Custodes

Οι φρουροί
ας κοιμούνται
στα πένθιμα βιβλία τους
Και οι μουσικές
ας στήνουν
μες στην φαντασία
Τις μορφές των ανθρώπων
Και
το ομοίωμα των άστρων

 

 Μια πικρή,
χριστουγεννιάτικη
ιστορία


Ολόκληρη η πολιτεία φορούσε το δέρμα των Χριστουγέννων. Οι περαστικοί στον δρόμο χαιρετούσαν αλλήλους με ορθάνοιχτες αγκαλιές. Είχαν πια λησμονήσει τις βαθιές τους διαφορές, καθένας τούτη την μέρα είναι ίσος προς όλους. Το δικαίωμα του κόσμου στην ευτυχία είναι ακλόνητο μια τέτοια μέρα.

Στις πύλες έκαιγαν φωτιές και οι στρατιώτες γελούσαν και έπαιζαν τις λύρες τους. Απόψε δεν είναι νύχτα πολέμου, απόψε πάνω από κάθε τι οι άνθρωποι γιορτάζουν την τρυφερή αγάπη του Αγίου Φραγκίσκου. Κανείς δεν μπορεί να βεβηλώσει αυτό το θαύμα. Οι στρατιώτες φορούν τις επίσημες στολές τους, απαγγέλουν ποιήματα και οι πιο τολμηροί από αυτούς παίζουν στα ζάρια τον οπλισμό τους, καθώς πάντα. Είναι ευτυχισμένοι οι στρατιώτες και ετούτη η νύχτα είναι της αγάπης. Νωρίτερα το απόγευμα είδαν τον χιονιά που ερχόταν και απέκλεισαν την πιθανότητα ο εχθρός να προσεγγίσει την βορινή πύλη. Απέσυραν τους φρουρούς στους στρατώνες και άφησαν μονάχα έναν παρατηρητή, πλάι στην φωτιά για όσο κρατήσει η νύχτα. Τι λάθος!

Όμως από εκεί, από αυτούς τους στρατώνες βρήκε την πόρτα ανοιχτή ο εχθρός. Οι μισθοφόροι είχαν πληρωθεί καλά και η δουλειά ήταν εύκολη. Έφθασαν με τα πλοία τους, αθόρυβοι σαν εποχή και σαν κύμα. Όταν χίμηξαν στα πεδινά βρήκαν τις ντάπιες αφημένες. Βάδισαν μες στο χιόνι που έπεφτε πυκνό, ακολουθούσαν το πέταγμα των γερανών που μαρτυρούν τις ανθρώπινες πολιτείες. Δεν λάθεψαν, πέρα στον ορίζοντα είδαν την βορινή πύλη σκοτεινή, δίχως στρατιώτες. Τάχυναν το βήμα τους και έφθασαν μια ανάσα από την σημαία που κυμάτιζε γενναία και ολομόναχη. Κοίταξαν πίσω, δεν είδαν ίχνη, γέλασαν με διογκωμένο το ένστικτο του χαμού. Ξεχώριζαν τις φωτιές πέρα μακριά και αναγνώριζαν τα σημάδια της προδοσίας που στήσανε ολομόναχοι οι κάτοικοι αυτού εδώ του κάστρου. Συνέχισαν αθόρυβοι, βαδίζοντας με τον τρόπο που έρχεται πάντα η αιωνιότητα. Ήταν μαθημένοι σε αυτά τα πράγματα και η ζωή τους σήμαινε μονάχα τις μεγάλες γενικεύσεις. Το ξημέρωμα , η νύχτα, το κυνήγι, η γέννηση, ο θάνατος κατείχαν το καθένα μια θέση στην ζωή και πάει, αυτό ήταν, τέλειωσε.

 Έφθασαν στα πρώτα σπίτια. Είδαν από τα μπαλκόνια τα πανώ με τα οικόσημα, ριγμένα με  όλο τους το βάρος από τον εξώστη με τους γύψινους ερωτιδείς. Γέλασαν επειδή ήξεραν πως όλα τούτα, οι κορνίζες, οι διακοσμήσεις, τα μπαλκόνια δεν σήμαιναν τίποτε αυτήν την νύχτα. Όλα αυτά κατέχουν μια δόξα ψεύτικη και απόψε θα ερημώσουν. Γέλασαν όπως γελούν πρόστυχα οι μισθοφόροι μες στα σφαγεία τους, κανονίζοντας την δουλειά. Γυναίκες, παιδιά, όλα θα καούν.

Και εκείνοι, οι μισθοφόροι συμφώνησαν και τώρα δα, βγάζουν από τις θήκες τα μαχαίρια τους. Εισβάλλουν σε κάθε σπίτι, ακούγονται οι κραυγές και τα ουρλιαχτά και τα κορμιά που πέφτουν νεκρά. Παντού ξεπηδούν φωτιές, και οι φρουροί που αποκοιμήθηκαν, κατάκοποι από το παιχνίδι και το πιοτό, αντικρίζοντας μες στους βυθούς στέμματα και οίκους. Δεν ακούν, δεν μυρίζουν την καμένη σάρκα, δεν βλέπουν την σφαγή στις απάνω γειτονιές, το κακό που κατηφορίζει σαν χείμαρρος να πνίξει την καλοστημένη δουλειά της πολιτείας. Οι μισθοφόροι λεηλατούν, σκοτώνουν, βιάζουν, καίνε, τίποτε δεν απομένει στο πέρασμά τους. Απόψε κιόλας η γραφική πόλη θα΄ναι χαλάσματα στην πορεία του μελλοντικού ταξιδιώτη. Εδώ θα γράφει μια πλάκα, πήρε χώρα η χριστουγεννιάτικη σφαγή και από κάτω τα ονόματα των οικογενειών που πέφτουν νεκρά από τα μαχαίρια των μισθοφόρων. Κάποιοι γυρεύουν για χρυσό, άλλοι για τα κορίτσια που θα πωληθούν στα παζάρια του Αλγερίου σε μια τιμή σπουδαία, χάρη στο λευκό τους δέρμα, άλλοι γυρεύουν μόνο να σκορπίσουν τον θάνατο.

Και οι φρουροί που ποτέ δεν θα ξυπνήσουν, ταξιδεύουν μες στο όνειρό τους, τώρα και πάντα, καθώς ο κόσμος γίνεται σοφότερος και πιο σκληρός. Οι ασπίδες και οι πανοπλίες τους σκουριάζουν κάτω από βροχές και εποχές και ακοίμητα χρονικά. Τίποτε δεν θα τους φέρει πίσω για να διορθώσουν το κακό που έφθασε δίχως υπαινιγμό την μέρα που γεννιόταν ο Χριστός. Αυτό η πορφυρή και κραταιή μοίρα εκεί έξω δεν είναι παρά μια άνοιξη που ξυπνά προώρως, αυτό είναι και τίποτε άλλο. Ας πούμε κόκκινα τριαντάφυλλα στην άπειρη έκταση.

Οι μισθοφόροι τώρα τέλειωσαν την δουλειά τους. Η φωτιά που σαρώνει την αλλοτινή ευτυχία είναι το καλύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει στον πόλεμο των ανθρώπων. Η πόλη που έπεφτε εκείνη την νύχτα συνιστούσε ένα θέαμα που σου σπαράζει την καρδιά και δεν είχε όμοιό του ποτέ συναντήσει. Όλες οι γέφυρες με την ζωή τραντάχτηκαν, συντρίφτηκαν, φάνηκαν πρόσκαιρες, εφήμερες. Την δουλειά θα αποτελειώσει ο χρόνος και ο πάταγος της ζωής που συνεχίζει.

¥

Αυτή είναι η ιστορία της χριστουγεννιάτικης σφαγής. Οι ντόπιοι θυμούνται τα γεγονότα την παραμονή της μεγάλης γιορτής και δεν τρώνε παρά ελάχιστα, σαν να ταν οι ύστατες μέρες κάποιου νεαρού θεού. Εκείνοι που φταίξαν ήταν οι φρουροί, η ανεμελιά τους όταν ο άνεμος αγρυπνά με τους ανθρώπους και με τα θαύματά του και με τους κινδύνους. Τέτοια μέρα θυμούνται την πίκρα και το βάσανο εκείνων των ανθρώπων που χάθηκαν μες στην ευτυχία τους.

Οι κάτοικοι της πόλης που έπεσαν από τα πληρωμένα εγχειρίδια ανακηρύχθηκαν άγιοι και η ιστορία τους περιλαμβάνεται στα συγγράμματα του δέκατου τρίτου αιώνα που γράφτηκαν από Ιταλούς μελετητές και σώζονται ως τις μέρες μας στα σκονισμένα ράφια των μοναστηριών.

Α.Θ