Εκείνη η ώρα έφθασε

Το τραγούδι Sympathy for the Devil κυκλοφόρησε το 1968. Τον καιρό εκείνο παρέμενε μια σκέτη πρόκληση σε έναν κόσμο που άλλαζε. Ωστόσο τα χρόνια πέρασαν, η καρδιά του χειρουργημένου κόσμου σταμάτησε πια να χτυπά. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, μήτε οι προσευχές και τα παλίμψηστα των καλογέρων. Απόψε το τραγούδι των Rolling Stones ακούγεται την ώρα που ο κόσμος κυλά στο χείλος του πηγαδιού μαζί με τους ηθικολόγους και τα προπλάσματά του.

 

Ακούστηκαν θόρυβοι άγνωστοι στην νύχτα. Δεν θα μπορούσα να σας τους περιγράψω, μόνο να σας δώσω μια ιδέα. Φανταστείτε λοιπόν το σίδερο που το ΄χει φάει η σκληρή σκουριά και τώρα ανοίγει σαν πέταλο ανοιξιάτικου λουλουδιού. Άστραψε ο κόσμος απ΄άκρη σ΄άκρη και τα καράβια που πρόσμεναν τους πρωινούς επιβάτες έλυσαν τους κάβους ολομόναχα για να πνιγούν στο πέλαγο. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ως γνωστόν ένα ακυβέρνητο καράβι διαθέτει μια σκοτεινή μοίρα. Στους δρόμους πήρε να βρέχει στάχτη και άγριο, κόκκινο χιόνι. Επρόκειτο για ένα φαινόμενο πέρα για πέρα αληθινό που όμοιό του ποτέ δεν γνώρισε αυτός εδώ ο κόσμος. Όσοι υποψιάστηκαν την παράξενη βραδιά έκλεισαν καλά τα παράθυρα και κλειδώθηκαν μες στα σπίτια ώσπου να περάσει το κακό. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα και όλα ήταν έτοιμα για την τελευταία πράξη αυτού εδώ του δράματος. Τα φώτα τρεμόπαιζαν και ο κόσμος γινόταν ένα μεγάλο, θαμπό μάτι. Τόσος κίνδυνος μαζεμένος πάνω από την νύχτα δεν ξανάγινε. Τα τζουκ μποξ τρελάθηκαν και πήραν να παίζουν ξέφρενους σκοπούς. Στις λέσχες σημαδεύτηκαν όλες οι τράπουλες και τα χαρτιά φανέρωσαν την μοίρα εκείνων που προσδοκούσαν μια κάποια τύχη, το γύρισμα που θα μπορούσε να αλλάξει την παρτίδα. Στους κήπους ανθίσανε για τελευταία φορά  όλα τα ρόδα και οι δρόμοι τίναξαν από πάνω τους την σκόνη. Κάθε τόσο έπεφτε μια βροχή και οι κεραυνοί έσκιζαν στα δύο τις ζωές. Τα χρώματα ζωντάνεψαν τόσο πολύ που έβαψαν δισταγμούς και αναβολές δεκαετιών. Στα σπίτια οι πιστοί προσεύχονταν, κάνε θεέ μου να αντέξει και τούτη η νύχτα. Παντού κυριαρχούσαν τα παστέλ χρώματα των ψυχιατρικών τοπίων και τίποτε άλλο.

Μα ήταν γελασμένοι, πλάσματα περιδεή εμπρός στην κοσμική αστάθεια. Και τότε τον είδαν σε μια άκρη να ακονίζει τα νύχια του. Το πουκάμισό του ήταν λευκό σαν χιόνι, στα χέρια του φορούσε δαχτυλίδια και πέτρες πολύτιμες που διάλεξε όταν η Καρχηδόνα γκρεμιζόταν. Το χρυσό του ρολόι έδειχνε όλες τις ώρες του κόσμου και από τα γένια του έτρεχαν βρύσες τα αίματα. Φορούσε κατάμαυρα σκαρπίνια και κάθε τόσο μες στον χαλασμό εκτελούσε φιγούρες χορευτικές που μόνον οι πλέον επιδέξιοι θα μπορούσαν να επαναλάβουν. Σε κάθε του βλέμμα γκρεμιζόταν ο κόσμος και ήταν λίγο, τόσο λίγο, εκείνο το ποίημα του Auden που μαρτυρούσε το τέλος του κόσμου. Τίναζε τα φτερά του με τρόπο, αναποδογύριζε τον κόσμο, μόνο και μόνο για να βρει που κρύβεται ο θεός. Ω ναι, ήταν ένας άγγελος, φορτωμένος εγκόλπια, περιδέραια, βαριά χρυσά υφάσματα. Είχε γεννηθεί στην Βομβάη, είχε μάθει την τέχνη του θανάτου στους δρόμους της Τζακάρτα, η Νέα Υόρκη τον ερέθιζε με τις άγριες μελωδίες της  και τα φρεναρίσματα, στο Σοβέτο του Γιοχάνεσμπουργκ ασκήθηκε πάνω στην τέχνη του θανάτου δολοφονώντας μικρά παιδιά, κλέβοντας όλο το χρυσάφι του κόσμου από τις υπόγειες γαλαρίες. Στο Παρίσι, τον καιρό της κομμούνας, έκοψε το κεφάλι του κόσμου με μια καλά δουλεμένη λαιμητόμο.

Σήμερα τριγυρνά στους δρόμους κάνοντας σινιάλα με σπασμένους υδραργύρους. Πίσω του αλλόκοτα πλάσματα τον υπακούουν, φορούν λέει τους ήχους των ασθματικών γάτων και γδέρνουν το νερό. Δεν σημαίνουν τίποτε για αυτήν την παράξενη ταξιαρχία, πράγματα όπως η αγάπη για τους ανθρώπους, η καλή τους θέληση και η καλοσύνη του κόσμου τους προκαλεί άγρια συναισθήματα. Γελούν με την καρδιά τους όταν ακούνε τα τραγούδια του σοφού καιρού, τους παραστέκουν λιγνές ρομφαίες από κυπαρίσσια. Με άλλα λόγια απόψε ίσως είναι η τελευταία νύχτα του κόσμου. Με άλλα λόγια απόψε ίσως καούν τα φτερά της πεταλούδας που έφεραν τον κόσμο ως εδώ και η ψυχή του, ίσως δραπετεύσει μες στην ανυπαρξία. Ω ναι, η νύχτα πνίγει τον κόσμο. Πράγματα ποιητικά όπως γεφύρια, μαιανδρικά, άνθινα μοτίβα, το πρίμο αγέρι και όλα εκείνα τα ρέστα τίποτε δεν μπορούν να σώσουν από αυτόν τον κόσμο που φθάνει απόψε στο τέλος του. Στο διάβολο οι βρώμικες πολιτείες μας που αποσυντίθεται και που κουβαλούν το αίμα των αιώνων. Ζήτω οι επιληπτικές καλόγριες που βρίσκουν επιτέλους τον αληθινό δρόμο του θεού στα μάτια κάποιου λάγνου εραστή, ζήτω τα παιδιά που σκοτώθηκαν από αμέλεια και οι αγρότες που πάλεψαν χρόνια και χρόνια για να σκοτωθούν από τον κεραυνό, τρία ζήτω για τους φυλακισμένους, τους νεκρούς, τους παράφρονες. Απόψε κάποιος επιστρέφει στην ιστορία αυτό που της αξίζει κάνοντας κομμάτια τα στοχαστικά όνειρα που μας έφεραν ως εδώ. Ζήτω το αγόρι της σκοτεινής μπαλάντας που δείχνει απόψε τον δρόμο, γκρεμίζοντας τελωνεία, αποβάθρες και εκείνες τις ντροπές που κάλυψε με τρόπο το χέρι του θεού.

Ως το πρωί αυτός ο κόσμος θα έχει χαλάσει ή θα έχει καταποντιστεί  μες στην ξεθωριασμένη, τυρρηνική θάλασσα. Ως το πρωί ο κόσμος θα έχει απομείνει γκρίζος, πιο γέρικος και από τις παλιές εκκλησιές.

Με ένα του νεύμα εκείνος ο τύπος με το αριστοκρατικό ντύσιμο και τα γαμψά νύχια παραγγέλνει ένα τραγούδι και οι φανταστικές ορχήστρες καίγονται από λαγνεία. Κανείς να μην λυπηθεί, αυτό το τέλος περιγράφεται καθαρά στον Μεγάλο Ψαρά του Κιαράβαλε και θα΄ταν απρέπεια μεγάλη να παριστάνουμε πως αντέχουν ακόμη μες σε αυτόν τον κόσμο πράγματα της φαντασίας, όπως η καλή βροχή και τα καταγάλανα μάτια, τα γεμάτα από τον ήλιο.

Μετανοείτε λοιπόν και με ότι προσευχή έχετε πρόχειρη, με αυτήν δοκιμάστε να αντέξετε.

Α.Θ