Απόστολος Θηβαίος | Buona Morte, Rodolfo

© Bernard Plossu

Απόψε η πόλη είναι έρημη. Τα παιδιά είναι γαντζωμένα στα τρανζίστορ, η ανάσα τους είναι κομμένη. Σε λίγη ώρα μέσα από την καρδιά της Ρώμης θα  γεννηθεί ο καινούριος, ποδοσφαιρικός βασιλιάς. Οι φίλαθλοι πανηγυρίζουν στις κερκίδες, φωτογραφίζονται μαζί με τα κορίτσια τους και κανονίζουν στοιχήματα για τον νικητή. Αν ποτέ ακούσεις όσα έχουν να πουν τότε θα διαπιστώσεις και εσύ, όπως και ο καθένας, πως τα παιδιά στις κερκίδες παίζουν με την τύχη τους. Η καρδιά τους χτυπά δυνατά, καθένας ονειρεύεται πως κερδίζει η ομάδα του, πως αύριο κατά την διάρκεια του σύντομου ταξιδιού μες στους άγριους δρόμους της πόλης, τα χαμόγελα θα περισσεύουν.

Όμως δεν είναι έτσι για όλους. Ο Ροδόλφο δεν διαθέτει τρανζίστορ και όλη μέρα κόβει χαλκό στο καμαράκι της αυλής. Οι πραματευτές έρχονται, αφήνουν τα κουβάρια τους και ο Ροδόλφο τεμαχίζει το υλικό. Ως το απόγευμα θα πρέπει να έχει πετσοκόψει τον χαλκό, ως το απόγευμα θα πρέπει να αντέξει και να μην λυπηθεί για τα μάτια του που καίνε, για τα χέρια του που ματώνουν δίχως λόγο. Ως το απόγευμα θα πρέπει να αντέξει αυτούς τους περαστικούς που περνούν, που συναντιούνται, που καπνίζουν βιαστικοί, που βρίζουν και αγκαλιάζονται και σκοτώνουν τα κορίτσια τους, έτσι, δίχως λόγο. Ως το απόγευμα θα πρέπει να αντέξει το ρωμαϊκό καλοκαίρι που του αρπάζει την καρδιά. Και τέλος, ως την νύχτα ο Ροδόλφο θα πρέπει να κουβαλήσει λίγο φαγητό στην άρρωστη μάνα του που προσεύχεται για εκείνον. Όταν είναι καλά τον κοιτάζει και θυμάται πόσο όμορφος υπήρξε. Έπειτα όμως πνίγεται μες στο ποτήρι της και άλλη φωνή δεν θα ακούσεις από εκείνη.

Ροδόλφο πρέπει να αντέξεις, απομένει μόνο μια ώρα. Οι τελευταίοι φίλαθλοι περνούν και χάνονται, εσύ όμως δεν θα πρέπει να νοιαστείς, επειδή το δικό σου καθήκον, φτωχέ μου Ροδόλφο είναι τούτος εδώ ο άκοπος χαλκός, καταλαβαίνεις Ροδόλφο;

Όχι, ο Ροδόλφο είναι νέος πολύ και δεν καταλαβαίνει τόσο καλά λέξεις σκληρές όπως καθήκον, λέξεις που τον πυροβολούν μες στο καμαράκι του. Κάτι πλησιάζει την καρδιά του, μα ποιος γνωρίζει αν είναι ποίημα ή κίνδυνος ή απλούστατα θάνατος συγκαλυμμένος. Ο Ροδόλφο δεν νοιάζεται και τώρα ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού που τραβά κατά την αρένα. Τραγουδά και εκείνος μαζί με άγνωστους άνδρες, ίσως τους χωρίζει μια άβυσσος, ίσως αύριο αυτοί οι ίδιοι, άτεγκτοι στα μεγάλα τους γραφεία, αποφασιστικά θα διατάξουν την εκτέλεσή του κοντά στο χάραμα. Ως τότε όμως τραγουδά πάνω από τα ποτάμια, έξω από τα κάστρα, στο αυτί του Μιχαήλ Άγγελου, πίσω από τις βαριές κουρτίνες, εκεί που κρύβεται ο θεός. Ταξιδεύει ο Ροδόλφο μες στην παλιομοδίτικη Ρώμη, σαρώνει τις λεωφόρους, γκρεμίζει τον τερματικό σταθμό και η καρδιά του απομένει μισή. Ταξιδεύει ο Ροδόλφο από λόφο σε λόφο, δανείζεται από την θλιμμένη δόξα που κάνει την πολιτεία να αντέχει στους αιώνες.

Μα το καλοκαίρι όλα τα αρπάζει, το καλοκαίρι που στρογγυλοκάθεται σε μια άδεια πλατεία ρίχνοντας τους σφυγμούς της ζωής μας. Το καλοκαίρι, με το γεμάτο μυστήριο πρόσωπο της Ιουδήθ Γκωτιέ που τόσο αγαπήθηκε από τον μουσουργό Βάγκνερ όλα τα επισκιάζει και όλα τα καταδικάζει να σβήσουν στο νερό μιας νύχτας, τι νύχτας!

Ο Ροδόλφο δεν έφθασε ποτέ στο γήπεδο. Η Ρώμη πέρασε και πάλι στα χέρια των αστών και ο Ροδόλφο δεν επέστρεψε στο καμαράκι του περιβολιού που είναι ασφυκτικά πια γεμάτο με κουλούρες χαλκού. Θα ήταν τόση η νύχτα και τόσα πολλά στα αλήθεια τα ποιητικά γεφύρια. Τώρα κάποιος σκοράρει, η αρένα δονείται, τα καπνογόνα κάνουν πικρή, πυκνή την ατμόσφαιρα, αγόρια όχι πάνω από δεκαεπτά χρόνων πανηγυρίζουν σχεδόν μεθυσμένα από την νίκη, πλασμένα για τον έρωτα. Θεέ μου, κάποτε θα επιστρέψουν σε εκείνον τον αγοραίο κόσμο που άφησαν, παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα πλάι στην άκρη του νερού. Θεέ μου κάποτε θα επιστρέψουν, σωστοί ήρωες με μια μαχαιριά στην καρδιά τους, έτοιμοι να πεθάνουν πια. Όχι, Ροδόλφο η δικαιοσύνη των ανθρώπων δεν θα περάσει ποτέ στα χέρια σας.

Τι όμορφος, καλός και γυαλιστερός κόσμος Ροδόλφο! Κοίτα φώτα και όμορφα κορίτσια και μια βαριά πραγματικότητα  που πρέπει να αντέξεις Ροδόλφο. Ας είναι, αν δεν αντέχεις φύγε για το λιμάνι, το νερό είναι παγωμένο, το παιχνίδι έχει τελειώσει, το τρόπαιο δόθηκε πια, μόνον τα φύλλα από τα στεφάνια των νικητών κάτι θυμίζουν από αυτήν την ιστορία.

Αντίο Ροδόλφο περιπλανώμενε φίλε μου, στο βλέμμα σου ρίζωσε η κακή αρρώστια του χαλκού. Αντίο Ροδόλφο, αντίο, τίποτε να μην πάρεις μαζί σου, εκείνη η άλλη πλευρά της Ρώμης δεν χρειάζεται κανένα εφόδιο Ροδόλφο, έξω από την διάφανη καρδιά σου και έναν πλανεμένο έρωτα.

Roma, απογευματινή εφημερίδα, ευρείας κυκλοφορίας, οι αστοί την προτιμούν γιατί γράφει αναλυτικά τις τιμές των μετοχών και την σύνθεση της ανασχηματισμένης κυβερνήσεως.

 «Ο νεαρός βρέθηκε δολοφονημένος στις λόχμες πλάι στην λίμνη. Έφερε σημάδια πάλης και το πουκάμισό του ήταν σκισμένο. Οι αρχές αποδίδουν τον θάνατό του στα ξεκαθαρίσματα που αφορούν τους πληρωμένους εραστές.» Δεν θα μπορούσε να γράφει στους τίτλους πως ο Ροδόλφο γρήγορα λησμόνησε το γήπεδο και το παιχνίδι και διάλεξε με τον έρωτα να ζήσει. Δεν θα μπορούσε να γράφει τίποτε για τον Ροδόλφο, για όλα εκείνα τα παιδιά που τεμαχίζουν τον χαλκό και όμως τα χέρια τους γυρεύουν μια άλλη χαμένη τρυφερότητα. Δεν θα μπορούσε να γραφτεί τίποτε για τον Ροδόλφο, ίσως επειδή μιλά την γλώσσα των παιδιών όπως κάνουν κάτω από τους γαλάζιους ουρανούς της Νέας Υόρκης τόσοι και τόσοι, όπως ξυπνούν για τόσους και τόσους μες στο χιόνι τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης.

Για τον Ροδόλφο λοιπόν που ίσως περάσει από τούτα τα μέρη, για κάθε Ροδόλφο εκεί έξω, για τους απόντες, τους χαμένους, τις ζωγραφιές και τους γκρεμούς ντύνω το στενό μου με επιθαλάμια και σωπαίνω. Το πάθος συλλογίζομαι συνιστά έκφραση βαθμού υπερθετικού, έτσι δεν είναι Ροδόλφο;

Όμως εκείνος δεν ακούει, ανήκει κιόλας στις αιώνιες ηλικίες που δεν αθροίζονται, δεν φθείρονται, δεν υπολογίζονται, που δυστυχώς, δεν εξαγοράζονται.

Απόστολος Θηβαίος