XXL

Με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη μια ολόκληρη εποχή σφραγίζεται. Ο άνθρωπος και ο μουσικός περνά στην ιστορία. Σε λίγο καιρό στην Κρήτη του θα προβάλλει ένα ωραίο μνημείο που θα περιέχει κάτι από την ιδέα του. Και όμως αυτός ο άνθρωπος που σήμερα μοιάζει ποτέ να μην υπήρξε, είναι βέβαιο πως θα σκαρώσει από εκεί που είναι μια μελωδία στο πιάνο και παρέα με φίλους παλιούς θα πει το εγκώμιο αυτού εδώ του τόπου. Πλάι του ο Μάνος και ο Μάνος, δυο φίλοι καρτερικοί έξω πια από την μαγγανεία του χρόνου. Περισσότερο δικοί μας από ποτέ. Απομένει να τους αναγνωρίσουμε το δικαίωμα ενός μέτρου και ζωντανούς να τους κρατήσουμε μες στην ζωή του μέλλοντος, εφόδια αιώνια κάθε μεταφυσικής αυτού εδώ του σπαραγμένου τόπου.

[Σάστισαν. Και τώρα; Τι θα πουν; Πώς έγινε τέτοιο κακό; Ποιος ευθύνεται; Πρέπει να βρουν κάποιον, το πράγμα θα γυρέψει τιμωρία, πρέπει να έχουν κάποιον εύκαιρο, κάποιον να κάνει την δύσκολη δουλειά. Η σωρός λέει, του σπουδαία μας νεκρού που έγινε μια λύση ισοδύναμη των ποιητικών βαρβάρων κλάπηκε σήμερα περί την ενάτη πρωινή. Πάει να πει τότε το θέμα κατέστη αντιληπτό.  Ρωτήθηκαν τα παιδιά του συνεργείου, ο εργολάβος οδηγήθηκε στην κρατική Ασφάλεια, πέσανε ποινές και όμως τίποτε. Ολόκληρη η αστυνομική δύναμη συστρατεύθηκε στον σκοπό της ευρέσεως, οι άνθρωποι θυσίασαν τις διακοπές τους και όλοι μαζί επιδόθηκαν στην αναζήτηση. Και πού δεν κοίταξαν, σε πάρκινγκ και ερημιές και ετοιμόρροπα κτίσματα και σε δομές φιλοξενίας και στα παλιά τα σπίτια, στην Μακρόνησο, την Ικαρία, την Αθήνα, ξύπνησαν τον πρέσβη της Χιλής και δήθεν επικαλούμενοι κάποιο διάβημα που τους έδινε το δικαίωμα ο νόμος για να το καταθέσουν, τον απείλησαν ξανά και ξανά, του είπαν ότι θα κάνουν κομμάτια όλα τα ερωτικά ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα και εκείνος από απελπισία κυρίως πλανήθηκε στο κενό προτού γίνει ανάμνηση.

Οι μέρες περνούσαν και δεν υπήρχε αποτέλεσμα κανένα. Μαζέψαν τα σύνεργα της κηδείας και οι αρχές κρυφτήκανε μες στα γραφεία. Να δείτε συσκέψεις, μακιγιάζ, φωνές, παραιτήσεις, κλάματα. Μα έτσι δεν κερδίζεται κανένας αγώνας. Όταν πια είχαν εξαντλήσει όλη τους την ζωή σε αυτήν την στείρα αναζήτηση, πήραν την απόφαση. Θα τον ξεχάσουν για πάντα, σαν να μην υπήρξε ποτέ ζωντανός θα φερθούν και τα τραγούδια του θα τα αποδώσουν κάπου αλλού, σε ένα σώμα διαθέσιμο, σε ένα σώμα που ευκαιρεί, σαν να λέμε. Θα κάνουν ότι μπορούν για να ξεχάσουν.

Όμως το κορίτσι του μακιγιάζ από το μικρό σπιτάκι της οδού Μαγνησίας κάπου στο κέντρο, το κορίτσι του μακιγιάζ που κάνει την νύχτα να μοιάζει αγνώριστη μέσα από τους κόλπους της εργατικής της τάξης, δεν αντέχει ετούτο το φορτίο. Όλα θα τα πει. «Ακούστε κύριοι, εγώ εργάζομαι ως μακιγιέρ. Ναι, μακιγιέρ, κρύβω την αλήθεια σαν να λέμε από τα πρόσωπα των ανθρώπων. Μου ανέθεσαν που λέτε την υποχρέωση να φροντίσω την σωρό. Και εγώ που ζω κάτω από την τρομερή απειλή του ενοικιοστασίου, στιγμή δεν δείλιασα. Πλησίασα νωρίς το μεσημέρι, στο βάθος του παρεκκλησιού κοιμόταν ο ήρωας. Έσκυψα με περισυλλογή για όσα κατορθώνει ο θάνατος έτσι απλά, με ένα του νεύμα. Και τότε ήταν που η σωρός άνοιξε προσεκτικά τα μάτια της, με κοίταξε βαθιά και όπως όπως σηκώθηκε μέσα από το πλαστικό της το λιβάδι. Εγώ όπως καταλαβαίνετε πάγωσα και είδα με τα μάτια μου τι πράγμα τρομερό είναι αυτή η ζωή που ξυπνά από το τίποτε μες στην πολλή γαλήνη. Η σωρός μου έγνεψε να κάνω ησυχία και βγήκε ως την πιάτσα των ταξί. Έγνεψε σε κάποιον νυσταγμένο οδηγό και έφυγε, φωνάζοντας από τα βάθη της οδού Μητροπόλεως πως όποιος τον αναζητήσει θα τον βρει στην Οδησσό και όπου χτυπά η καρδιά του Έλληνα. Εγώ τότε μακιγιάρισα την σκηνή, έκρυψα με επιμέλεια όσα μου είπε και έφυγα τραγουδώντας έναν σκοπό που από μια σπάνια αιτία ανέβηκε ίδια λυγμός ως τα βάθη του λαιμού μου.»

Οι αρχές ταράχτηκαν. Την θεώρησαν τρελή και την καταδίκασαν σε μια πολυετή θεραπεία. Ίσως την βίασαν μα τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν δίχως λόγο, λεν οι άνδρες του υπουργείου και ορμούν σε ένα κορίτσι με κοντό φουστάνι, ξεσκίζοντας την καρδιά της. Τίποτε δεν είπαν οι αρχές, μια άλλη σωρό βάλανε στην θέση της, μια κέρινη κούκλα, εξόχως ομορφότερη. Και τα μυρμηγκάκια που κυλούν από τα λεωφορεία της επαρχίας διαθέτουν πια  ότι χρειάζονται. Εμπρός λοιπόν για την κηδεία! Εμπρός, λένε όλοι και βγαίνουν με θέρμη στους δρόμους.

Μονάχα την τελευταία στιγμή, κάποιος ρωτά. Και για τα φώτα σε εκείνο το νησί τι θα πούμε; Ποιος ζει εκεί, ποιος; Οι άλλοι κοιτάχτηκαν και είπαν σε μια από τις ελάχιστες ομοφωνίες τους. Θα πούμε δεν ζει κανείς, τίποτε δεν θα εξηγήσουμε.

Στο μεταξύ η σωρός βαδίζει τώρα έξω από τα παρεκκλήσια του βουνού, φορά σελάχι και δαγκώνει κάμες, έτσι όπως το΄πε ο ποιητής. Είναι ένας άγγελος μονάχος, κάποιος που ονειρεύεται σαν τον γκιώνη μες στον έρημο κάμπο, έτσι όπως το΄πε κάποτε ο ποιητής. Και χτυπούν τα παραθυρόφυλλα στην Μακρόνησο και βυθίζεται μες στα νερά η Ικαρία και χτυπούν τα σήμαντρα στην Τασκένδη, έτσι από περηφάνια για αυτήν την τελευταία σελίδα που γράφεται. Το άστρο εκείνου του άνδρα τώρα φέγγει σε άλλη χώρα και η σωρός που γέρνει πάνω στο δροσερό τριφύλλι, μια ξαπλωμένη προτομή που κυριαρχεί στο άγονο τοπίο.]

¥

Κάπως έτσι τελειώνει ετούτη η ιστορία που τάραξε το εθνικό μας πένθος και βύθισε σε περισυλλογή ζωντανούς και νεκρούς. Στο μεταξύ ο Μίκης Θεοδωράκης σφίγγει με τα χέρια του τον πατέρα και την μάνα και τον αδερφό του, κάτω από το χανιώτικο φεγγάρι που δεν καταλαβαίνει από φθινοπωρινούς γκρεμούς. Πλάι του, πίσω του, παντού όσοι έπεσαν αδίκως, σαν να λέμε το κορίτσι του μακιγιάζ και ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Παύλος Φύσσας και ο Ζακ Κωστόπουλος και ο Λαμπράκης και ο Παναγούλης και ο Αλιέντε και ο Κώστας Γεωργάκης και ένας σωρός από Έλληνες που αγγίζουν πια τα ακρότατα όρια της μυθικής Αταλάντης.

Λέγεται πως η εργατική τάξη είχε ενημερωθεί για τις προθέσεις της σωρού. Και την ώρα που ξεγλιστρούσε από βέβαιο χαμό, από μνημειώδεις αναφορές και στέφανους και από την λήθη της ύψιστης τιμής που πληγώνει όσα κατορθώνει η τέχνη και η ανθρωπότητα, έβαλε τα τραγούδια του να παίζουν στην διαπασών και οι νεκροί πέρα στο νησί έσφιξαν τα χέρια τους και αποκοιμήθηκαν λυρικοί.

Κανείς δεν άκουσε. Ο Μίκης Θεοδωράκης επιστράτευσε την τέχνη της απόκρυψης για τούτη εδώ την ώρα. Όλα τα αρνήθηκε και σαν υποπτεύθηκε πως ο σοφότερος γίνηκε μες στο ασκέρι, πήγε και πέθανε όπως κάνουν οι απροσποίητοι ήρωες. Πήγε και έγινε το στιγμιαίο αεράκι που μας θερμαίνει τις ζωές.

Α.Θ