Τα κορίτσια στα μπαλκόνια

Ο Βασίλης Δημητρίου άφησε πίσω τα πεντάγραμμά του. Και τώρα ταξιδεύει πάνω στα ημιτόνια που ως γνωστόν ομορφαίνουν μια απλοϊκή και άχρωμη κλίμακα. Πάει καιρός από τότε. Και να που φθάνει μια στιγμή και όταν το καλοκαίρι φαντάζει δραματικό και αξεπέραστο, όταν το καλοκαίρι γονατίζει από το βάρος του κόσμου, έρχεται ένα μικρό βαλσάκι μέσα από τις γειτονιές για να σου πει όλη την αλήθεια. Εσύ δεν βλέπεις μα κάτω στους ίσκιους κόρες νεκρές από λαζουρίτη φτεροκοπούν και λάμνουν, δεν βλέπεις.

 

Θα έρθω με τα απόνερα της νύχτας, φορτωμένος μπαγκάζια και όνειρα και τα φανταστικά εισιτήρια για τις μακρινές και ιδανικές νήσους. Θα΄ναι ξημερώματα, την ώρα που κλείνουν όλοι οι δρόμοι την ώρα που εσύ αποκοιμιέσαι με το ένα σου χέρι σε έκταση απροσδιόριστη. Θα έρθω με την μοτοσικλέτα των άστρων, την μοτοσικλέτα των ανεξιχνίαστων κυβικών. Θα μπω μες στον ύπνο σου και απαλά θα σκύψω πάνω από το πρώτο και το τελευταίο σου όνειρο, χάδι και άνεμος που γεννήθηκε μες στην απελπισία του σκοτεινού διαδρόμου. Δεν θα΄ναι φώτα και άλλοι άνθρωποι, μονάχα σινιάλα από φανταστικές προκυμαίες. Και όταν πεις το ναι, οι Κυκλάδες που μέχρι τότε κατοικούσαν έναν μακρινό τόπο θα ανάψουν τριγύρω όπως τα ορεινά χωριά σαν φανεί ο αποσπερίτης. Θα διαλέξεις τα νησιά και τα άλλα θαύματα που δικαιούμαστε. Θα έρχονται σμήνη καταδρομικά τα φιλιά που δεν σου έδωσα ποτέ, θα έρχονται φασαριόζικα τα χρόνια, γυρεύοντας το μερίδιό τους. Όμως εσύ και εγώ, ανένδοτοι, με τις άμυνές μας αποδεκατισμένες όλα θα τα αρνηθούμε τρεις φορές, τραβώντας για μια άγνωστη νήσο που ποτέ και κανείς δεν φαντάστηκε. Εσύ και εγώ στα ύφαλα του πλοίου, μια λεπτομέρεια φύσεως εξπρεσιονιστικής, καμωμένη από τα χέρια ενός νεκρού ζωγράφου. Και τα νησιά πάνω από τα πρόσωπά μας και τα νησιά, βότσαλα ανεμιστά και τα μαλλιά σου, μια σημαία που πλανάται, δίνοντας το σύνθημα για το ρεσάλτο που προσμένω χρόνια ολόκληρα. Σε αμμόλοφους και ρωγμές δικές σου του αδύνατου και του ονειρικού, εκεί τραβούμε αγάπη μου, ίσια λέω στο δάκρυ, την τελευταία απόδειξη πως κάποτε εδώ ήταν άνθρωποι εκείνοι που αγαπήθηκαν.

Δεν είσαι χρονικό, τώρα το ξέρω. Είσαι η κόρη των Πατησίων, καρφωμένη στην βεράντα του Σαββάτου, στέλνοντας απέλπιδες προσευχές στο φεγγάρι, λέγοντας με τρόπο τις αστείρευτες λέξεις βροχή, χελιδόνια. Ένα τέτοιο κορίτσι όπως εσύ μια φορά και έναν καιρό έσωσε τις σκιές και τα ερείπια ενός αμφιθεάτρου στα ανοιχτά της Μεσσήνης. Ένα κορίτσι όπως εσύ είναι και εκείνο που θα ρίξει μια μέρα τον κόσμο στο ποτήρι της και για πάντα θα τον πνίξει.

Θα έρθω, στο ορκίστηκα,  με τα απόνερα της νύχτας, μια στάλα ιώδιο επάνω στην πληγή σου. Τίποτε να μην πεις, να μην με αρνηθείς, Και εγώ μυστικό θα το κρατήσω πως πίσω από τον ύπνο σου κρύφτηκε από ντροπή κάποτε ο ίδιος ο θεός.

Α.Θ