Γερεβάν, Αθήνα

Το 2021 η ρωσική πρωτοβουλία στην διευθέτηση της εμπόλεμης σύρραξης ανάμεσα σε Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν έκλεισε άλλον έναν ιστορικό κύκλο. Την ιστορία των μεγάλων λαών την γράφουν οι τραγωδίες. Και αυτή που σίγησε για πάντα το αρμένικο στοιχείο στο πολύπαθο Ναγκόρνο Καραμπάχ σε τίποτε δεν μοιάζει με την γενοκτονία του περασμένου αιώνα. Αν ακούσεις το κλάμα του ντουντούκ θα καταλάβεις για τι πράγμα σου μιλώ. Για ένα αθώο παράπονο λοιπόν το αποψινό τραγούδι, για ανθρώπους που τόσα χρόνια μετά έχουν απωλέσει την αρχική τους ιδιότητα και καταχωρούνται στο τέμπλο των ριζιμιών λιθαριών, στα ανόθευτα και τα μυστικά.

Μες  στην Πύλη της Άμμου που΄γινε τραγούδι το μακρινό 1997, σαν να κοιμούνται πια. Τα μάτια τους είναι οι τρύπες του ουρανού όπως ακριβώς λέει το τραγούδι του Λουδοβίκου που έρχεται από έναν άλλο δρόμο για να βρει το καινούριο του αίσθημα μες στην βραδινή αυθαιρεσία.


«Για το Αμαράς, τράβα κατά τον βορά», είπε ο βοσκός που χαράζει δρόμους ποιμενικούς ανάμεσα στους όλμους. Τα βοσκόπουλα προπορεύονταν χαράσσοντας στο χώμα εδώ και εκεί αρμένικα γράμματα.

 Εμπρός του απλώνονται τα υψίπεδα της παλιά αυτοκρατορίας και η δυναστεία των Σασσανιδών του γνέφει από τις αρχαίες ντάπιες. Οι χρονικογράφοι έγραψαν ολόκληρες σελίδες για το Αρτσάχ που ΄γινε πριγκιπάτο και σημαίνει σταυρός μα όλα τα έπνιξαν οι στρατιώτες που οδοιπορούν δεκαετίες τώρα μες στις ερημιές.

 Τα χωριά με όλη την ερημιά του κόσμου τον αποχαιρετούν καθώς μακραίνει μες στην αρμένικη καρδιά. Τις πληγές του τις έχει αφήσει ανοιχτές και εκείνες δεν κακοφορμίζουν, μονάχα ευωδιάζουν μυρωδιά ζάχαρης και κανέλας. Δεν τις αφήνει να χαθούν, τέτοιες που είναι, νύχτες της Γεσθημανής ανάμεικτες με σκιές και τρόμους. Την τύχη τους την έγραψαν οι τάφοι στην άκρη του δρόμου και τα σκουριασμένα άρματα που γίνηκαν της φύσης τα ολοζώντανα ταμπλώ.

Γεια σας φαράγγια της Ταρσού, γεια σας ξεχασμένοι Φρύγεις με την οπλισμένη σας καρδιά. Σας στέλνω χαιρετισμούς από την Καππαδοκία, φιλήστε μου την Ρηνιώ που ΄ναι του Γερεβάν το ολόλευκο ρόδο. Πού κοιμάσαι Ρηνιώ, μην κρύβεσαι μες στους κυκλωτικούς διαδρόμους του Ασκεράν ή τάχα σε πήραν μακριά τα καραβάνια; Για σένα θα γράψουν κάποτε οι μελετητές. Θα πουν, πάνε χρόνια τώρα που σίγησαν τα μοναστήρια. Και  τα κορίτσια μας που τα πήραν στα μπαρ της Λιέγης και της Κατερίνης λικνίζονται απόψε με ηδυπάθεια στο γύρισμα του κλαρίνου. Αν σε ρωτήσουν για πού πηγαίνεις δείξε τους Ρηνιώ μου τους ποιητικούς γκρεμούς και μια μικρή πατρίδα στ΄ανάμεσα των ποταμών.

Νυχτώνει και οι αστραπές δεν είναι άλλο από ασπίδες Σελτζούκων που κατηφορίζουν μες στην ιστορία. Παντού μια μυρωδιά βροχερού ουρανού καθώς φορτωμένος όνειρα ετοιμάζεται να πάρει τον αυτοκινητόδρομο που βγάζει στ΄άλικα χωριά. Και εκεί, μες στην ταραγμένη ώρα αντικρίζει τους φίλους. Κρατούν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και επιβιβάζονται στα καμιόνια που θα τους πάνε στο Στεπανακέρτ. Δεν έχουν φωνή και στ΄ανάμεσά τους βρέχει πέταλα και μολύβι. Ένα μικρό κορίτσι πιάνει το τραγούδι και ο στρατιώτης που μήτε γνωρίζει πως με τις πράξεις του γράφει το μεγάλο, λαίκό τραγούδι της ζωής, σκεπάζει με μια ριπή τ΄όμορφο σκίρτημά της. Σε τίποτε δεν έφταιξαν εκείνοι οι κρεμασμένοι έναν αιώνα και βάλε τώρα, στην άκρη του δρόμου, ανίδεοι από το προαίσθημα που ανατρέφει μες στους κόλπους της η ιστορία. Κάποιοι άλλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους που ρήμαξαν. Η καρδιά τους πνίγηκε στην μέση του Άραξη και είναι αργυρόχρωμη η θλίψη τους, έτσι όπως κοινωνούν διάφανη, μεσημεριάτικη μοναξιά.

Θυμήσου την μακρινή θράκα και τις γενιές των καλοκαιριάτικων ημερών, θυμήσου τον κύκλο της ζωής που τείνει πάντα στο χοϊκό και της ανατολής την γλύκα, θυμήσου τους αρχαίους ήρωες που αναγεννήθηκαν μες στα παραμύθια της πατρίδας.

Μπλεγμένος στο υφάδι του στημονιού που αέναα γυρίζει και μες στο κέλυφος του στιχουργικού του dcw που καταπίνει τα απέραντα μίλια της στέπας θα διασχίσει κάποτε σαν φλέβα βασιλική τα δίχως λυρισμό κατεστραμμένα χωριά. Κάπου αγρυπνούν του νεκρού το πρόσωπο και οι συναγερμοί της νύχτας  χτυπούν για τα χρόνια που θα έρθουν και όλα θα τα σκεπάσουν.

Μόνον κάτι γκαζολάμπες στα έρημα καφενεία μαρτυρούν πως μια φορά και έναν καιρό εδώ, σε τούτο το τραπέζι, η Aghavni  αγάπησε ως θανάτου τον Levon και ο Δημήτρης αποχαιρέτησε την Dziadzan ακουμπώντας με ευλάβεια στα πόδια της δυο τελαμώνες σαν σκοτωμένα φίδια. Εδώ σε τούτα τα τραπέζια η Heghnar πνιγμένη μες στα κλάματα ξεριζωνόταν για την μακρινή Θεσσαλονίκη. Στον κόρφο της δυο σιρίτια, στην αγκαλιά της μια σύνοψη φθαρμένη με ολόχρυσα γράμματα στο χέρι κεντημένα. Σε τούτα τα τραπέζια που τα ρήμαξε η σκόνη του καιρού φαντάζουν όλα παράξενα και πελιδνά. Και η Ελένη ακόμη από το Ερεβάν  που ΄χει στα χείλη της από καιρό το κοκκινάδι της νεκρής πιάνει το τραγούδι της, μισό ανθρώπινο, μισό αγγελικό. Σώπα να ακούσεις τούτο το κοντραμπάντο που σκιρτάει μες στους έρημους αραμπάδες και πες μου, να χαρείς γιατί κρατάς τα βλέφαρά σου κλειστά σαν πεταλούδες.

Ο βοσκός πρόσθεσε τα παρακάτω λόγια στην απόκρισή του, διακόπτοντας το όνειρο. Το χέρι του έδειχνε το Αμαράς παγωμένο σαν του αγάλματος που ξέμεινε στην ίδια στάση είκοσι αιώνες τώρα.

«Και αν νιώσεις όλη την μοναξιά να πέφτει πάνω στους ώμους σου, ξύπνα ένα κοιμισμένο περιστέρι. Σε τούτα τα μέρη ταξιδεύουν κολασμένες ψυχές και καραβάνια προσφυγικά με χάρτινα φανάρια, Βιρμανικά. Ταξιδεύει ακόμη μια Παρθένος με κατάμαυρο πρόσωπο και αναρίθμητοι, βουλιαγμένοι φάροι. Οι αιώνες κανέναν δεν θυμούνται και όμως καταμεσής της άνοιξης κάποιος κρεμά στολίδια πάνω στα δέντρα. Αν τέτοιες ψυχές ανταμώσεις θα καταλάβεις για τι πράγμα σου μιλώ σαν βυθιστείς στα μάτια που θαμπώνουν όπως παλιές μποτίλιες, πέρα στις εύφορες κοιλάδες του Αραράτ. Κρατούν από μια αρητόρευτη, αρχιτεκτονική γενιά. Μεθούν με το κρασί των σταφυλιών που φυτρώνουν πάνω στα μέτωπα των νεκρών αδελφών τους. Τα μάτια τους είναι γεμάτα ροκανίδι και φίνα νοσταλγία για τις κοιλάδες της πατρίδας τους.»

Ξημέρωνε Μεγαλοβδόμαδο και με ένα αρχαίο επιβατικό ετοιμαζόταν να περάσει μες στην καρδιά της Αρμενίας. Εκείνος ο μεταφυσικός βοσκός χάθηκε σαν τους προφήτες μες στο σύννεφο και το ανεξήγητο, τίποτε και κανείς δεν τον ξανάδε. Πίσω του, γύρω του, παντού χτυπούσαν τα βαριά σφυριά της υπομονής. Πάνω στις κορφές ακροβολισμένοι οι ακρίτες λογάριαζαν σαν πάντα, από μακριά του κάθε καιρού τον κίνδυνο. Το dcw με νυσταγμένα φώτα έμπαινε στο Γερεβάν μες στο θριαμβικό ξημέρωμα.

Α.Θ