Ανδαλουσιανή Ραψωδία

Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα


Ανδαλουσιανή Ραψωδία
Για τον Φ. Γ. Λόρκα,
Που δάνεισε στο duende
Την πιο αληθινή του διάσταση.
Είθε οι θεοί να τον φυλάνε
Όταν κάθε Ιούνη
Συντεταγμένα κατέρχεται στα Τάρταρα
Αφήνοντας πίσω του εντυπώσεις και
Στήλες επιτύμβιες επάνω στις
Καρδιές μας

 

Θα ήθελα να γράψω για τον Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα που γεννήθηκε μια τέτοια μέρα το 1898. Θα ήθελα στ΄αλήθεια να γράψω για τον Λόρκα που είχε πάντα στο πλάι του κορίτσια πλασμένα από λέξεις και αστραπή, καταδικασμένα να πεθάνουν πάνω στην σκηνή κάποιο ξημέρωμα. Θα μπορούσα να πω δυο λόγια για τον Λόρκα που έγραψε μια φορά και έναν καιρό ένα έργο άτιτλο γεμάτο από τις φωτιές της εθνικής βιογραφίας. Ναι, θα μπορούσα να γράψω δυο λόγια για τους φονιάδες του που θυμίζουν τις κατάμαυρες γραμμές του Τζιακομέτι μες στον μακρυσμένο ορίζοντα. Θα μπορούσα να μιλήσω για εκείνη την νύχτα που ο Φεντερίκο των ερωτικών τραγουδιών και των πλανόδιων θιάσων τουφεκίζεται με συνοπτικές διαδικασίες, όσο τα κατάμαυρα σκυλιά του Φράνκο στήνουν τους αρμούς της πιο σκοτεινής εξουσίας. Θα μπορούσα να τραγουδήσω μια στροφή, μονάχα μια στροφή που είναι αρκετή για να ζωντανέψει την κατάμαυρη καρδιά της Μπερνάντα. Θα μπορούσα να πω δυο λόγια, μονάχα δυο λόγια για τον ποιητή που τραβά στην γλαυκή του μύθου χώρα, για τους στίχους του που  γράφονται σε καφέ negro χρώμα και όταν μιλούν γεννούν ήχους καμπάνας και έρωτα. Ωστόσο, εκείνος που γράφει για δολοφονημένους ουρανούς ποτέ δεν θα έχει την ανάγκη του αδέξιου, φιλολογικού μνημόσυνου που κινδυνεύει να στηθεί εδώ και τώρα, αθροίζοντας τόσα λίγα σε αυτό το μέγεθος που σώζεται σε τρεις μονάχα λέξεις. Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα  από τα μάτια σου σταλάζουν στίχοι και στίχοι και από τα λόγια σου πιάνονται κορίτσια και κορίτσια, σαν αυτά που κοιμούνται μες στην αιώνια άνοιξη των αρχαίων, ανδαλουσιανών κοιμητηρίων.

Όμως για απόψε τουλάχιστον αρκεί το κλάμα των πηγών και των καθάριων νερών που λένε τον μέγα πόνο. Όλα ετούτα μπορούν καλύτερα να μιλήσουν για τον Λόρκα από ότι εγώ, από ότι εγώ, αφού ο ποιητής κάθε Κυριακή, ίσως μια τέτοια ώρα ή επάνω στην ακμή της βραδιάς, πιάνει το βελόνι και λέξη την λέξη αγκυλώνει τις έρημες ψυχές. Κάπως έτσι τα ποιήματα φυσούν πάνω από τις στάχτες μιας μικρής ή μεγάλης τραγωδίας. Δείχνουν έναν κόσμο ηθικό, δίχως προπλάσματα που αναθρέφεται μες στις μεταφυσικές εξοχές, κάτω από το ποιητικό φως της σκηνής που ταξιδεύει στο αφάνταστο κενό αυτού του κόσμου. Όλα διακινούνται ελεύθερα στους αβίαστους στίχους του Λόρκα. Πεποιθήσεις και προλήψεις, όνειρα και προαισθήματα, διαθέσεις και φόβοι, παραμύθια και φαντασίες βρίσκουν τον δρόμο τους κοιτώντας τα άστρα. Ο Λόρκα, ένας τελευταίος μάγος διασχίζει σαν νερό την Γρανάδα, διασχίζει την εξοχή με το όπλο του κλειδωμένο μες στον λαιμό, αναμετριέται με τον έρωτα του λουλουδιού και με το θρόισμα της ακυβέρνητης καρδιάς, δίνει όσα έχει και δεν έχει για το ανδαλουσιανό κόσμημα που πουλά χτένες έξω από το ταβερνάκι του Κάδιθ και έχει κερδίσει μια θέση για πάντα έξω από τα χρονικά. Αν το θέλει ο Λόρκα μπορεί ακόμη και μετά τον θάνατό του να κλωτσήσει μες στα δόντια την εποχή που του αναλογούσε. Όμως όχι, εκείνος αισθάνεται πράγμα σημαντικότερο την χάρη του φτερού που παραδέρνει εκεί έξω. Όμως όχι, εκείνος νιώθει πως καμιά σωτηρία δεν τον περιμένει στις μεγάλες πολιτείες, πως τίποτε δεν μπορεί να βοηθήσει εκείνους που από έρωτα εξέπεσαν, σαν εποχές και σαν θρύλοι. Ο Φ. Γ. Λόρκα έγραψε διά την λίαν φιλοκαλία των βροτών ή πάλι δεν είχε άλλον τρόπο να αντέξει την αυθεντική του τέχνη δίχως ένα τραγούδι για τους έρωτες που συντρίβονται, για εκείνους που δεν υπακούν και παλεύουν για μια θέση κάτω από τον ήλιο μες σε έρημα πάρκινγκ και παγωμένα χωράφια και σφραγισμένα ξενοδοχεία. Μες στους στίχους του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα  κάτι αλλάζει μορφή και τα πλάνα των φιλιών του σημαίνουν τον έρωτα που αντέχει.

Θα μπορούσα να γράψω για εκείνον μια ολόκληρη, ποιητική σύνθεση. Και όμως, μες στον θάνατο της Κυριακής που φθάνει αργά, η απόφασή μου μεταστράφηκε. Είδα τον Λόρκα να ονειρεύεται αμέριμνος στον εξώστη κάποιου απογευματινού ξενοδοχείου. Τον έπνιγε το φως και ήταν στα αλήθεια ένα πλάσμα μυθολογικό, γεμάτο ταλέντο και θέληση καλή εμπρός στον κίνδυνο που καραδοκεί. Είπα το όνομά του σαν προσευχή, μα εκείνος κάτι άκουσε και με τα μηχανικά ελατήρια των παπουτσιών του ξεχύθηκε, δίχως απόκριση για την μεταφυσική Γρανάδα με όλα του τα πεπρωμένα λυμένα και με την δόξα του θλιμμένη, αθεράπευτα στοχαστικός. Ο σοφός καιρός που πάντα μεταμορφώνεται σε τραγούδι κύριε Νίκο, τώρα το ξέρω,θα αποδώσει κάποτε στον ποιητή ένα πρόσωπο κατάμαυρο, σαν ψαλμό και σαν άσμα ασμάτων. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή τα πουλιά ξεστρατισμένα θα πετούν και το πρίμο αγέρι θα σκορπίζει, ω ναι, θα σκορπίζει τις ραψωδίες που γράφτηκαν για χάρη της γενιάς του ‘27.