Χριστόδουλος Ράδος | Τα δώρα

© Lee Friedlander

«Καλώς ήρθατε στον πάγκο μας. Όπως βλέπετε ο πάγκος μας είναι σκεπασμένος με σεμεδάκια αφού πιστεύουμε ακράδαντα στις παραδοσιακές αξίες. Σήμερα, εδώ που βρίσκεστε είστε όσο πιο κοντά έχετε πλησιάσει ποτέ στη θέωση. Όπως βλέπετε το πεζοδρόμιο εδώ είναι στρωμένο με κόκκινο χαλί, αφού η πρωτόγνωρη, εξυψωτική υπηρεσία που μπορούμε -αν φυσικά μας το επιτρέψετε- να σας προσφέρουμε είναι άλλη μία φαντασμαγορική εμπειρία. Έχετε περπατήσει ξανά ποτέ πάνω σε κόκκινο χαλί; Και αν νομίζετε πως μόνο οι εκλεκτοί, εκείνοι οι τάχα ‘χαρισματικοί’ το αξίζουν είστε, βεβαίως, σφόδρα γελασμένος. Το καρφί κοστίζει δύο ευρώ. Δε μπορούμε να σας υποσχεθούμε πως δεν θα πονέσει όμορφε και εκλεκτέ μας περαστικέ. Είσαστε όμως τυχερός και πρέπει να το θυμάστε»

Ο ουρανός κρύφτηκε από ένα μωβ τεράστιο αερόστατο. Από το ψάθινο εκείνο κουτί που μέσα του κρύβεται ο τελευταίος στον πλανήτη οδηγός αερόστατου ανέμιζε ένα μεγάλο πανό που πάνω του έγραφε αρχίζοντας με μικρό γράμμα και συνεχίζοντας με κεφαλαία «σΤΡΟΦΉ ΑΝΆΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΆΛΙ ΠΊΣΩ. Ό, ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΆΝΕΙΣ εΚΕΊΝΟΣ ΕΊΝΑΙ ΕΔΏ». Τότε άρχισε ο Αντώνης να προσέχει. Το κόκκινο χαλί ήταν πεντακάθαρο, οι κόκκινες άκρες του δεν είναι τσαλακωμένες από την πολλή χρήση, ούτε έστω λίγο λερωμένες. Κάτι σημαντικό πρέπει να γινόταν σε εκείνο το μέρος, ακριβώς τη στιγμή αυτή. Η κυρία φορούσε ένα αποκαλυπτικό ταγιέρ και από μέσα τίποτα, λες και τα στήθια της ήταν ο δεσμός που κρατά δεμένη τη ψυχή στο σώμα της και η φούστα της μακριά και μαύρη σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους για να μην φανεί στους προσεγγίζοντες, προκλητική. Μέσα από τα πυκνά, μπουκλωτά κόκκινα μαλλιά της ξεπρόβαλλε η μουσούδα ενός μικρού αξιολάτρευτου φιδιού, μάλλον σαΐτας, η οποία γρήγορα σαν πρόφταινε να πιάσει το βλέμμα του στον αέρα και να καταλάβει ότι την κοιτάζει, κρυβόταν πάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε εκείνη την αχανή αποθήκη οσφρητικών αισθήσεων.

Δάδες που καίγονταν αργά σαν άνθρωπος που κρύβεται κρατώντας την ανάσα του σιγανή, δυο αγαλματένιοι φοίνικες σε χάλκινο χρώμα, ένας μουσαμάς σε χρώμα χακί κρεμασμένος από το κτίριο πίσω από τον πάγκο με κάτι γεωμετρικά σχήματα ζωγραφισμένα, λευκά και ασύμμετρα πάνω του, και ένας μυστηριώδης κύριος που καθόταν εκεί παράμερα χωρίς να αποκρίνεται σε οτιδήποτε, σε τέτοιο βαθμό που νόμιζε για λίγο ότι ίσως είναι βαλσαμωμένος.

«Πήρατε την απόφασή σας κύριε;»

«Θα το κάνω»

Ανεξήγητο το πως κατέληξε σε αυτό το σημείο. Στιγμιαία η σκέψη αυτή πέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα από το μυαλό του. Όμως τώρα ήταν σίγουρος.

Ανέβηκε στο μαρμάρινο πλατό, αφαίρεσε τα ξύλινα παπούτσια του και πάτησε με θάρρος, ανοίγοντάς τα στο ύψος των ώμων. Τα κοίταξε έτσι μεγάλα, χοντροκομμένα, ατσούμπαλα που ήταν και σκέφτηκε ότι αν το ήξερε θα είχε κόψει τα νύχια του. Ίσως και να είχε ξυρίσει τις τρίχες που πετούσαν εδώ κι εκεί σαν σε ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο.

Από την πόρτα του κτιρίου πίσω από τον πάγκο βγήκε ένας δήμιος ντυμένος από πάνω ως κάτω με μια καταπράσινη στολή, που έκρυβε κάθε σημείο του σώματός του, λες και ντρεπόταν για αυτό που επρόκειτο να κάνει ή για την ίδια του την ύπαρξη ή ίσως για την ύπαρξη όλων των υπόλοιπων εκτός αυτού. Ο Αντώνης σκέφτηκε ότι δεν είναι ώρα να αμφιβάλλει. Άλλη μια ξεχωριστή εμπειρία στο κασέ του, και τί εμπειρία. Μια προσομοίωση της θυσίας του Ιησού και χωρίς να καταλήξεις με τον ίδιο τρόπο. Και με τόσες δοξασίες και ανέσεις μάλιστα. Ένοιωθε υπόχρεος σε αυτούς τους ανθρώπους.

Ο δήμιος άρπαξε τα καρφιά και οι κινήσεις του ήτανε αρκετά βιαστικές. Σχεδόν δεν κατάλαβε ο Αντώνης πότε βρέθηκε με τα δυο πόδια καρφωμένα στις πλάκες. Τώρα κοίταξε ξανά τα πόδια του και τα δάκρυά του κύλησαν σαν χείμαρρος απάνω τους σαν να θέλουν να ξεπλύνουν τις λευκές πλάκες που σε εκείνες έρεε το κατακόκκινο αχνιστό αίμα σαν λαδομπογιά πάνω σε καμβά. Αισθάνθηκε για πρώτη φορά όμορφα, περήφανος για τα πόδια του, παρά τα ασυγκράτητα δάκρυα. Όπου και αν βάλεις κόκκινο ξαφνικά αυτό θα ομορφύνει. Το χρώμα του πάθους. Έβλεπε τα πόδια του σαν μπουμπούκια από τριαντάφυλλα που ανθίζουν. Σφούγγισε τα δάκρυά του και έστρεψε το βλέμμα του, στον μυστήριο κύριο που ήταν πρωτύτερα καθισμένος σε εκείνη την καρέκλα. Τώρα, είχε εξαφανιστεί.

Η μέρα πέρασε, τα καρφιά αφαιρέθηκαν και ο Αντώνης γύρισε στο σπίτι του σε ένα αναπηρικό καροτσάκι που του δάνεισαν οι ευεργέτες του. Τα κόκκινα από το ξεραμένο αίμα καρφιά τα τοποθέτησε σε μια γυάλινη θήκη πάνω στο γραφείο του. Τώρα πια το μόνο που του απόμενε ήτανε να γράψει.

***


Ο Χριστόδουλος Ράδος γεννήθηκε το 2000 στα Ιωάννινα, όπου ζει και σπουδάζει Βιολογία στο πανεπιστήμιο της πόλης. Έχει ζήσει τα χρόνια του δημοτικού στη Γερμανία. Η ενασχόλησή του με την λογοτεχνία ξεκινά από νεαρή ηλικία αφού συνηθίζει να διαβάζει πολύ από μικρός. Από το πάθος αυτό προέκυψε στη συνέχεια η δημιουργική επιθυμία να γράψει και ο ίδιος.