Help!

 «..Βοήθησέ με, αν μπορείς
Νιώθω πως χάνομαι
Και να το ξέρεις,
Πως αληθινά το εκτιμώ
Που βρίσκεσαι εδώ κοντά…»

 

 Πάει καιρός που ΄χει χάσει την πίστη του στα πράγματα. Δεν συζητά για τους ανθρώπους, αυτοί τον φοβίζουν και τον κάνουν να χάνει την αυτοκυριαρχία του. Σε εκείνες τις στιγμές είναι που μεταμορφώνεται σε ανοιξιάτικο παιδί, γεμάτο σκοτεινές δυνάμεις που θέλει τον κόσμο αναποδογυρισμένο.

Πάει καιρός που αδυνατεί να ξαναδεί τον εαυτό του όπως κάποτε υπήρξε. Πάει καιρός, πάει καιρός, πάει καιρός που ΄χει κάνει αγαπημένο του χρώμα εκείνο το μαύρο negro με την δοξαστική σκιά πέρα ως πέρα. Το χαρτί τον φοβίζει και απόδειξη συνιστούν τα μικρά κοψίματα, εδώ και εκεί στα χέρια του.

Και όμως, τώρα πρέπει να ανοίξει το στόμα του και με μια φωνή, σκέτη λειτουργία να ζητήσει λίγη βοήθεια. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με, χρειάζομαι κάποιον με ανθρώπινη, ζεστή καρδιά. Και εγώ απόψε είδα στο βλέμμα σας μικρούς σπινθήρες, εγώ είδα ζωγραφιές, παιδικά δωμάτια, παστέλ, παστέλ, παστέλ, ψυχιατρεία, ένα παγωμένο χωράφι, ένα έρημο πάρκινγκ.

Πρέπει να αντέξει την απορία και απάνω στην πιο κρίσιμη παύση να προλάβει να πει δυο λόγια. Βλέπετε, όταν γράφω την λέξη καράβι, ένα μικρό ατμόπλοιο, με ευτυχισμένα ζευγάρια περνά σιωπηλό από καρδιά σε καρδιά. Με χαιρετούν κρατώντας στα χέρια τους αμερικάνικα αναψυκτικά, οι κυρίες διαθέτουν λουλούδια στα μαλλιά τους και θυμίζουν πολύ στην όψη τις μικρές ερωμένες του Γκωγκέν. Έπειτα, όταν πάω να σβήσω αυτήν την λέξη, το ατμόπλοιο χάνει την ισορροπία του, τα ποτά χύνονται στο ποτάμι, ποτέ δεν γυρίζουν, πλάνα από ερωτικά φιλιά με κάνουνε κομμάτια, πώς να σας πω, ότι με βαραίνει μια ανυπόφορη ευθύνη;

Κανείς δεν   θα τον πιστέψει. Εκείνος ο κύριος θα αφήσει στο χέρι του ένα δολάριο ή δυο και έπειτα θα προχωρήσει στις δουλειές του που δεν περιμένουν ποτέ και τίποτε. Ίσως ο νεαρός φοιτητής που ονειρεύεται στην στάση του λεωφορείου, ίσως αυτός του δώσει μια λύση. Νεαρέ μου χρειάζομαι λίγη βοήθεια εδώ πέρα. Η ζωή μου κρέμεται από μια λεπτή κλωστή, μια μαύρη τρύπα μίζερης αγάπης ετοιμάζεται να με καταπιεί. Γιατί κάθε φορά που γράφω την λέξη κορίτσι, απέναντί μου στέκει μια κοπέλα, είκοσι σχεδόν χρονών, με ελλειπτικά μάτια και μια διογκωμένη καρδιά. Και είναι ολότελα ξεχωριστή από αυτόν τον χειρουργημένο κόσμο με τα ξέφτια και τα απομεινάρια. Την ρωτώ τ΄ονομά της, την ρωτώ επίμονα και η φωνή μου πιάνεται στα παράξενα σύρματα που τεμαχίζουν το σαλόνι. Η φωνή μου χάνεται, δανεική στην νύχτα, σε όλη μου την ζωή θα την γυρεύω μα δεν νοιάζομαι πια. Έχετε μια ιδέα;

Όλος ο κόπος πήγε στράφι, αφού ο νεαρός φοιτητής πέρασε στην αιωνιότητα του κόσμου, εκεί έξω. Τώρα τριγυρνά τους έρωτες και όταν θυμάται εκείνον τον παράξενο τύπο στην 44η οδό, κάπως σκοτεινιάζει, κοιτώντας με φόβο τις εφημερίδες όλο αίματα ξεραμένα και στόματα στυγνά.

 Και όμως, απόψε δεν υπάρχει κανείς για εκείνον και θα΄ναι τύχη μεγάλη αν κατορθώσει να πει μερικά λόγια στο μπαρ του Ρίτσυ. Ίσως η Κάρεν με την δοξαστική, οξυζενέ της φράντζα, ίσως αυτή του δώσει χάρη γι΄απόψε.

Σε ικετεύω Κάρεν, πίστεψέ με. Όποτε γράφω την λέξη τέλος, η ανάσα μου κόβεται, τρέχω στους διαδρόμους και ανάβω όλα τα φώτα. Πέφτω με λύσσα στις φωτογραφίες και ορκίζομαι πως αν τα καταφέρω και απόψε θα παρατήσω αυτήν την κακιά συνήθεια. Τα χέρια μου παγώνουν, δυο ληστές τραγουδούν στο πλάι μου έναν σκοπό φτιαγμένο για καταδικασμένους, από το βάθος της κουζίνας ακούγονται που έρχονται να καταλύσουν την ζωή μου, Κάρεν. Δεν έχω τίποτε άλλο έξω από αυτή και στο κάτω κάτω μου ανήκει, έτσι δεν είναι Κάρεν;

Και όμως, όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή και η Κάρεν εκείνη ακριβώς την ώρα πέφτει σε τεχνητό κώμα. Καρφώνει στο πρόσωπό της ένα πλαστικό χαμόγελο, στου Σαμ πας όπου σε πάει η νοστιμιά και βαδίζει στο κενό. Θα ξανάρθεις Κάρεν, θα το δεις, με μια βροχή θα πέσεις στην γη όπως τόσοι και τόσοι φίλοι. Μα για απόψε παραμένεις απλή στατιστική.

Έχει μια ιδέα. Δεν είναι βέβαιος πως θα πετύχει, μα τώρα πια δεν έμεινε τίποτε για να χαθεί. Σε λίγο ξημερώνει και ότι θα τον έσωζε από την καταστροφή κυλά στο χείλος της αβύσσου. Το μπαρ του Ρίτσυ είναι άδειο και η Κάρεν δεν έχει κέφια απόψε. Δεν μου καίγεται καρφί για τους βομβαρδισμούς, αν δεν θες να παραγγείλεις, στρίβε με το χέρι στην μέση και ύφος στάρλετ που αξίζει πολλά περισσότερα. Ας είναι Κάρεν, τα΄παμε και εσύ δεν άντεξες, σε βρήκαν με ένα λακωνικό ανεύρυσμα και αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας.

 Αρπάζει ένα κομμάτι χαρτί και με κατακόκκινα γράμματα σαρώνει δρόμους, υποστατικά και την ανεπανάληπτη πλήξη που του τρώει την ψυχή.  Η λέξη ζωντανεύει, κάποιος χρειάζεται βοήθεια, οι λιγοστοί θαμώνες ξεχύνονται στους δρόμους, κυλούν μες στο κενό σαν αδέσποτες σφαίρες που δεν θα σταματήσουν αν δεν βρουν τον στόχο τους. Και εκείνος ολομόναχος μες στο μαγαζί του Ρίτσυ που μετατοπίζεται μες στην μεγάλη πολιτεία ονειρεύεται πως είναι παιδί ή ένα μικρό, πορτοκαλί φεγγάρι, δεν έχει αποφασίσει, στηριγμένο με την πλάτη του στο κάρο, θυσία για το καλοκαίρι που δεν φτάνει. Όπως και να΄χει κρύβει το πρόσωπό του, όλα τα πνίγει μες στις παγωμένες χαρακιές του ποτηριού του. Ουρλιάζοντας ζητά βοήθεια, κάτω από τα πόδια του σιγοκαίνε οι στάχτες μιας τραγωδίας, αυτό ακριβώς.

Δεν θυμάται πώς και γιατί, μα εκείνη ακριβώς την στιγμή βρέθηκε στην άλλη πλευρά σαν σε πηγάδι. Έκτοτε, περνά τις ώρες του δεμένος με ολόλευκους ιμάντες. Τον χρόνο που του δίνουν, τον σπαταλά ζωγραφίζοντας όπως οι πρόγονοί του, παράξενα ζώα πάνω στην πλάτη της πέτρας. Παντού στους διαδρόμους, μπορεί ο καθένας να το βεβαιώσει, κυλούν σκληρές οι ραψωδίες. Δεν θες να ξέρεις λοιπόν τι είναι εκείνο που απεγνωσμένα κατορθώνεται στις απογευματινές συνεδρίες από παιδιά με φωτισμένα μάτια, γεμάτα ήλιο, μα.

Α.Θ