Srebren…

Οι Trashmen ηχογραφούν το 1963 το θρυλικό πλέον “Surfin Bird”. Ο στίχος “bird is the world” θα χαρίσει στην δουλειά των Trashmen ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να κερδίσει μια ξεχωριστή θέση στον πίνακα κατάταξης της παγκόσμιας, μουσικής βιομηχανίας. Ίσως η ξέφρενη μελωδία, ίσως η εποχή με τις μεγάλες, ανθρωπιστικές της ανάγκες, ίσως πάλι η πίστη πως ο κόσμος αφορά κάτι καλύτερο από τον άνθρωπο εκείνης της εποχής, στέκουν επιχειρήματα ενός τραγουδιού που συνεχίζει να γράφει ιστορία. Δεν θα μπορούσε να ομορφύνει ποτέ τον πόλεμο, ωστόσο με έναν άλλον τρόπο σαρώνει τα πάντα, ακριβώς όπως οι σερβικές δυνάμεις προελαύνουν το 1995 στα εδάφη της Βοσνίας. Ο Κράλι και άλλα σπουδαία σύμβολα οδηγούν την πομπή που στοιχίζει σε 8.373 τουλάχιστον αμάχους από τις γειτονικές περιοχές. Οι στρατιώτες, σαν κουφά παιδιά στο χείλος του ποταμού, γράφουν άθελά τους τις πιο σκοτεινές από τις λέξεις της ιστορίας.

 

Υπάρχουν ιστορίες, με άγρια, φιδιών  στόματα. Ίσως μια σύνοψή τους να διαβάσατε στα αίθρια των κινηματογράφων πλάι στο ιδανικό σας ταίρι. Διαθέτουν αρκετή σκόνη, ξερά λουλούδια, σπασμένα κεραμίδια μα από κάτω εργάζονται μεθοδικά στο πλευρό της αθανασίας. Ή αλλιώς περιέχουν μια γενναία δόση πικρής πια δόξας, κάτι σαν τους βαριούς Απρίληδες με τους ασήκωτους επιταφίους τους. Μετατρέπονται σε μυθιστορήματα και προϊόντα κατάλληλα για αυτόν τον radical sik αιώνα.

[…Σρεμπρένιτσα, 1995, Ιούλιος. Οι σερβικές δυνάμεις κυκλώνουν την πόλη και καταλαμβάνουν στρατηγικά σημεία. Θυμάμαι τις σειρήνες και τις φωνές που καλούσαν μέσα από την μεγαφωνική εγκατάσταση τους άνδρες στα σημεία συγκέντρωσης. Ως το πρωί η πόλη θα έχει πέσει. Εμείς στα λεωφορεία, γυναίκες και παιδιά κάτω των δώδεκα ετών. Ο πατέρας και ο αδερφός μου περιμένουν με τα χέρια σε ανάταση κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. Σκέφτομαι πως τίποτε κακό δεν μπορεί να συμβεί κάτω από τέτοιο φως, η ομορφιά του δάσους που κόβει την ανάσα θα παλέψει με τις δυσκολίες αυτού του κόσμου. Η μητέρα έχει ακουμπήσει τα δάχτυλά της πάνω στο τζάμι του παραθύρου, ο πατέρας γνέφει κουνώντας μόνο τον καρπό του. Οι νικητές τους σπρώχνουν και εκείνοι κοπαδιαστά τραβούν για το δάσος. Πίσω μου ακούω σέρβικα τραγούδια και κροταλίσματα. Η μητέρα μου λέει να κοιτάξω ψηλά για τον πατέρα και τον αδελφό μου μα εγώ δεν βλέπω τίποτε. Το λεωφορείο φεύγει προς τον επαρχιακό δρόμο και εγώ που θέλησα για πάντα μονάχα μια εκδρομή κλείνω τα μάτια, σφίγγω το χέρι του πατέρα μου και γίνομαι ένα με την βλάστηση. Δεν ξέρω τίποτε ακόμη για την αιωνιότητα, μονάχα πως είναι ένας καρόδρομος, πνιγμένος στο αίμα. Εκτείνεται σε 8.373 σώματα και χρειάζεται θάρρος και καρδιά για να τον περπατήσεις. Αύριο, όταν ο πατέρας μας συναντήσει στο Protocari θα έχω να του πω χίλια πράγματα. Για το φεγγάρι που είχε το σχήμα του προσώπου του αδελφού μου, για το περίστροφο που φέγγει μες στην νύχτα, για το κολασμένο δάσος πατέρα και τα χέρια στην ανάταση τόσων και τόσων, χέρια οδηγών, οικοδόμων, δασκάλων, χέρια που τρέμουν και άλλα που θαρρείς πως θα φέρουν μια στροφή και αυτή η υπόθεση θα πάρει ένα τέλος. Αύριο που θα πρέπει να ξαναζήσουμε στην Σρεμπρένιτσα θα έχω τόσα να σου πω, μα ο στρατηγός Μλάντιτς, λέει η μητέρα, σε αγαπάει πολύ και σε θέλει μονάχα για δικό του φίλο…]

Σε εκείνα τα γεγονότα παραμένει αδιαμφισβήτητη και δίχως απαντήσεις η παρουσία Ελλήνων παραστρατιωτικών που εκτέλεσαν με ξεχωριστό ζήλο τις διαταγές του Σερβοβόσνιου στρατηγού και των πολιτικών προϊσταμένων του. Από τα γένια εκείνων των προσώπων στάζουν τα αίματα των Βόσνιων που σφαγιάστηκαν με τις ευλογίες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τώρα βέβαια ο καιρός έχει περάσει όμως μες στην καρδιά των Βαλκανίων παραμένει άσβηστη εκείνη η φωτιά. Πίσω από την κουρτίνα του μοντέρνου Βελιγραδίου, πίσω από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας και των Σκοπίων που βρίσκουν διαρκώς εμπόδια, κρύβεται ένας καλός, γνήσιος εθνικισμός, έτοιμος να πνίξει τους λαούς. Τον σέρνουν μαύρα, εκπληκτικά σκυλιά, σαν αυτά που διέκρινε σε μια ιδανική, ιταλική βιτρίνα ο σπουδαίος Ντάριο Φο.

Είμαι σίγουρος πως μερικές χιλιάδες αδικαίωτοι θάνατοι δεν κάνουν διαφορά μες στο παγκόσμιο σφαγείο. Ωστόσο, είναι ο ήχος ασθματικού γάτου που αφήνουν οι νεκροί μες στις καταπράσινες νύχτες τους, ένας ήχος φτερού, ήχος περιπλανώμενος που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις τα παιδιά εκείνου του καλοκαιριού στα ανοιχτά της Σρεμπρένιτσα που έφτιαξαν απέραντα νεκροταφεία με τα χέρια τους. Είναι ένας ήχος που μοιάζει να λέει, Ο κόσμος είναι ένα πουλί και μια μέρα η δικαιοσύνη των ανθρώπων θα περάσει στο πέταγμά του.

Α.Θ