Ein Hase, ein Hase!

Ιστορία εφοδιασμένη με την ενότητα μιας μουσικής, στο ύψος της Αγγλικής Σουίτας υπ΄αριθμ. 2 του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Τα έργα γραμμένα στην νεότητα του συνθέτη πλαισιώνονται από το εισαγωγικό πρελούδιο και την ύπαρξη ενός χορευτικού μέρους. Αυτό το δεύτερο στοιχείο διακρίνει τις Έξι Αγγλικές Σουίτες του Γερμανού συνθέτη, καθώς επίσης και οι επιρροές από Γάλλους συνθέτες που υπαγόρευσαν παρόμοια έργα. Η μετρική της σουίτας και κάθε μέρους αυτής συνιστά μια αυστηρή και θεμελιώδη λεπτομέρεια για τις συνθέσεις του Σεμπάστιαν Μπαχ.

Ο κινηματογράφος που με τόση συνέπεια μελετά τις άλλες τέχνες και ρεαλιστικοποιεί τα συμπεράσματά τους επαναφέρει στο προσκήνιο την μελωδία. Το πρελούδιο της σουίτας υπ΄αριθμόν 2 ντύνει μοναδικά την Λίστα του Σίντλερ, αυτό το εμβληματικό φιλμ που βασίστηκε, όχι στην γερμανική θηριωδία, αλλά την ανθρωπιά που υποθάλπεται ακόμη και στους πιο άγριους καιρούς.

Ο Γιοχάνες παλεύει με τον χιονιά πέρα στα χωράφια. Μα έχει μια αποστολή και πίσω του εκατό χιλιάδες ερωτευμένους αγγέλους, ποτισμένους με ευλογημένες μεθαμφεταμίνες. Για αυτό Γιοχάνες πρέπει να τρέξεις με όλη σου την καρδιά και την ψυχή. Αυτό το γράμμα λέει Γιοχάνες αντίο, ζητά σύντομοι να΄ναι οι αποχαιρετισμοί. Ο δρόμος του καθενός είναι μυστήριο μα ο δικός σου Γιοχάνες, σίγουρος, βέβαιος.

 Ίσως τούτο αρκεί για την αθώα καρδιά του Γιοχάνες, ίσως αυτά τα λόγια να του χαρίζουν την δύναμη που χρειάζεται για να διαφύγει του κινδύνου το πνεύμα όλου αυτού το συρφετού που ονομάστηκε ανθρωπότητα. Ο καιρός φαίνεται να χαλά. Αν τον βρει η θύελλα, τότε πάει χαμένος. Κάτι σαν τ΄ανοιξιάτικα φαντάσματα που κάνουν την εμφάνισή τους στα κακότροπα παιδιά, έτσι θα τριγυρνά στις εξοχές. Τι τρομερό Γιοχάνες μην συλλογιέσαι τίποτα πέρα από το κουρείο του κυρίου Χόφμαν, εκεί τρεις αγγελικές φωνές θα σφίξουν τα χέρια σου, τι παγωνιά, τι παγωνιά, καλή τύχη εκεί έξω, ο θεός μαζί σου.

Ο Γιοχάνες σκαρφαλώνει τα άστρα, σφυρίζει παθιασμένα έναν σκοπό και περνά σαν τον καιρό όλα τα υποστατικά. Στο καλό παγωμένε κάμπε, οι φίλοι μου με περιμένουν στο κουρείο του κυρίου Χόφμαν που αντιστέκεται κάτω από το μάλλινο κασκέτο του. Και που δεν μιλά πολύ, από τότε που ένιωσε πως εκεί έξω φτιάχνεται μια καταιγίδα από γυρολόγους, τυχοδιώκτες, επιστήμονες και στρατηγούς. Οι στέγες, λέει ο κύριος Χόφμαν, οι στέγες μας δεν αντέχουν όλο αυτό το χιόνι, είναι φτιαγμένες μόνο για να μετρούν τον χρόνο. Αν πίσω από τις χαραγματιές στο βλέμμα του κυρίου Χόφμαν, αν μπορούσε να δει κάποιος μια τέτοια χώρα, θα αντίκριζε το ονειροπόλο παιδί που στηρίζει την πλάτη του στο κάρο και εύχεται να ΄ρθει γρήγορα αυτό το καλοκαίρι. Τραγουδά έναν σκοπό και ίσως μυστικά να κλαίει από ευτυχία, ποιος ξέρει.

 Απόψε ο Γιοχάνες έχει καταπιεί την μεγάλη πολιτεία και διαγράφει μια τρελή τροχιά πάνω στο χιόνι. Κανείς δεν γνωρίζει αν ο Γιοχάνες απόψε περνά κουρσάρος από αυτά τα μέρη, ένα γνήσιο ζώο του δάσους πέρα. Έρχεται απαλά ο καιρός και σβήνει κάθε χνάρι. Και όμως, στα χέρια του κρατά το μέλλον ενός ολόκληρου κόσμου, δεν έχει το δικαίωμα να τα παρατήσει και βάζει φτερά στα πόδια του, περνά χαλινάρι στον χειμώνα, γίνεται στίχος από δημοτικό, απέθαντο τραγούδι και αρπάζει στα δυο του χέρια τους κυκλώνες. Τίποτε δεν τον τρομάζει επειδή νιώθει και ξέρει πως υπάρχουν σκοποί μεγαλύτεροι, υψηλότεροι και πως δεν υπάρχει πιο άγρια δόξα από αυτήν την καρδιά που μοιράζεται όπως αντίδωρο σε ευλαβικούς πιστούς. Εδώ γύρω έχει κάμποσους τέτοιους Γιοχάνες, αν η ψυχή σου νικηθεί, αν λυγίσεις σε μια γωνιά προσευχήσου, πάρε λίγο ζεστό ψωμί, μια χούφτα άχυρα και βγες στους δρόμους για να πεις πως εκεί έξω παρελαύνουν τότε και τώρα με πλήρη εξάρτηση, εν δόξει όσοι περιφρόνησαν την έσχατη των ανθρώπων φρόνηση, είναι πολλοί, μεθυσμένοι στρατιώτες, σπαρμένοι γεμιστήρες και σφαίρες, τι σπάνια βλάστηση, το κράνος σκεπάζει τα μάτια τους και έτσι δεν γνωρίζουν ποιος είναι εκείνος που σκοτώνουν. Και ακόμη αν στρέψουν το βλέμμα τους σε σένα, σε μένα, αναδύουν την ατμόσφαιρα ενός ατιμωτικού κυνισμού, πυροβολούν ανάμεσα στα μάτια, συντρίβουν κτίρια και ανοίγουν δρόμους. Κυνηγούν όσους ποδηλατούν με λασπωμένα ρούχα, τα παιδιά, τις μητέρες, το αγέννητο, την μουσική, τα γράμματα, τους χορευτές, τους ακροβάτες, τους πλανόδιους θιάσους, τις αρτίστες, τους μανάβηδες, τους υπηρέτες, τους πλούσιους, δεν κάνουν διακρίσεις, το πολυβόλο τους κελαηδά μες στους τέσσερις τοίχους, σφραγίζοντας την ανθρώπινη μοίρα.

Η νύχτα έπεσε στην πόλη, όπως κοιμίζει κανείς ένα καναρίνι. Οι διαγωνισμοί του τραγουδιού σώπασαν. Ίσως έφτασε η φοβερή είδηση, μια αίσθηση για το μοιραίο, ίσως  το απαλό χιόνι που γεννιέται στην άβυσσο, η αιτία θα παραμείνει σκοτεινή. Ο Γιοχάνες βαδίζει ρυθμικά μέσα στο χιόνι. Ένα παράθυρο που κλείνει , ένα σιδηρουργείο που επιμένει, πέρα μακριά πατημασιές από το άλογο του Βόνταν που φέρνει νεκρούς στην γη μια φορά τον χρόνο.

Να, εδώ, κουρείον Χόφμαν, ένα αμυδρό φως μες στο βάθος, το χρυσάφι του ανθρώπου που λάμπει εκεί μέσα ή πάλι τίποτε. Έλα Γιοχάνες, κουράγιο, στο κάτω κάτω είσαι μια ψυχή μες στον χιονιά, τι κοστίζει λίγη ζεστασιά, λίγη ανθρωπιά τι κοστίζει πια; Θα σου πως Γιοχάνες στο τέλος αυτής της περιπέτειας, πόσο κοστίζει η ζωή. Μα ως τότε, έλα Γιοχάνες, κουράγιο, σκέψου το μήνυμα, τα λόγια που σήμαιναν μην γυρίσεις, τις ολόλευκες μεθαμφεταμίνες με τα πολυβόλα, την βοή των αρμάτων που θα πρέπει να διαγράψουν επτά κύκλους πριν γονατίσουν την καρδιά σου, μα θα το κατορθώσουν. Το ΄γραψαν οι χιλιάδες σελίδες μετά από εσένα.

Ο κύριος Χόφμαν βλέπει το αναμμένο κεράκι μες στα μάτια του Γιοχάνες. Ο τελευταίος του δίνει το σημείωμα. Ο κύριος Χόφμαν σφίγγει τους ώμους του παιδιού, βάζει στην τσέπη του ένα κομμάτι ζεστό κρέας και ψωμί, του δείχνει την πόρτα και στο βάθος τρεις γυναίκες με χοντρά μπαούλα και βαριά ρούχα που του γνέφουν σε ευχαριστούμε Γιοχάνες, μέσα από την καρδιά μας, καλή τύχη.

Ο άνεμος σφυρίζει, κουβαλά την αντάρα της αυριανής μέρας και αρκετή μυρωδιά κινδύνου. Σαν να γυρίσανε οι θεοί και γυρεύουν τώρα την θέση τους στον νέο κόσμο, τώρα που όλα έχουν τελειώσει και η ελευθερία του ανθρώπου σάρωσε τα πάντα. Μια μεραρχία πλησιάζει, τα φανάρια της φέγγουν πέρα στον παγωμένο κάμπο. Μα ο Γιοχάνες, δεν φοβάται, επιστρέφει στο σπίτι του, αυτός είναι ο μόνος δρόμος που ξέρει. Σφυρίζει δυνατά την μελωδία του, φαντάζεται τα δάχτυλά του να χτυπούν τα πιάνα, φαντάζεται τι χαρά θα κάνει η μητέρα όταν φανεί στην πόρτα και ας γνωρίζει πως η πόλη του σαρώθηκε. Ας ξέρει, τίποτε δεν τον πικραίνει.

Τι θέαμα, ο μικρός Γιοχάνες με την φτερωτή καρδιά και την αχαλίνωτη ψυχή αντιμέτωπος με μια πάνοπλη ταξιαρχία. Κάποιος φωνάζει από μακριά, δεν ξεχωρίζει. Ένας λαγός, ένας λαγός και όλοι μαζί όπως πρελούδιο πυροβολούν από την πλευρά της ορχήστρας, καθώς ο Γιοχάνες σκαρφαλώνει τ΄άστρα με μεγάλες δρασκελιές και περνά στην πρόνοια του φεγγαριού.

Α.Θ