Απεγνωσμένα Σήματα

Με την λεπτή απόχρωση του Bernard Herrmann

 

Το 1976 ο Ταξιτζής κερδίζει τις εντυπώσεις στην διεθνή φιλμογραφία. Ένα δείγμα του καινούριου ανθρώπου, της άρρωστης ζωής με την σαθρή γοητεία της, προδίδει την ουσία του νέου κινηματογράφου. Την ίδια χρονιά η δικτατορία της Αργεντινής βυθίζει την χώρα κάτω από το βάρος του αυταρχισμού και των απάνθρωπων μεθόδων. Αεροπειρατείες, ο Αλέξανδρος Παναγούλης νεκρός σε ανυποψίαστα τροχαία, κάτω από ανερυθρίαστους, κρατικούς προβολείς, οι νεκροί του Σοβέτο, χιλιάδες, αταυτοποίητοι, τα αγόρια του Όλστερ γυρεύουν αίμα και το παίρνουν. Εμείς πάντα στα αιώνια, πρώτα μας βήματα, πρωτοχρονιάτικοι, να θυμόμαστε και να προχωρούμε ψηλαφητά. Με δειλές επιστολές στο δικό μας ανομολόγητο ανεκπλήρωτο, σαν την παρακάτω.

[…Ο Τσάρλυ δεν πιστεύει στις ευχές. Ανταποκρίνεται μονάχα από ευγένεια και τους καλούς τρόπους της μητέρας. Ωστόσο, δεν είναι χώρος εδώ για κάτι τέτοια. Ο μορφονιός Τσάρλυ, πίνει με την καρδιά του στην γωνιά του μαγαζιού, μοστράροντας σενάρια της ζωής στον πάτο του ποτηριού του. Είσαι νέος του λόγου σου, το πιοτό δεν είναι καλός σύμβουλος, πάψε πια Τσάρλυ με το τζουκ μποξ και άλλες τέτοιες τρυφερότητες. Όμως εκείνος δεν δίνει και τόση σημασία. Αύριο όλοι αυτοί θα έχουν πεθάνει. Όχι, όχι λάθος μου, ίσως τέλος πάντων, αυτοί εδώ οι τύποι να συνιστούν ένα είδος συντροφιάς όταν εσύ… (μισοσβησμένα γράμματα, δεν βγαίνει νόημα)

Τις καλύτερες νύχτες ο Τσάρλυ φτιάχνει κάτι σαν σχεδία και φεύγει από την γωνιά της 4ης οδού. Τριγυρνά στα στέκια της πόλης, φώτα, η τέχνη της σιωπηρής καταστροφής. Τίποτε δεν γλιτώνει εκεί έξω Τσάρλυ. Ο καιρός δείχνει τα δόντια του και άλλα τέτοια. Τα επαναλαμβάνουν στο ραδιόφωνο και έτσι ακόμη και ο Τσάρλυ έχει μάθει να βάζει στην σειρά μερικές λέξεις, για σένα (πάλι το γράμμα είναι θολό, τα γράμματα αναποφάσιστα μοιάζουν να αλλάζουν θέση)

Ο Τσάρλυ σας λέω τον έχω δει με τα μάτια μου τραβάει κατά το λιμάνι. Είναι χάραμα και κρατά μια χάρτινη σακούλα, το πρόσωπό του είναι παγωμένο σαν πρωτοχρονιά. Όσα πέρασαν τώρα τον βαραίνουν, για αυτό και ο Τσάρλυ τελεί υπό του οινοπνεύματος την πρόνοια, αδύναμος και σπασμένος.

Ο Τσάρλυ, ο Τσάρλυ, ο Τσάρλυ. Δεν ακούς τίποτε άλλο εκεί έξω. Όμως, πρέπει να προσέξεις πως ο έρωτας φροντίζει την δουλειά καλύτερα από κάθε άλλον. Και έτσι εκείνος νιώθει πως δεν του χρωστά τίποτε η ζωή, όλοι μπορούν να καταχραστούν τα αισθήματά του, είναι το παιχνίδι που θα λησμονήσει κανείς σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο. Ο Τσάρλυ είναι αδύναμος και όλο γράφω για εκείνον με θαυμασμό, με την αίσθηση ενός σήματος που δεν επιστρέφει ποτέ όσο απεγνωσμένα και αν προσπάθησα, όσο και αν έπαιξα με το φως και τους σπασμένους καθρέφτες, ὀσο και αν τα χέρια μου μάτωσαν και οι νύχτες έγιναν μηρυκαστικές, να γεννούν την ίδια, λέει μουσική, σαν κακό μυθιστόρημα με ψεύτικα στρας, με κάλπικους τύπους, με αρρώστους, εμπόρους, νεράιδες, μεταπράτες, κακόγουστους, θηλυπρεπείς, ναύτες, πελάτες , ειδικότητες, επαγγέλματα, με σπαραχτικούς εξευτελισμούς και πυγμάχους. Όσο η ελευθερία ισοπεδώνει τις λεπτοφυείς εκφάνσεις της βιογραφίας μας μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος.

Εγώ θα σου γράφω τα νέα του Τσάρλυ. Και αν δεν νοιάζεσαι, δεν μου καίγεται καρφί. Εγώ ξέρεις, φτιάχνω ψεύτικα κάστρα από χαρτί και τα καταστρέφω. Τα παίρνω από μέσα, προσλαμβάνω προδότες, που δεν διστάζουν . Τσάρλυ, η θέση σου θα σε περιμένει πάντα. Τώρα, σου αφήνω ένα λουλούδι και φεύγω, ακούς την μακρινή μουσική και εγώ φεύγω με ορμή μες στους καινούριους καιρούς. Ψέματα, με πολύ δισταγμό βαδίζω πια εκεί έξω, κάθε στιγμή περιμένω πως ένα τηλεγράφημα θα σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Από την άλλη πλευρά θα ακουστεί Τσάρλυ, όβερ και όλοι οι τηλέγραφοι θα πέσουν, το σύστημα θέλω να πω δεν θα αντέξει το φορτίο. Και όλα θα΄ναι σαν καλοφτιαγμένα, παραδεισένια νησιά με εξαίσια, μελαγχολικά φθινόπωρα. Εκεί, λέει έπεσαν βροχή οι λόγχες σου και όλες οι γραμμές, ξέρεις, έπεσαν…]

¥

Υπέγραψε το γράμμα. Ζήτησε να σταλεί. Έξω η πόλη κοιμάται, τον χωρίζουν από εκείνη εκατοντάδες πόδια, όμως ακούει τον ύπνο της. Ηλεκτρονικά ραντεβού, χάλυβας και εμπλουτισμένο ουράνιο κάνουν τον κόσμο να γυρίζει αργά. Έσκισε το παλιό ημερολόγιο, διάβασε στο πίσω μέρος το σοφό, κινέζικο ρητό. Συλλογίστηκε πως μηδενίζει τα χιλιόμετρα της μάστανγκ του, γέλασε.  Πώς μπορεί κανείς να κηλιδώσει, έτσι απλά και απροσποίητα, μια αδιάφορη σκηνή της ιστορίας. Συνόδεψε το γράμμα με μια καρτ ποστάλ με εξωτικές γενικεύσεις στο τελευταίο σύνορο του νερού. Μετρούσε ήδη την τέταρτη μέρα αυτού του καινούριου χρόνου και ο κίνδυνος είχε ατροφήσει τα αντανακλαστικά του. Ο Τσάρλυ είναι ο ίδιος μα το συνηθίζει να μιλά σε τρίτο πρόσωπο, αφού έτσι μπορεί ευκολότερα να ομολογήσει την συμφορά που κλώθουν οι θεοί για την ραγισμένη του καρδιά.  Έτσι κρύβεται ο Τσάρλυ και στέλνει γράμματα με άγνωστους παραλήπτες, μες στην τρελή μοναξιά του, όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Α.Θ