Η Χόλυ ιππεύει Την άγρια πλευρά του κόσμου

[…Μια ιστορία παλιά όσο και ο κόσμος λέει πως κάποτε ο ιππέας Ρόββυστος πεθαίνει από τα χέρια του δούλου του. Τέτοια όμως που ήταν η αγάπη τους, αυτός ο φονιάς πήρε την ίδια του την ζωή στα νερά του Μάιν, γεμάτος τύψεις και μοναξιά.

Ας λάβουμε υπόψη λοιπόν, πως αυτός ο ιππέας δεν είναι άλλος από τον γερο χρόνο. Και πως εμείς, οι ταπεινοί του δούλοι, τίποτε δεν είμαστε δίχως αυτόν που ξοδεύεται μες στα ρολόγια, τους έρωτες, τα μίση, τις συμφωνίες, το σάρωμα των αξιών, κρατώντας ένα παρουσιαστικό εξόχως άκαμπτο και μονότονο…]

 

Όποιος φοβάται την ζωή, όποιος δεν τολμά να αγαπήσει, δεν είναι ελεύθερος.

Έτσι έγραφε στην λαϊκή μπροσούρα που μοίραζαν οι πρόσκοποι σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου. Συλλογίστηκε για μια στιγμή το σωστό και το λάθος, μέτρησε τον χρόνο που απομένει ώσπου να μηδενίσουν τα χρονόμετρα και πήρε την απόφασή της. Σε λίγη ώρα ταξίδευε μες στην νύχτα για το εξωτικό Μαϊάμι. Εκεί θα γίνει κάτι σπουδαίο, η ομορφιά της θα μεταβληθεί σε μια στέρεη φήμη. Όλες αυτές οι σκέψεις την έκαναν να χάσει το σοβαρό της ύφος, στην  θέση του ξημέρωνε τώρα ένα δειλό χαμόγελο.

Μετρά τα λεπτά που χρειάζεται αυτό το ταξίδι. Μετρά τα λιγοστά της δολάρια, τα κορίτσια επάνω στις στροφές του δρόμου, σκαρφαλωμένα σε ένα αναμμένο μπουκάλι Coca Cola δείχνουν τον δρόμο στις έρημες ψυχές. Η ζωή θέλει βρώμικη πράξη και όχι καθαρή θεωρία, χρειάζεται καλλίγραμμα κορίτσια με απόθεμα αντοχής και μια μεγάλη καρδιά που ναι, ω ναι, μπορεί στα αλήθεια να κάνει συντρίμμια τον πάγο της πρωτοχρονιάς.

Μετρά τα λιγοστά της δολάρια, ξυρίζει τα πόδια της με στεγνό ξυράφι και μετά μεταμορφώνεται σε εκείνο το άγριο κορίτσι με τις σκούρες βλεφαρίδες που διασχίζει την νυχτερινή Αμερική των χιλιάδων μιλίων. Το λεωφορείο σταθμεύει για λίγη ώρα, η Χόλυ δοκιμάζει καραμέλες του ενός δολαρίου, σε λίγο ο ύπνος την κερδίζει.

Και έπειτα, στο όνειρό της περπατά στην άγρια πλευρά αυτού του κόσμου, το νερό βαθαίνει από όλες τις μπάντες, η Χόλυ μοιάζει να χάνει την αυτοσυγκράτησή της, ρωτά να μάθει ποιος κυκλώνας ισοπεδώνει όλα εκείνα τα κορίτσια στα ανοιχτά των αυτοκινητοδρόμων. Ποιος ευθύνεται για τα γερμένα δέντρα, ρωτά την ίδια στιγμή που όλα τα κορίτσια γίνονται πέτρινα σονέτα, ναι, πέτρινα σονέτα. Καλά θα κάνει να ξεχάσει.

Μετρά τα λεπτά προτού γυρίσει ο τροχός. Αν είναι αλήθεια όσα λένε, εκείνη που ταξιδεύει πιο γρήγορα, έχει κιόλας περάσει σε μια άλλη εποχή. Νιώθει καλύτερα και όλο της το ένστικτο συγκεντρώνεται στα δαγκωμένα της χείλη, ευτυχισμένη μου Αμερική. Όμως ένας ποιητής που έζησε χρόνια μακριά, είπε, ο χρόνος είναι χιόνι, το ΄πε στην γλώσσα του Αριστοτέλη και την γλώσσα του Πλάτωνα. Το λεωφορείο ανάβει τα φώτα του, συντρίβεται μες στις ομίχλες που ΄ναι το πιο δύσκολο πράγμα, γράφει μία προς μία αυτές τις σελίδες που συνθέτουν το μυθιστόρημα αυτής της ζωής.

Η πόλη διαθέτει ένα αστραφτερό, άγριο πρόσωπο. Κρύο σίδερο, ψηλό ως το φεγγάρι και σκοτεινό γυαλί. Έτσι γίνεται μια πόλη σπουδαία. Η Χόλυ παγώνει και είναι μόνη και κανένα λεωφορείο δεν πρόκειται να την παρηγορήσει όταν κρυώνει και νιώθει τον εαυτό της να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του. Η Χόλυ τριγυρνά στα μαγαζιά που διανυκτερεύουν, το ένστικτό της λέει, Χόλυ μπες στο Απόλο και γύρεψε λίγο καφέ και ένα λιτό, βραδινό γεύμα. Όμως σε αυτά τα μαγαζιά κορίτσια σαν την Χόλυ δεν είναι ευπρόσδεκτα. Ίσως επειδή εκεί μέσα συρρέουν οι πιο θρησκευόμενοι Αμερικάνοι που δείχνουν ύψιστη σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες. Για αυτό της γνέφουν, φεύγα από εδώ κορίτσι μου, τράβα στην σκοτεινή γωνιά της πόλης, εκεί κάτι θα βρεις. Κρυώνει και πεινά μα περισσότερο από όλα πεισμώνει η Χόλυ και φτιάχνει πιο πυκνές τις βλεφαρίδες της.

 Τώρα κανείς δεν τολμά να σηκώσει τα μάτια του επάνω στην Χόλυ, και αυτό επειδή κανείς δεν τολμά να στρέψει το πρόσωπό του σε εκείνους που πεινάνε και κρυώνουν. Η Χόλυ κολυμπάει μες στο μεγάλο πέλαγο της αμερικάνικης πολιτείας, γύρω της η προκλητική κυριολεξία αυτού του κόσμου και όσος ουρανός ονειρεύτηκες.

Αυτό έχει σημασία και τα λεπτά που περνούν ώσπου να ξεπροβάλλουν από κάθε γωνιά πολύχρωμα βεγγαλικά που σηματοδοτούν το τέλος αυτού του ταξιδιού. Η Χόλυ ονειρεύεται και αυτό την κάνει περισσότερο θεά από τα άλλα κορίτσια της σκοτεινής πλευράς. Η Χόλυ έτσι που ξοδεύεται, θυμίζει τα κορίτσια της αιωνιότητας που κατοικούν για πάντα τις αφίσες των παιδικών μας δωματίων. Τα λεπτά τώρα σωθήκανε, τα παιδιά λένε τραγούδια στις διασταυρώσεις με τα τρίγωνά τους, χτυπούν το ατσάλι, όσο τα βομβαρδιστικά πετούν με κατάνυξη κουβαλώντας αρκετή ατομική ενέργεια για να σκορπίσουν τις βλεφαρίδες όλων των κοριτσιών αυτής της πολιτείας.

Η Χόλυ διαλέγει την σκοτεινή πλευρά του κόσμου και εκεί μέσα χάνεται.  Θα μπορούσε να πει κανείς πως του λόγου της ανήκει στα πιο πρόστυχα κορίτσια ή σε εκείνες που πουλιούνται για το τίποτε του ταπεινού ονείρου. Και όμως η Χόλυ, λίγο πριν την εκπνοή αυτής της χρονιάς, διαλέγει τον δαίμονα της. Δεν έχει άλλον δρόμο για τους ποιητές, για την Χόλυ  που στεφανώνει με ομορφιά αυτόν τον τακτοποιημένο κόσμο, γυρεύοντας τις ανταποδόσεις της ζωής. Δίχως αθωότητα στρίβει στην γωνιά του δρόμου αποφασισμένη να αγαπήσει και να αγαπηθεί με την γυμνή της καρδιά απόλυτα εκτεθειμένη στα αιχμηρά εγχειρίδια αυτής της νύχτας.

Η Χόλυ ολομόναχη κάπου στις καρδιές μας, μεταφράζει απόψε το κομμάτι του κόσμου που καλύτερα διδάχτηκε. Έχει κιόλας περάσει στην άλλη πλευρά του χρόνου, το καινούριο δέρμα της ταιριάζει πολύ. Δεν κάνει λάθος όποιος συμπεράνει τούτη την στιγμή πως η Χόλυ τα κατάφερε επειδή τα κορίτσια ισοπεδώνουν τον χρόνο για μας. Διόλου μικρή θυσία Χόλυ.

Α.Θ