Οδύσσειας σαν να ήτανε Κινέζικα –‘Ερασμιακά’, έλεγε και ξεκαρδιζότανε στα γέλια-  μπορούσε όμως άνετα να διαβάσει ό,τι να ’ναι. Μπορούσε να μιλά, να γράφει. Κι όσο φυσικά ήταν ο γιος τού γέρο-Φωτιάδη, το ίδιο φυσικά  μπορούσε να νιώσει και ως Κίμων ο τού Μιλτιάδου, και να μιλάει ώρες για τον Διογένη, για τον Πλάτωνα· ή για το γέρο τού Μοριά, το Μεσολόγγι και τον λόρδο Βύρωνα.

Μπορούσε ακόμα και να κοροϊδεύει τον μέγα Έρασμο· λέγοντας τι κρίμα να μην υπήρχαν τότε μαγνητόφωνα· ν’ ακούσει μια φορά ο δυστυχής πώς είναι τα σωστά ελληνικά! Ήμαρτον· ο Έρασμος… Κρίμα, λέει· να μην είχε ένα τηλεφωνάκι να πάρει να πει το ντέρτι του σε κάνα φίλο του Έλληνα· να πιούνε δυο ρακές μαζί, και να ξεδώσει! Ο Έρασμος· αν είναι δυνατόν…  Βγήκα απ’ τα ρούχα μου, συγχύστηκα:

-Μα τι βλακείες λες τώρα… Δεν είναι καθόλου ίδια γλώσσα τα νέα Ελληνικά με τα Αρχαία! Φυσικά και δεν είσαστε διόλου το ίδιο πράγμα εσείς και οι Αρχαίοι Έλληνες!…’ τού φώναξα.

-Κι όμως· εμένα με λένε Κίμωνα. Κι έτσι με γράφουν· ακούς: Κίμωνα. Τριάντα αιώνες…’ μού είπε μόνο.

Και το ίδιο βράδυ, επίτηδες, για να με προκαλέσει ακόμα περισσότερο, πήρε μες απ’ τη μεγάλη βιτρίνα με τ’ αρχαία κεραμικά, κι έψησε χταποδάκι στα κάρβουνα πάνω σε μια πήλινη ελληνιστική φουφού… Αν είναι δυνατόν: Έψησε χταποδάκι, πάνω σ’ έναν αρχαίο, σπάνιο πύραυνο, τού 3ου αιώνα!

Τού 3ου αιώνα προ Χριστού…

Ακριβώς όπως είχε κάνει κι ο παππούς του κάποτε σε κάτι σνομπ κρύους Άγγλους για να τους δείξει λέει την αδιάκοπη συνέχεια. Όταν το είδα· δεν πίστευα στα μάτια μου. Τρελάθηκα· «Sacrilège!» ούρλιαξα, «Sacrilège!», «Ιεροσυλία!» Έχασα το φως μου. Ζαλίστηκα, μού κόπηκε η ανάσα κι έπεσα χάμω ξερή.

Κι ο άλλος μπροστά μου, γελούσε σα μωρό παιδί…

*

…Τόση ζωντανή ζωή μαζί· όχι μες από σελίδες βιβλίων, ούτε σε βιτρίνες μουσείων, αλλά έτσι ωμά, μπροστά στα μάτια σου· είναι πολύ. Πάρα πολύ. Ένιωσα πως με ξύρισε συθέμελα ένα τρομακτικό αστροπελέκι. Και πώς να γιατρευτείς απ’ αυτή τη λαβωματιά που ανοίγουν μέσα σου τόσοι αιώνες; Δεν γινόταν να γιατρευτώ με τίποτα· αν δεν έπαυα να είμαι πια, αυτό που ήμουν ως τώρα: Αλλάζοντάς τα όλα· μέσα μου. Αν δεν παραδεχόμουν εγώ η ίδια, ακόμα κι ότι ο θεός μου δεν είναι κατ’ ανάγκην ο θεός. Μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Όχι βέβαια! Γι’ αυτό πείσμωσα.

Κι όσο συγύριζα κι οργάνωνα πολύ προσεκτικά, όλην εκείνη την απέραντη σοδειά τόσων αιώνων, άλλο τόσο σφιγγόταν το στομάχι μου, καθώς ο Κίμων οχυρωνότανε στο παρελθόν κι έπαιζε άνετα με τους αιώνες σα να ήσαν σκέτα χρόνια.

Κι αντί να γλυκάνω, ν’ ανοίξω, να λυθώ και να ενωθώ, τόσο πείσμωνα κι αρνιόμουν. Κι όλο φαρμακωνόμουν και μαράζωνα: Γιατί όσο πιο άδολα μού έκλειναν το μάτι οι Έλληνες· να παίξουμε κι άλλο μαζί, άλλο τόσο τα δικά μου πράγματα, ξεθώριαζαν κι έρχονταν δεύτερα πάντα. Μα πάντα: Δεύτερα… Αυτό δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Ούτε γι’ αστείο: «Ο κόσμος μου» ήταν όλα εκείνα· η γης που πάνω της πατούσα.

Έχανα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου κι ας ένοιωθα ντροπή για ό,τι είχα μάθει και για όσα λειψά κι αρρωστημένα αγάπησα μικρή, στην πατρίδα μου: «Καλά έκανα!» έλεγα μες απ’ τα δόντια. Γιατί το έβλεπα· χαζή δεν ήμουν: Ό,τι είχα μάθει κι ό,τι έζησα δεν ήταν παρά χοντρές, ανούσιες, αφελείς μιμήσεις. Ε ναι λοιπόν· χίλιες φορές ναι: «Καλά έκανα!» Εκείνα είχα μάθει, εκείνα ήξερα, εκείνα αγάπησα. Τούτα εδώ δεν ήσαν δικά μου. «Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μου· είναι τού Ομήρου».  

*

Πείσμωνα. Κι ας ένιωθα ενοχές μπροστά σ’ όλες εκείνες τις μαρμάρινες κεφαλές, τα υπέροχα χείλη, τους λεπτούς βοστρύχους, τις ζωντανές φλέβες, τ’ ακροδάχτυλα, τα στήθη, τα στέφανα, τις πόρπες, τα πέπλα, τις πτυχές, τις ψυχές. Πείσμωνα· κι ας λάτρευα τα γυμνά πέτρινα κορμιά που ανάσαιναν, αιώνες, δίπλα μου. Κι όλα εκεί γύρω συνεχώς, μού έδειχναν αμείλικτα το μέγεθος τής δικής μου άγνοιας και το κενό τής παιδικής σιγουριάς μου. Ένιωθα ντροπή. Μα κι απέραντο πείσμα συνάμα.

Τελικά ένιωθα μίσος. Ναι· μίσος, κρυφό μίσος: Κρυφό· γιατί δεν είχα τα κότσια να βγω να το πω. Δεν μπορούσα να πω φανερά πως τους μισώ τους Έλληνες· που είναι πάντα εκεί και μάς δείχνουν το δρόμο γυμνοί. Μίσος όμως… Να βγω και να πω πως μισώ, πόσο μισώ, τα πιο όμορφα πράγματα. Πώς να το πω; Μίσος… Τα πιο όμορφα κομμάτια σ’ όλα μας τα μουσεία: Στα δικά μας μουσεία… Μίσος… Μα δεν γίνονται αυτά…  Να πω πως μισώ, πόσο μισώ, το Ωραίο… Πως μισώ τον Κανόνα… Πόσο μισώ την Αρμονία, και τη Λογική μαζί. Μισώ… Μισώ το Φως… Και την Αλήθεια…

Μα, γιατί να μισείς κάτι που υπάρχει· είν’ εκεί και σού αρέσει; Πώς γίνεται αυτό;

Ε, τότε καλύτερα να μην υπάρχει: Φτάνει πια! Δυο, τρεις, πέντε χιλιάδες χρόνια τώρα· φτάνει! Φτάνει, μ’ αυτή τη δικτατορία τού καλού και τού ωραίου: Ως εδώ!

Κι ευχήθηκα μια στιγμή… Ευχήθηκα ο Παρθενώνας… Μα όχι, όχι: Όχι αυτό· το πήρα πίσω. Το ευχήθηκα όμως· κι ας το πήρα πίσω, μαγκωμένη: Για μια στιγμήν ευχήθηκα· ευχήθηκα… ο Παρθενώνας, να γίνει στάχτη… Θρύψαλα… Να μη μείνει τίποτα… Να γίνει, ό,τι έγιναν όλα τ’ αρχαία στην Παλμύρα… Ούτε λίθος επί λίθου… Τίποτα… Όχι, όχι, όχι· όχι αυτό… Όχι… Το πήρα πίσω· όχι…

Ανάσανα πάλι· βαθιά. Έκλεισα με δύναμη τα μάτια, έσμιξα τα φρύδια, σούφρωσα τα χείλια, δάγκωσα τα δόντια, έσφιξα τις γροθιές μπήγοντας τα νύχια μες στη φούχτα μου κι ευχήθηκα ξανά -σαν να ’μουν μικρό κοριτσάκι-… κι ευχήθηκα… ευχήθηκα… Ευχήθηκα… ο Παρθενώνας… κάποτε… Ο Παρθενώνας… να γίνει μπαράκι… Να γίνει κλαμπ… Να γίνει καφετέρια… Ντίσκο… Ρέστοραν…

Κι ακόμα ευχήθηκα… ευχήθηκα… Ευχήθηκα με το ίδιο πάντα μίσος· αυτό… να γίνει μιαν ώρ’ αρχύτερα… Για να προλάβω να το δω κι εγώ… Να το χαρώ… Και να πηγαίνω και η ίδια πού και πού… Φτάνει πια με τους Έλληνες!

 

Αθήνα 1 Οκτωβρίου 2021
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
alexadam48@hotmail.com

 

*   *   *

 

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) σπούδασε Νομική στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη: (Paris II)  

              ΕΡΓΑ ΤΟΥ:  

 ‘Γιάννης Χρήστου’, βιογραφικά (‘Το Τέταρτο’ τ. 3, 1985)
‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).
‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή τού ομώνυμου έργου τού    Ντοστογιέφσκι από τον  Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο – ποίηση  (Εστία 1993, 13η έκδοση.)
‘Η πόλη που πρίγκιπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)
‘Γιάννης Χρήστου’, τριάντα χρόνια μετά. (Μου.Σ.Α 2000)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).
‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)
‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Roald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)
‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)
‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο – ποίηση (Ίκαρος 2011).
Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)
‘Μονομαχία γυναικών’, θεατρικό Eugène Scribe, μετάφραση-θεατρική προσαρμογή ‘Διάχρονο’ 2011
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση, Κάκτος, 2017)
‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη – Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)
‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)
‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (Εκδόσεις Οδός Πανός 2020, 4η έκδοση.)
‘Οι Δαιμονισμένοι’, Εθνική Λυρική Σκηνή 2001. (Εκδόσεις Οδός Πανός 2021)