Ο άδικος χαμός του Ζαχαρία Ντεσινί

«Ο έρωτας
Έχει για στήριγμά του
Τον λυρισμό,
Πάει να πει,
Τα ποιήματα που μιλούν
Για τα πάθη της ψυχής
Διαθέτουν κάτι
Από τον χτύπο
Μιας καρδιάς»

 

 

Μια ιστορία πικρή,
 του έρωτος φλέβα τρανή

Η ιστορία που θα σας πω περιλαμβάνεται στο Λαϊκό Βιβλίο της ζωής καθώς λέγεται. Το κοινωνικού ενδιαφέροντος έργο φιλοξενεί μερικές συνηθισμένες ιστορίες από τον καιρό της Άννας και του Καρόλου. Άλλες με τέλος ευτυχές και χροιά φιλοσοφική και άλλες πάλι σκοτεινές, σαν μαύροι τρίτωνες σε υπέροχα σαλόνια που ετοιμάζονται να κατασπαράξουν τους ακριβούς καλεσμένους, τι φρίκη, τι φρίκη! Η ιστορία που είναι σύντομη σαν την νιότη, πάει κάπως έτσι.

[Ο Ζαχαρίας Ντεσινί εργάζεται στις αποθήκες του βασιλιά. Κάθε πρωί, μόλις χαράξει, βαδίζει σκεφτικός ως τ΄ανάκτορο που ξεχωρίζει αμυδρά πίσω από την φιλοσοφική ομίχλη του πρωινού. Ο Ζαχαρίας είναι καλός και έχει ακόμη πληγωθεί κατάφορα για να κατακτηθεί η Νάπολη, μα δεν νοιάζεται. Τ΄ονομάζει χρέος του και με την άδολή του πίστη εκτελεί πιστά την εργασία του. Κάθε πραματευτής φθάνει με την παραγγελία του, πληρώνεται και με το παραπάνω και με το καλό παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Ο Ζαχαρίας καταγράφει τις ποσότητες, δίνει την εντολή για την αποθήκευση και δεν θα΄ταν υπερβολή να πει κανείς πως ο Ζαχαρίας Ντεσινί μοιάζει κομμάτι απαραίτητος στην λειτουργική αποφασιστικότητα του βασιλείου του που τόσο αγαπά.

Το σπιτάκι του είναι κρυμμένο μες στην εγκαρτέρηση της παλιάς πόλης. Κάθε βράδυ με το φανάρι του περνά τα φημισμένα κανάλια, σαν ίσκιος προχωρεί, ψυχή πειθαρχημένη. Τα βιβλία του, οι ιστορίες του φαντάζουν η μόνη παρηγοριά για τον πιστό υπάλληλο του στέμματος.

Απόψε βρήκε ένα σημείωμα στον παραστάτη της θύρας. Φέρει τον βασιλικό θυρεό και του απευθύνεται προσωπικώς. Ο βασιλιάς, λέει τον καλεί αμέσως στο ανάκτορο για ζήτημα εξόχως σημαντικό και εθνικό. Και ο Ζαχαρίας που ξέρει καλά τι ξεροπήγαδα και λάκκους κρύβει ετούτη η πολιτεία, βάζει με το μυαλό του το κακό. Μα δεν αρμόζει σε κάποιον σαν αυτόν να φοβάται. Αυτός φέρει το χρυσό μετάλλιο του Νικολό Φιορεντίνο που αξίζει όσο τίποτε και έχει στο σώμα του δυο μεγάλες σπαθιές, μαρτυρία του αγώνα που έδωσε για να παραμείνει ανέγγιχτο τούτο το στέμμα. Κακοφτιαγμένος με βήμα ταχύ παίρνει τον δρόμο για τ΄ανάκτορο. Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στην γη, το βήμα του ανοίγει, σαν να επιθυμεί να φθάσει πριν τον θάνατο. Τα μάτια του μεγάλα και ορθάνοιχτα, τα χείλη του σφιγμένα σαν των αγαλμάτων, χείλη αποφασιστικά, ωραία. Οι φύλακες του κλείνουν τον δρόμο, οι φύλακες που καραδοκούν όλες τις νύχτες στα περάσματα του κλείνουν τον δρόμο. Εκείνος τους δείχνει το μπιλιέτο, εκείνος δεν φοβάται, μόνον βαδίζει μες στην νυχτερινή Βαβυλώνα που κρύβει κινδύνους και φόνους και πάθη αχαλίνωτα στ΄όριο της καταστροφής.

Η βασίλισσα Άννα φθάνει απ΄τα βάθη των χιλίων δωματίων της φημισμένης Αμπουάζ. Είναι τόσα πολλά και έχουν ονόματα περιγραφικά που μαρτυρούν κάποιον σκοπό. Τους τοίχους καλύπτουν ταπισερί  από τους διασημότερους τεχνίτες της πολιτείας. Κάποιος Ντενιζό και ένας Γκωμιέ δεν είναι ονόματα απλά, μα απέραντες, καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες που ομορφαίνουν τις βασιλικές ζωές.

Ο Ζαχαρίας Ντεσινί νιώθει τον κόσμο που χάνεται, νιώθει την καρδιά του που τινάζεται σαν σπασμένος χαρταετός. Και καθώς υποκλίνεται χίλιοι άγγελοι φιλούν την καρδιά του. Είναι όμορφη και εκείνος μια φιγούρα εκτρωματική.

Μονάχα τα λόγια και την ψυχή του έχει για εφόδιο τούτη την άγρια, την παράφορη στιγμή που οι συνέπειες τον κυκλώνουν. Επειδή βλέπετε ο Ζαχαρίας Ντεσινί χάριζε κάθε νύχτα ένα μικρό μέρος της πραμάτειας στα ορφανά που ΄χουν για όνειρό τους να ταξιδέψουν στις μακρινές σταυροφορίες, μα για τώρα, η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή. Εμπρός τους η αιωνιότητα και εκείνα ανυποψίαστα τρελαίνουν τον Ζαχαρία Ντεσινί, φωνάζοντας «μια λίβρα κύριε αποθηκάριε, μια λίβρα!»

Ο θαλαμηπόλος απαγγέλει την φριχτή κατηγορία, καθώς οι φύλακες διψασμένοι για αίμα κραδαίνουν τα σπαθιά τους πέρα μακριά, παγώνοντας την φλωρεντινή νυχτιά. Και η Άννα κοιτάζει μέσα από τα ακριβά της υφάσματα, βέβαιη, σίγουρη για την απόφασή της. Η Άννα που όλοι την αγαπούν και που πάντα την ζητούν οι ξένοι πρεσβευτές, γοητευμένοι από την σπιρτάδα και από την ομορφιά της που μοιάζει στην Κόρδοβα. Ο Ζαχαρίας Ντεσινί όλα τα ομολογεί και έτοιμος αναλαμβάνει το βάρος των πράξεών του. Θα εκτελεστεί, ως το πρωί θα΄χει πεθάνει.

«΄Όμως Άννα, πριν φύγετε», λέει ο άμοιρος καταδικασμένος, «πριν φύγετε θα ΄πρεπε να ξέρετε πως έχω χορτάσει την ζωή, τώρα που αντίκρισα τα δεκαεπτά σας καλοκαίρια. Τώρα που γνωρίζω πόση σύνεση χρειάζεται κάποιος για ν΄αντέξει την ομορφιά σας, φεύγω γαλήνιος Άννα.»

«Στ΄όνομα του Ιωάννη του Καλού,

 ο Ζαχαρίας Ντεσινί, πρώτος, βασιλικός αποθηκάριος

κρίθηκε ένοχος για προδοσία.

Η ποινή του που ευθύς αμέσως θα εκτελεστεί,

είθε να γίνει μαρτυρία

της δίκαιης εκείνης δύναμης

 που θα φυλάγει αιωνίως

το άγιο στέμμα.»

Έτσι είπε ο δημαγωγός και η εντολή εκτελέστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με μόνη διαφορά πως ο Ζαχαρίας των παιδιών τώρα φτερούγιζε σε άλλες ατμόσφαιρες, μισός νεφέλη, μισός λήθη. Η Άννα όρισε καινούριο αποθηκάριο. Κάποιον έμπιστο με ωραίο παρουσιαστικό και βαθιά πίστη στην βασιλική ευλογία. Ωστόσο, μια αίσθηση την κατατρέχει τις νύχτες μες στα δωμάτια που ταξιδεύει. Μια αίσθηση απελπισίας και ενοχής που κάνει στεντόρεια την φωνή του εραστή όταν κάτω από το φιλέρημο φεγγάρι του Οκτώβρη ζητά των θεών την σύνεση για ν΄αντέξει την αθάνατη ομορφιά της.

Τώρα χρόνια μετά τον χαμό του, τώρα που η Άννα κυμαίνεται στην ανυπαρξία, οι νέοι της πολιτείας θυμούνται τον έρωτα που δεν δείλιασε, το καθήκον που δεν δίστασε, την αθωότητα που δεν στέρεψε, την αλύγιστη ανθρωπιά. Και φτιάχνουν τραγούδια και σκετς με τα λόγια της ιστορίας του Ζαχαρία Ντεσινί και της βασίλισσας Άννας.]

Η ιστορία τελειώνει κάπως αδέξια. Και ίσως απομένει μια γεύση θρύλου πίσω από τα γεγονότα. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως ο Ζαχαρίας Ντεσινί υπήρξε για τότε και για πάντα, ένας κρυφός Χριστός, ένας τίμιος και κακοφτιαγμένος άνδρας κάτω από τον φλωρεντινό ουρανό. Ήταν άξιος πολύ και όλοι θα μιλούν γι΄αυτόν εις τους αιώνες. Θα τον λένε παράδειγμα και οι φοιτητές  της σχολής των ταπητουργών θα φτιάχνουν στην άσβηστη μνήμη του, σπουδές από τον βίο του, μια φορά και έναν καιρό.

Α.Θ